«Βγάζω βολτίτσα το αστρικό μου σώμα
πάνω απ’ της πόλης το τουμπανιασμένο πτώμα
Τσίμπα με, αγάπη μου, να δω αν ονειρεύομαι
άραγε υπάρχω αφού κλάνω κι αφού ρεύομαι;
Ένοχο πάθος ροκανίζει την ψυχή μου
μ’ αυτό το τέρας θα περάσω τη ζωή μου
Σ’ αυτό το σώμα που ‘χω μπει δεν είμαι μόνος μου
είναι και η δεύτερη μαμά, ο αστυνόμος μου»
Τζίμης Πανούσης, 1986, «Ο Τζιμάκος και το τέρας»
Αρχές 80s. Η Πλάκα δεν είναι το τουριστικό μέρος που είναι σήμερα, αλλά στέκι των ροκάδων της εποχής. Το ένα λαϊβάδικο είναι στοιβαγμένο δίπλα στο άλλο και οι μόνιμοι θαμώνες της πιο ροκ γειτονιάς της Αθήνας γνωρίζουν απ’ έξω και ανακατωτά τις μπαντούλες που παίζουν εκεί. Ακόμα και οι πιο άγνωστες άλλωστε είναι «καταδικασμένες» να γίνουν γνωστές στο σχετικά περιορισμένο κοινό που απευθύνονται.
Οι Vavoura Band είναι σχετικά παλιοί στη φάση, ο κόσμος τους γουστάρει. Τα περισσότερα μέλη τους ωστόσο παίζουν και σε μια ακόμα μπάντα. Φιλαράκια με τον ντράμερ Βαγγέλη Βέκιο, ο οποίος είχε γράψει με τον κολλητό του κάτι τραγούδια αλλά… δεν είχε μουσικούς να τα παίξουν, οι δυο κιθαρίστες αλλά και ο μπασίστας των Vavoura Band προσφέρουν την αλληλεγγύη τους στον Βέκιο και τον φίλο του, που είναι ο τραγουδιστής αυτής της ad hoc μπάντας, που τυχαίνει να λέγεται Μουσικές Ταξιαρχίες.
Με μια παράνομη κασέτα στο ενεργητικό τους με τον (θρυλικό με τα χρόνια) τίτλο «Disco Tsoutsouni», οι Μουσικές Ταξιαρχίες, αυτονόητα και για λόγους ευκολίας, λογίζονται ως αδελφή μπάντα με τους Vavoura Band αλλά φυσικά, κατώτερη σε σχέση με αυτούς: ανοίγουν τα live τους και αποτελούν το μόνιμο σαπόρτ τους. Μόνο που όσο δευτεροκλασσάτη και αν περνιέται, αυτή η μπάντα έχει κάτι ξεχωριστό, είναι sui generis, μοιάζει τόσο ιδιαίτερη που πολύ δύσκολα θα μπει σε καλούπι, πολύ δύσκολα μπορεί να λογιστεί ως κομμάτι μιας ευρύτερης σκηνής: είναι μια σκηνή μόνη της.
Ο τραγουδιστής της, ένας χοντρούλης με μακριά μαλλιά και γένια που μοιάζει με παπά, πριν από κάθε τραγούδι δίνει ολόκληρη παράσταση πάνω στη σκηνή και το κοινό ξεραίνεται στα γέλια. Ο εν λόγω τυπάκος κάνει ουσιαστικά stand up comedy –και ας μην είναι γνωστό στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο- και ενεργοποιεί ένα εντελώς κουλό σκετσάκι: μια ολόγυμνη γυναίκα με το όνομα Σούλα Φρίκη ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και από εκεί που είναι εντελώς γυμνή αρχίζει να ντύνεται αισθησιακά! Τα πρώτα «ανάποδα στριπτίζ» είναι γεγονός!
Οι στίχοι των τραγουδιών τους είναι αντίστοιχα ιδιαίτεροι. Ο χοντρούλης τυπάκος που μοιάζει με παπά έχει φωνάρα και τα τραγούδια τους μοιάζουν βαθιά προκλητικά. Πολλές βρισιές, αιχμηρή ειρωνεία μιας μικροαστικής πραγματικότητας τόσο ριζωμένης που όλοι βλέπουν αλλά κανείς δεν μπορεί να αναλύσει, τα τραγούδια των Μουσικών Ταξιαρχιών προκαλούν γέλιο και ταυτόχρονα είναι ασύλληπτα επιθετικά προς κατεστημένες αντιλήψεις. Είναι αστεία και ταυτόχρονα σοβαρά.
Σύντομα γίνεται γνωστό. Αυτή η μπάντα είναι one man show και ο τραγουδιστής της, ο Τζίμης Πανούσης είναι εδώ για να διαλύσει τα πάντα στο διάβα του, να μην αφήσει τίποτα ασχολίαστο, να επιτεθεί σε πρόσωπα, θεσμούς, αντιλήψεις, να μισηθεί από τον συντηρητισμό αλλά να μην αφήσει ποτέ την Αριστερά να τον εγκολπώσει γιατί θα την τσιγγλίσει και αυτή όσο δεν πάει, όχι τόσο για αυτό που είναι αλλά για αυτό που έχει απωθημένο να γίνει: ο Τζιμάκος έχει μεγάλο ταλέντο να ανακαλύπτει μύγες και να μυγιάζει τους ιδιοκτήτες τους.
Οι δίσκοι του, οι παραστάσεις του, οι συναυλίες του, οι ραδιοφωνικές εκπομπές του, οι συνεντεύξεις του, όλα είναι μια μεγάλη προβοκάτσια. Σατιρίζει την εξουσία όπως δεν το έκανε ποτέ κανείς και κανείς δεν μπορεί να τον σταματήσει διότι πως να σταματήσεις κάποιον που σατιρίζει και τον ίδιο τον εαυτό του; Πως να πλήξεις έναν καλλιτέχνη όταν δεν χαρίζεται καν στο ίδιο το κοινό του και παρ’ όλα αυτά αγαπιέται από αυτό; Πως να δυσφημιστεί κάποιος όταν όλα εκείνα που θεωρούνται λόγος κοινωνικού αποκλεισμού εκείνος τα ενσωματώνει στην τέχνη του και με περηφάνια τα υπερασπίζεται και τα εισάγει στον δημόσιο διάλογο;
Κι όμως μια βαθιά μελαγχολία απορρέει από την ίδια την υπόστασή του. Μια βαθιά μελαγχολία υποβόσκει πίσω από τον αιχμηρά ειρωνικό του τρόπο σχολιασμού των πραγμάτων: στην πραγματικότητα, ο Τζιμάκος είναι η επιτομή του μελαγχολικού κωμικού. Εκείνου του κωμικού που αναμετριέται κάθε ώρα και κάθε λεπτό με μια έμφυτη και αδιευκρίνιστη θλίψη που κατοικοεδρεύει μέσα του και έτσι, δεν θα μπορέσει ποτέ να την βγάλει καθαρή αν δεν σαρκάζει ανελέητα την ίδια την πάρτη του, αν δεν μετατρέψει σε κωμικά τα τόσο ευαίσθητα χαρακτηριστικά του. Και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, ο σαρκασμός αυτός, ανίκανος να περιοριστεί μόνο στον ίδιο, επεκτείνεται παντού, εναντίον δικαίων και αδίκων, δεν σταματάει πουθενά, ξεπερνάει κάθε όριο και κάθε στεγανό γιατί αν δεν το κάνει θα σταματήσει να υπάρχει και ο κάτοχός του τον έχει πολύ ανάγκη για να σταματήσει να υπάρχει.
Ο Τζιμάκος Πανούσης, αφού διένυσε την εξαιρετικά εμπνευσμένη σταδιοδρομία του με ταχύτητα, ένταση και με μια αίσθηση αιώνιας εφηβικής ψυχοσύνθεσης, αφού γέρασε απότομα και πρόλαβε (ευτυχώς για τις αναμνήσεις μας όχι για πολύ…) να γίνει κλισέ και να δει τον εαυτό του να επαναλαμβάνεται, αφού αναμετρήθηκε με την αναγκαιότητα να ξεκουράσει το υπερδραστήριο σώμα του, την αγνόησε με την περιφρόνηση που αξίζει στην ίδια την έννοια της ανθρώπινης αδράνειας, τελικά ηττήθηκε από την εν λόγω αναγκαιότητα και μας άφησε στα 64 χρόνια του.
Θα θυμόμαστε για πάντα το μεγάλο μάθημα που λάβαμε όσοι τον αγαπήσαμε, τον χιλιοακούσαμε και σε κάποια περίοδο της ζωή μας αφήσαμε την τέχνη του να μας καθορίσει: η αντίσταση στην απέραντη εξουσία του συντηρητισμού δεν μπορεί να γίνει χωρίς χιούμορ και χωρίς ειρωνεία και κυρίως, υλοποιείται μόνο εφόσον αγνοήσεις επιδεικτικά οτιδήποτε υποδεικνύεται ως καθορισμένο όριο.
Τον αποχαιρετάμε με όλη τη θλίψη για την απώλεια που σηματοδοτεί ο θάνατός του αλλά και με όλη την ικανοποίηση που σταθήκαμε τυχεροί και ζήσαμε έναν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες που βγήκε ποτέ στην Ελλάδα.
Τον αποχαιρετάμε με το πιο προσωπικό και αυτοψυχαναλυτικό τραγούδι του, με την απόλυτη αυτοβιογραφία του, τον «Λάκκο με τα αστεία του». Αντίο τεράστιε Τζιμάκο:
«Ο λάκκος με τ’ αστεία που σκάβω από παιδί
η τέλεια ληστεία που έχω σκαρφιστεί
με σφίγγει σαν παπούτσι ντόπιο και μπαλωμένο
στο χείλος του Ζαλόγγου το τέλος περιμένω
Θέλω να πέσω μέσα
σε χάχανα και γέλια να πνιγώ
να γίνω πριγκιπέσα
της μάνας μου τα ρούχα να φορώ
να χαθώ
Με δώρο μια κιθάρα ασπίδα του μπαμπά
που πήρα με δεκάρι στα μαθηματικά
Τα πρώτα τραγουδάκια με στίχους τολμηρούς
με διώχνουν από κύκλους αντιστασιακούς
Είπα θα πέσω μέσα
σε χάχανα και γέλια να πνιγώ
να γίνω πριγκιπέσα
της μάνας μου τα ρούχα να φορώ
να χαθώ
Το τσίρκο που ‘χω στήσει, το υπόγειο μαγαζί
βουλιάζει και με παίρνει και μένανε μαζί
Βουτάω το μαύρο χιούμορ σε έγχρωμη οπή
και δάχτυλο Κυρίου μού γνέφει σιωπή
Γι’ αυτό θα πέσω μέσα
σε χάχανα και γέλια να πνιγώ
να γίνω πριγκιπέσα
της μάνας μου τα ρούχα να φορώ
να χαθώ
Θέλω να πέσω μέσα
σε χάχανα και γέλια να πνιγώ
να γίνω πριγκιπέσα
της μάνας μου τα ρούχα να φορώ
να σωθώ»