Το φθινόπωρο έχει μπει για τα καλά και όσο προχωράει τόσο περισσότερο σκοτεινιάζει το κλίμα αναφορικά με την παρουσία του κορωνοϊού ανάμεσά μας. Με δεδομένο πως δεν έχουμε μπει καν στον χειμώνα, τα καθημερινά κρούσματα που ανακοινώνονται μοιάζουν να προκαλούν πολλαπλά σοκ στην κοινωνία. Ειδικά δε αν οι φετινοί αριθμοί συγκριθούν με την περσινή αντίστοιχη περίοδο όπου όχι απλά τα κρούσματα ήταν συντριπτικά λιγότερα αλλά τότε δεν υπήρχε και το εμβόλιο με τόσο πληθωρικούς όρους στη ζωή μας.
Είναι ενδεικτικό πως πέρυσι τέτοια εποχή είχε εμβολιαστεί μόλις το 5% του πληθυσμού. Σήμερα έχει εμβολιαστεί το 60% του πληθυσμού, ποσοστό που μπορεί να είναι αρκετά κατώτερο από τις αρχικές προσδοκίες των ειδικών αλλά σίγουρα η μέρα με τη νύχτα σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό. Και όμως, πέρυσι τα κρούσματα ήταν περίπου 200 ημερησίως ενώ φέτος αγγίζουν τα 7000.
Εκ πρώτης όψεως, τα νούμερα μοιάζουν αμείλικτα: παρά τη δυναμική είσοδο των εμβολίων στη ζωή μας, ο ιός έχει γίνει ακόμα πιο επιθετικός. Άρα, με μια πρόχειρη και απλοϊκή σκέψη, τι σημαίνει αυτό; Μα φυσικά ότι τα εμβόλια δεν λειτουργούν, πως είτε τα κάνουμε είτε όχι είναι ένα και το αυτό. Όμως, ως γνωστόν, η στείρα παράθεση αριθμών είναι ο πιο αληθοφανής τρόπος να πεις ψέματα. Και στην προκειμένη περίπτωση, όσοι βιάζονται να βγάλουν άχρηστα τα εμβόλια με βάση αυτούς τους αριθμούς, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, αναπαράγουν ένα ψέμα.
Όπως εύστοχα έγραψε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook ο διδάκτωρ μοριακής βιολογίας, Γιάννης Πρασσας, ένας από τους πολλούς ειδικούς που στην εποχή της πανδημίας παρεμβαίνει στο δημόσιο διάλογο, το επιχείρημα πως τα εμβόλια δεν λειτουργούν αφού πέρυσι χωρίς τα κρούσματα ήταν λιγότερα από φέτος μοιάζει με την παρακάτω φράση: «Τώρα που φοράω χειμωνιάτικο μπουφάν κρυώνω περισσότερο από το καλοκαίρι που δεν φορούσα μπουφάν, άρα τα μπουφάν δεν λειτουργούν».
Η φράση αυτή είναι απόλυτα εύστοχη διότι αναδεικνύει πως η παράθεση αριθμών για να συγκριθούν δυο εποχές χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι συνολικότερες συνθήκες είναι μια αφελής τακτική. Τα πράγματα λοιπόν είναι σχετικά απλά. Στην ερώτηση «Γιατί φέτος έχουμε περισσότερα κρούσματα σε σχέση με πέρυσι», υπάρχουν τρεις πολύ απλές απαντήσεις που δεν νοείται να μην λαμβάνονται υπόψη:
1ον, διότι φέτος -σε αντίθεση με πέρυσι- τα τεστ που γίνονται είναι πολύ περισσότερα. Για την ακρίβεια, η υποχρεωτικότητα των τεστ έχει γίνει πολύ πιο σκληρή και ειδικά για τους ανεμβολίαστους. Άρα -για να ξέρουμε και τι λέμε- από τη συγκεκριμένη κατηγορία προέρχονται τα κρούσματα.
2ον, διότι η μετάλλαξη Δέλτα είναι πολύ πιο μεταδοτική σε σχέση με την προηγούμενη κυρίαρχη εκδοχή της πανδημίας. Αυτή είναι μια αλήθεια που διαφοροποιεί τα δεδομένα.
3ον, διότι πέρυσι υπήρχε καθεστώς ημι-λοκντάουν: δεν υπήρχαν ανοικτά σινεμά, ούτε ανοιχτά μαγαζιά ενώ σε ένα μεγάλο ποσοστό η τηλεργασία ήταν πιο διαδεδομένη. Φέτος τα πάντα είναι ανοιχτά και ένα ανεμβολίαστο 40% συμμετέχει στην κοινωνική όπως πριν την πανδημία.
Όλα αυτά δημιουργούν συνθήκες που αναπόφευκτα ανεβάζουν τα νούμερα. Και αυτό είναι άσχετο με την αποδοτικότητα των εμβολίων. Η τελευταία απλά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Το ότι το τείχος ανοσίας που άπαντες περίμεναν να δημιουργηθεί δεν έχει εν τέλει δημιουργηθεί είναι μια πραγματικότητα που έγκειται σε μια περιπλοκότητα δεδομένων. Δεν φταίει το… εμβόλιο για αυτό!