Δεν υπάρχει αμφιβολία αν αν αυτός αγώνας ήταν ο μεγάλος τελικός του Ευρωμπάσκετ, θα μιλούσαμε για έναν από τους πιο αξέχαστους στην ιστορία της διοργάνωσης. Με ένα φινάλε-θρίλερ, γκρανγκινιολικό και χιτσκοκικό όπως λένε οι… πιο ψαγμένοι, με καρδιές να σπάνε και παλμούς να ανεβαίνουν. Δεν ήταν όμως. Ήταν ο μικρός τελικός, αυτός που δίνει χάλκινο μετάλλιο, δηλαδή τα μετάλλια της παρηγοριάς (που φέτος, βέβαια, μόνο τέτοιο δεν ήταν).
Η πίκρα της ήττας από την Τουρκία παραμένει ακόμη βαριά, κακά τα ψέμματα. Όμως (και πάλι κακά τα ψέμματα) η τρίτη θέση δεν προσφέρεται για απαξίωση. Το μετάλλιο είναι μετάλλιο, και η Ιστορία θα γράψει πως το καλοκαίρι του 2025 η Ελλάδα κατέκτησε το έβδομο της σε μεγάλη διοργάνωση: δύο χρυσά, τρία χάλκινα και ένα ασημένιο σε Ευρωμπάσκετ, ένα ακόμη ασημένιο σε Μουντομπάσκετ.
Ο Βασίλης Σπανούλης, ο άνθρωπος που γνωρίζει όσο λίγοι τι σημαίνει να σηκώνεις τρόπαια, είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένος με τα τέσσερα από αυτά τα επτά. Πλην των ιστορικών μεταλλίων των 80s (του επικού ’87 και του μάγκικου ΄89), ο σημερινός ομοσπονδιακός τεχνικός υπήρξε ενεργό μέλος του ρόστερ στα υπόλοιπα τρία ως παίκτης και πλέον προσθέτει άλλο ένα, το πρώτο του ως προπονητής. Και αν μη τι άλλο, η συνεισφορά του στην κατάκτηση του μεταλλίου αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στο παρκέ του μικρού τελικού. Μόλις 48 ώρες μετά την ήττα από τον πιο μπαρουτοκαπνισμένο Αταμάν, ο Σπανούλης φρόντισε να μάθει από τα λάθη του, να προσαρμόσει την προσέγγισή του και -γιατί όχι- να «αντιγράψει» τον Τούρκο κόουτς στον τρόπο που διαχειρίστηκε τον πιο επικίνδυνο παίκτη του αντιπάλου.

Όπως ακριβώς η Τουρκία έκλεισε τους διαδρόμους στον Γιάννη με πολυπρόσωπη και σκληρή άμυνα, έτσι και η Ελλάδα στόχευσε στον πλήρη περιορισμό του Μάρκανεν. Η εικόνα του αγώνα μαρτυρούσε την απόλυτη προετοιμασία της ελληνικής ομάδας στο πώς να μην αφήσει το μεγάλο αστέρι των Φινλανδών να πάρει ανάσα.
Το πλάνο ήταν ξεκάθαρο: δεν θα ήταν ο Μάρκανεν εκείνος που θα οδηγούσε την Ελλάδα στην ήττα. Ο Παπανικολάου έπαιξε συγκλονιστική άμυνα πάνω του, εξαντλώντας κάθε ίχνος ενέργειας, με συνεχείς βοήθειες από τον απίστευτα συγκεντρωμένο και ακούραστο Αντετοκούνμπο. Ο ηγέτης των Μπακς ήταν παντού. Σε βοήθειες, σε αλλαγές, σε επικοινωνία, στο κλείσιμο των χώρων: ήταν, με μία κοινότοπη λέξη, συγκινητικός.
Το ρίσκο ήταν λελογισμένο. Η εμμονική πίεση πάνω στον Μάρκανεν άφηνε περιφερειακά σουτ στους υπόλοιπους, αλλά και πάλι: πόσα θα μπορούσαν να μπουν; Το σχέδιο απέδωσε. Η Ελλάδα είχε τον απόλυτο έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος του ματς, διατηρώντας διαφορά μέχρι και 17 πόντων. Αν στο φινάλε το παιχνίδι έγινε θρίλερ, αυτό οφείλεται κυρίως σε στιγμές χαλάρωσης και -εμφανώς- σε μια απαράδεκτη διαιτησία.
Ναι, το πλάνο λειτούργησε, η νίκη ήρθε δίκαια, αλλά η διαιτησία δεν μπορεί να περάσει στα ψιλά. Ειδικά δυο φάσεις στο φινάλε άγγιξαν το όριο του ύποπτου. Στο 90-87, με 5 δευτερόλεπτα να απομένουν, ο Βάλτονεν εκτελεί τρίποντο, ο Παπανικολάου επί της ουσίας… αποσύρεται από το μαρκάρισμά του και τελικά χρεώνεται με ένα φάουλ όχι αμφισβητούμενο, αλλά ανύπαρκτο. Ακολουθεί η τρίτη βολή, το άστοχο σουτ και οι Φινλανδοί παίρνουν το επιθετικό ριμπάουντ με παίκτη που κυριολεκτικά έχει αγκαλιάσει τον Αντετοκούνμπο. Η μπάλα χάνεται από τα χέρια της Εθνικής και η Φινλανδία αγγίζει το θαύμα. Ευτυχώς, δεν το άρπαξε.
Τελικά, τέλος καλό, όλα καλά. Η Εθνική Ελλάδας ανεβαίνει στο βάθρο. Το χάλκινο είναι αντικειμενική επιτυχία. Και το σημαντικότερο; Είναι το πρώτο μετάλλιο του Γιάννη Αντετοκούνμπο με τη φανέλα της Εθνικής. Ένα χρέος απέναντι σε έναν αθλητή που έχει δώσει τα πάντα και συνεχίζει να παλεύει με αυταπάρνηση για την ομάδα.
Οι λογαριασμοί του με την Ιστορία βέβαια παραμένουν ανοιχτοί: κάποια στιγμή θα συνδέσει το όνομά του, ελπίζουμε, και με ένα χρυσό. Πού θα πάει…