Τα αδέρφια Χόγκαν ήξεραν ότι τα πράγματα δεν θα εξελισσόντουσαν πολύ καλά με τον Νίαλ Κουίν. Ήταν μια χαρά παιδί και τα χνώτα τους κολλούσαν. Όμως κάτι δεν πήγαινε σωστά στον τρόπο που η φωνή του «έδενε» με την υπόλοιπη μπάντα. Για την ακρίβεια, στον τρόπο που δεν… έδενε.
Οι «The Cranberry Saw Us» υπήρχαν ήδη δυο χρόνια. Είχαν βγάλει ένα σινγκλ με τον Νίαλ να κάνει τα φωνητικά και όλα έδειχναν πως δεν ήταν αρκετό για να το μεγάλο σκαλοπάτι: τον δίσκο-ντεμπούτο τους. Πάνω-κάτω, όλοι οι μάνατζερ τους αντιμετώπιζαν ως ένα αξιόλογο γκρουπάκι αλλά τίποτα το ιδιαίτερο. Ναι, θα έβγαζε δίσκο κάποια στιγμή όπως τόσες και τόσες μπάντες από το Νησί, ίσως και κάνα-δυο ακόμα, αλλά μέχρι εκεί.
Οι «The Cranberry Saw Us» δεν είχαν αυτό το «κάτι». Έλειπε χαρακτηριστικά. Ήταν μια μέτρια μπάντα. Ο Κουίν κατάλαβε πρώτος ότι δεν ήταν κατάλληλος για την μουσική των αδερφών Χόγκαν. Η φωνή του υποτιμούσε τα τραγούδια που έγραφαν. Τα τραγούδια που έγραφαν υποτιμούσαν τη φωνή του. Φέρθηκε έξυπνα και αποχώρησε από την μπάντα. Έμεινε φίλος μαζί τους αλλά το συγκρότημα ήθελε μια νέα φωνή.
Ο Κουίν το είχε επισημάνει και η πρώην (πλέον) μπάντα του τον άκουσε: για αυτά τα τραγούδια χρειαζόταν μια γυναικεία φωνή. Ναι, τα νέα φωνητικά των «The Cranberry Saw Us» έπρεπε να τα κάνει γυναίκα. Αν είχαν μια ελπίδα για μεγάλου μήκους σταδιοδρομία, αυτή ήταν η μόνη λύση.
Κάποιος γνωστός τους, τους πρότεινε μια… γνωστή του: την έλεγαν Ντολόρες και ήταν ένα επιβλητικό κορίτσι. Στους κύκλους του ερασιτεχνικού Celtic Rock ο κόσμος την ήξερε, γυρνούσε από συναυλία σε συναυλία, ενίοτε τραγουδούσε και με κάποιο συγκρότημα, η φωνή της -έλεγαν όσοι την είχαν ακούσει- ήταν αληθινά ιδιαίτερη.
Όταν μπήκε στο στούντιο για να δοκιμαστεί από τους «The Cranberry Saw Us» έγινε κατανοητό από τα πρώτα μόλις λεπτά ότι αυτή θα γινόταν η τραγουδίστριά τους. Ο Νίαλ Κουίν που ήταν παρών στη διαδικασία εξεύρεσης της αντικαταστάτριας του, το έχει περιγράψει άψογα: «Αν δεν ήξερες τι συμβαίνει εκεί δεν θα μπορούσες να καταλάβεις ποιος κάνει δοκιμαστικό. Η εικόνα σου έδινε την εντύπωση πως ήταν εκείνη που δοκίμαζε τη μπάντα και όχι το ανάποδο».
Η Ντολόρες θα ήταν για πάντα η αυτονόητη frontwoman αυτής της μπάντας. Το Celtic Rock είχε βρει την αναμφισβήτητη βασίλισσά του. Το συγκρότημα άλλαξε το όνομά του απλά σε «Cranberries» και τα επόμενα χρόνια, τα live τους υπήρξαν θρυλικά στην Ιρλανδία.
Ο πρώτος τους δίσκος, «Everybody Else Is Doing It, So Why Can’t We?», υπήρξε μια πολύ μεγάλη επιτυχία: η Ντολόρες έφτασε να συγκρίνεται με την ήδη φτασμένη Σίνεντ Ο’ Κόνορ και ας την θαύμαζε όσο δεν πήγαινε.
Ήταν 1994 και το δεύτερο άλμπουμ των «Cranberries», το θρυλικό «No Need to Argue» είχε ως αυθόρμητο αντίπαλο το «Universal Mother» της Ο’ Κόνορ. Και τα δυο ωστόσο ήταν η μεγάλη μουσική αντεπίθεση της Ιρλανδίας.
Ναι, ας τολμήσουμε να το πούμε κι ας είναι η Ο’ Κόνορ ένα όνομα βαρύ σαν ιστορία: πλέον ξέρουμε πως η Ντολόρες υπήρξε πολύ πιο σημαντική. Πολύ πιο χαρακτηριστική, πιο «άγρια» και ακατέργαστη. Πιο επιδραστική.
Το συγκλονιστικό «Zombie», το τραγούδι που γράφτηκε για ένα 3χρονο κι ένα 12χρονο παιδί που σκοτώθηκαν από μια βόμβα που είχε τοποθετήσει ο IRA, ήταν η κραυγή της μπάντας για ειρήνη στην Ιρλανδία και ταυτόχρονα μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των 90s.
Η μπάντα κατηγορήθηκε για φιλο-αγγλική προπαγάνδα. Φυσικά, όταν έχουμε να κάνουμε με τέτοιου είδους θεματολογία, τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Χρόνια αργότερα, η Ντολόρες το παραδέχθηκε: «Είναι πολύ δύσκολα αυτά τα πράγματα για να τα τραγουδάς. Όμως όταν είσαι νέα δεν σε νοιάζει. Αρπάζεις το μικρόφωνο και λες αυτό που νιώθεις. Αυτή η βόμβα σκότωσε δύο μικρά παιδιά. Θα μπορούσε να είχε σκοτώσει τον καθένα από εμάς…».
Η Ντολόρες καθορίστηκε με τα χρόνια από την κατάθλιψή της. Η διάλυση της μπάντας το 2003 και μετά από μια δεκαετία γεμάτη επιτυχίες, είχε να κάνει κατά βάση με αυτό της το πρόβλημα.
Η ίδια είχε μιλήσει για τη κατάθλιψή της σε μια συνέντευξή της: «Κοιτάζοντας πίσω νομίζω πως ήταν ό,τι χειρότερο έχω πάθει. Πήρα όμως και μπόλικη χαρά στη ζωή μου όπως αυτή που μου έδωσαν τα παιδιά μου». Είχε μιλήσει για την εγκυμοσύνη της άλλωστε -η οποία αποτέλεσε και μια από τις μεγαλύτερες και πιο ελπιδοφόρες παρενθέσεις της κατάθλιψής της- στο συγκλονιστικό «Animal Instinct» του 1999:
Η Ντολόρες Ο’ Ριόρνταν (όπως ήταν το πλήρες όνομά της) άφησε αυτόν τον κόσμο στα 46 της και ενώ φαινόταν να μπορεί να διαχειριστεί τον μεγάλο δαίμονα της ζωής της, την κατάθλιψη. Φαινόταν, άλλα μάλλον δεν μπορούσε…
Οι «Cranberres» είχαν επανενωθεί το 2009 και είχαν βγάλει άλλους δυο δίσκους. Ο τελευταίος τους βγήκε μέσα στο 2017 και η Ντολόρες έδειχνε πως «το έχει ακόμα», τραγουδούσε σαν να ήταν ακόμα η 20άρα των 90s.
Δεν μπορείς να βγάλεις άκρη με τους καλλιτέχνες: διαχειρίζονται τις ψυχές χιλιάδων θαυμαστών, αναλαμβάνουν μια τόσο μεγάλη ευθύνη και δια της επιτυχίας τους τα καταφέρνουν αλλά πολλές φορές αδυνατούν να κάνουν το ίδιο με τους εαυτούς τους. Και αυτό είναι η κατάρα τους, ο μεγάλος σταυρός τους.
Η Ντολόρες δεν κατάφερε να διαχειριστεί την ψυχή της, λοιπόν. Αλλά διαχειρίστηκε τις δικές μας. Τα θρυλικά 90s θα έχουν πάντα και λίγο από αυτή.
Και, πίστεψέ μας Ντολόρες, για τη γενιά στην οποία «μίλησε» η φωνή σου, μεγαλύτερη τιμή απ’ το να σε θυμάται μέσα στα 90s της δεν υπάρχει…