Κόντρα στη στρατηγική που προτείνουν ως επιβεβλημένη διεθνείς οργανισμοί, με πρώτο τον ΠΟΥ, αλλά και την τακτική που ακολουθούν οι περισσότερες χώρες που δοκιμάζονται από το δεύτερο κύμα της πανδημίας, η Ελλάδα έχει επιστρέψει σε αριθμούς άνοιξης σε ότι αφορά τον αριθμό τεστ που διεξάγονται για κορωνοϊό.
Η τάση είναι τόσο έντονη, που οι αρχικοί ψίθυροι – μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας – έχουν γίνει κραυγές. Η κατακόρυφη καθίζηση στον αριθμό των τεστ που διενεργούνται (και που προφανώς θολώνει το τοπίο ως προς την πραγματική πορεία της επιδημίας) συνιστά εκτός από πισωγύρισμα και ένα ξεκάθαρο «επιδημιολογικό φάουλ». H μείωση των μοριακών τεστ το τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου και το Δεκέμβριο αγγίζει το 30%, ενώ τη Δευτέρα 6/11 καταγράφηκε από τον ΕΟΔΥ η χειρότερη επίδοση των τελευταίων μηνών (μόλις 6.105 τεστ).
Καμία σχέση δηλαδή με τον προηγούμενο μήνα, οπότε και είχαν καταγραφεί διαδοχικά θετικά ρεκόρ, με τον αριθμό των τεστ να «αγγίζει» σε δύο περιπτώσεις (6 και 18 Νοεμβρίου) τις 26.000 χιλιάδες σε ημερήσια βάση.
Τη στιγμή που σε άλλες χώρες έχουν επιστρατευθεί και οι Ένοπλες Δυνάμεις προκειμένου να υπάρχει επάρκεια στις εξετάσεις, η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον μόλις στην 33η θέση μεταξύ 48 ευρωπαϊκών χωρών σε αναλογία τεστ ανά εκατομμύριο πληθυσμού, έχοντας πίσω της χώρες όπως το Μαυροβούνιο, η Ρουμανία, η Σερβία, η Ουγγαρία, η Κροατία και η Πολωνία. Δεν συζητάμε καν για τη Σλοβακία, που κατάφερε να ελέγξει (δωρεάν) μέσα σε δύο Σαββατοκύριακα σχεδόν τα 3/4 του πληθυσμού.
Την ώρα λοιπόν που ευλόγως κάποιοι αναρωτιούνται αν πρόκειται για επικοινωνιακή επιλογή προκειμένου να φανεί ότι ο αριθμός των κρουσμάτων μειώνεται, η κυβέρνηση δίνει μια άλλη εκδοχή. Ο κ. Πέτσας λοιπόν τόνισε ότι ο αριθμός των τεστ μειώθηκε λόγω της ανατίμησης τους.
Ένας από τους λόγους που βλέπουμε τόσα λίγα την ημέρα δηλαδή είναι η απροθυμία πολλών διαγνωστικών κέντρων να διεξαγάγουν τα τεστ, μετά το πλαφόν στις τιμές που όρισε το Υπουργείο Ανάπτυξης (40 ευρώ για τα τεστ PCR / 10 ευρώ για τα rapid). Οι αντιδράσεις των ιδιωτικών εργαστηρίων ήταν μαζικές και μάλιστα αυτά της Δυτικής Ελλάδας εξέδωσαν ανακοίνωση, ενημερώνοντας τους πολίτες ότι τα εργαστήρια της περιφέρειας σταματούν επί της ουσίας τα τεστ, λόγω υπέρβασης του κόστους που όριζε το πλαφόν.
Οι εκπρόσωποι των διαγνωστικών κέντρων επεσήμαναν ότι μετά το πρώτο κύμα της επιδημίας και τα φαινόμενα αισχροκέρδειας τα οποία είχαν διαπιστωθεί, η αγορά εξισορρόπησε, σε μια μέση τιμή της τάξης των 80 ευρώ για τα μοριακά τεστ.
«Δεν μπορούμε με αυτές τις τιμές να κάνουμε τεστ. Τα τεστ έπρεπε να πληρώνονται από την πολιτεία. Έχει βγει κονδύλι από την ΕΕ για τα κράτη», έλεγαν τότε εκπρόσωποι των εργαστηριακών γιατρών.
Μπροστά σε αυτή την εξέλιξη, το Υπουργείο Ανάπτυξης αναγκάστηκε να επαναπροσδιορίσει το πλαφόν των τιμών, το οποίο δημοσίευσε σε ΦΕΚ τη Δευτέρα 6/11. Οι τιμές ανέβηκαν αντίστοιχα σε 60€ και 20€, καθώς συμπεριλήφθηκε σε αυτές και το κόστος δειγματοληψίας. Θεσπίστηκε επιπλέον διοικητικό πρόστιμο ύψους 5.000 ευρώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις τιμές που ορίστηκαν.
Απομένει να φανεί αν η συμφωνία κυβέρνησης – ιδιωτικών εργαστηρίων θα επαναφέρει τον αριθμό των τεστ στα επίπεδα του πρώτου 20ημέρου του Νοεμβρίου. Παραμένουν βέβαια μετέωρα τα εξής… ρητορικά ερωτήματα: Αφενός για ποιο λόγο η κυβέρνηση δεν επέλεξε τη στρατηγική της συνταγογράφησης και άφησε ανεξέλεγκτη την αισχροκέρδεια επί 8 μήνες, αφετέρου γιατί δεν φροντίζει η ίδια να γίνονται περισσότερα rapid tests σε όλη την Ελλάδα…