Υποτίθεται ότι η ελληνική κοινωνία έχει αρχίσει να «ξυπνά» και να ευαισθητοποιείται στο ζήτημα της έμφυλης βίας, περισσότερο απ’ όσο συνήθιζε να το κάνει πριν από την αποκάλυψη της Σοφίας Μπεκατώρου.
Φαίνεται όμως ότι η υποστήριξη προς τα θύματα τέτοιου είδους φαινομένων είναι για κάποιους αλά καρτ, καθώς δεν απηχεί στην πράξη αυτή καθαυτή, αλλά στο αν είναι του γούστου μας ή όχι αυτή που καταγγέλλει το σχετικό περιστατικό.
Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από τα σχόλια στα social media που συνόδεψαν την ομολογία της Έλλης Στάη για τη σεξουαλική επίθεση που είχε δεχτεί από διευθυντή της στην εφημερίδα που εργαζόταν ως νέα στο δημοσιογραφικό χώρο πριν από 35 χρόνια.
Το άρθρο της στα Νέα είναι μια υπενθύμιση της αποκάλυψης που είχε κάνει προ διετίας σε συνέντευξη της στον Αντώνη Σρόιτερ, σύμφωνα με την οποία ο διευθυντής της δεν δίστασε να εκδηλώσει τις ορμές του στο χώρο εργασίας. «Μία μέρα με φώναξε στο γραφείο του να μιλήσουμε για την δουλειά, κλείδωσε την πόρτα και μου επιτέθηκε σωματικά κατευθείαν! Είπα “αν δεν ξεκλειδώσετε τώρα την πόρτα, θα πατήσω τις φωνές, θα ουρλιάξω!”. Άνοιξε την πόρτα και βγήκα έξω», είχε περιγράψει τότε η Έλλη Στάη, αλλά για κάποιους (καθόλου λίγους δυστυχώς) είναι η τελευταία που δικαιούται διά να ομιλεί.
Γιατί; Διότι η εξέλιξη της Στάη, που έφτασε να κοστολογεί πολύ ακριβά την υπογραφή της σε τηλεοπτικά συμβόλαια και έχει κάνει τέσσερις γάμους και δύο σχέσεις με εφοπλιστές δείχνει ότι «Τα ‘θελε και τα ‘παθε» και ότι «όλοι μπορούμε να φανταστούμε πως έφτασε εκεί που έφτασε». Η πλειονότητα όσων μπήκαν στον κόπο να σχολιάσουν εστίασε στην εξωτερική εμφάνιση, την επιτυχία, τις προσωπικές επιλογές της στο συντροφικό βίο και την οικονομική επιφάνεια της δημοσιογράφου και όχι στο συμβάν που αποκάλυψε. Λες και το ζήτημά μας είναι με ποιον έχει πάει η καθεμία και όχι αν εξαναγκάστηκε να πάει με κάποιον ή κακοποιήθηκε.
Απόψεις τουλάχιστον απεχθείς, βαθιά στερεοτυπικές και εντελώς στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που οδηγεί στην ανάδειξη της επείγουσας ανάγκης για εξάλειψη των σεξιστικών διακρίσεων και των αντιλήψεων που προσεγγίζουν τη γυναίκα ως κατώτερο ον και δυνάμει θήραμα.
Απόψεις που καταδεικνύουν μάλλον ότι για πολλούς το μείζον κριτήριο δεν είναι η παραβίαση των δικαιωμάτων της γυναίκας, αλλά αν η γυναίκα αυτή αξίζει τέτοιας μεταχείρισης με βάση τις προκαταλήψεις που είναι σφηνωμένες στο κεφάλι τους.