Είναι στην ανθρώπινη φύση να προσπαθεί, μέσα στην απαξίωση, τους αφορισμούς, την αγανάκτηση και την εν γένει απαισιοδοξία για το αύριο, να κρατηθεί από κάπου. Αυτό το «κάπου» στη δυσώδη υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ εκπροσωπεί το δίχως άλλο η αδιάφθορη υπάλληλος του οργανισμού Παρασκευή Τυχεροπούλου.
Στο βιβλίο του «Humankind: A Hopeful History», ο Ολλανδός συγγραφέας Ρούτγκερ Μπέργκμαν αμφισβητεί την πεσιμιστική θεώρηση ότι «ο άνθρωπος είναι κακός εκ φύσεως» και επιχειρεί να αποδείξει πως η καλοσύνη είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. «Αν πιστεύεις πως ο κόσμος είναι γεμάτος εγωιστές και ανάλγητους, αρχίζεις να τους βλέπεις παντού. Αν όμως πιστέψεις στο καλό, τότε θα το αναγνωρίσεις και θα το αναδείξεις», αναφέρει μεταξύ άλλων, υποστηρίζοντας ότι η ελπίδα πηγάζει από τους «άγνωστους καλούς» ανθρώπους.
Εν προκειμένω, η Παρασκευή Τυχεροπούλου είναι ο «άγνωστος, καλός άνθρωπος» από τον οποίο πηγάζει η ελπίδα μέσα από μια υπόθεση… απελπισίας. Είναι το φωτεινό παράδειγμα που συμβολίζει την ανιδιοτέλεια, την προσφορά στο κοινωνικό σύνολο, την αντίσταση στη διαφθορά και τη διαπλοκή. Το σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν αποκαλύφθηκε μόνο λόγω των Ευρωπαίων, όπως παρορμητικά συνηθίζει πολύς κόσμος να λέει, αλλά κυρίως εξαιτίας του θάρρους και των αταλάντευτων ηθικών αξιών μιας Ελληνίδας. Βεβαίως, πρόκειται για ειδική επιστημονική συνεργάτιδα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αλλά ας μην αφήσουμε μια λεπτομέρεια να μας χαλάσει μια ιστορία ενθάρρυνσης. Έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε, μέσα σε όλο αυτό το ζόφο που μας περιβάλλει, ότι αφού υπήρξε η Τυχεροπούλου, υπάρχει και ελπίδα…
Και μετά έρχεται το μνημείο θράσους και αναξιοκρατίας με την τιμωρία της υπαλλήλου από τον οργανισμό. Η πειθαρχική διαδικασία για τα παραπτώματα της «παράβασης της υποχρέωσης εχεμύθειας και της ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς εντός ΟΠΕΚΕΠΕ» οδήγησε σε στέρηση μισθού για 20 ημέρες!
Αντί δηλαδή να «παρασημοφορηθεί», να αναβαθμιστεί και πιθανόν να επιβραβευτεί μισθολογικά για τους αδέκαστους χειρισμούς της, η υπάλληλος τιμωρήθηκε επειδή δεν ήταν εχέμυθη, επειδή δηλαδή ήταν ΕΝΤΙΜΗ και δεν έκλεισε τα μάτια μπροστά στο όργιο κατασπατάλησης ευρωπαϊκών πόρων και άδικης κατανομής τους. Αυτό έγινε επίσημα, από έναν κρατικό οργανισμό και κανένα κυβερνητικό στέλεχος δεν μπήκε στον κόπο να κάνει ένα σχόλιο για το μήνυμα που στέλνουμε ως δημόσια διοίκηση στα παιδιά αυτού του τόπου.
Και μετά ήρθε η πρόταση της κυβέρνησης για θάψιμο της υπόθεσης μέσα σε μια αχανή εξεταστική από το 1998 που θα διερευνήσει πολιτικές, κατ’ αρχήν, ευθύνες και όχι ποινικές. Από το «αποτύχαμε» και το «οι διάλογοι που έρχονται στο φως προκαλούν αγανάκτηση και οργή» περάσαμε στο «όλοι μαζί τα φάγαμε» και την τεχνική της αποποίησης ευθυνών μέσω της διάχυσής τους.
Και τώρα πιάσαμε φαινομενικά πάτο (ή μήπως έχει και πιο κάτω;). Μαθαίνουμε ότι αυτή η γυναίκα, που κόντρα σε υπουργούς, γραμματείς, αξιωματούχους, μεσάζοντες και παρατρεχάμενους, ύψωσε το ανάστημά της, σε ένα ρεσιτάλ ηθικής ακεραιότητας, ενδεχομένως και να το έκανε με κίνδυνο της ζωής της. Σε έναν από τους διαλόγους της ντροπής, ο Γιώργος Ξυλούρης, κατά κόσμον «Φραπές», επιβεβαιώνει αυτό που συζητιέται κατά κόρον, ότι το κύκλωμα που δρούσε για να πλουτίζει μέσω του ΟΠΕΚΕΠΕ είχε τη δομή και τα χαρακτηριστικά μιας μαφιόζικης οργάνωσης.
Απηυδισμένος από την ενοχλητική δράση της Τυχεροπούλου, ο «Φραπές» ακούγεται να λέει στον τότε γενικό γραμματέα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Γιώργο Στρατάκο, ότι θα ήταν πιο… value να την είχε εξοντώσει. «Αν την είχα σκοτώσει, τώρα θα ήμουν έξω. Θα είχαν φάει και ένα πενηντάρι οι δικηγόροι και είμαστε εντάξει…», ήταν οι φράσεις του, στις οποίες δεν είχε να κάνει το παραμικρό σχόλιο ο διορισμένος από την ελληνική κυβέρνηση γενικός γραμματέας του υπουργείου!
Κανονικά θα έπρεπε να σείεται η χώρα μετά από μια τέτοια αποκάλυψη, οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί να ψάχνουν λαγούμι να κρυφτούν, ενδεχομένως και να παρέμβει αυτεπάγγελτα η εισαγγελία.
Αν έχουμε συνηθίσει τόσο στο βόρβορο ώστε να μην μας μοιάζουν αδιανόητα όλα αυτά και να συμβιβαζόμαστε με κάποιο τρόπο γιατί «έλα μωρέ, στην Ελλάδα είμαστε», τότε το έρεβος έχει ήδη καταπιεί την ελπίδα και οι «άγνωστοι καλοί» θα πρέπει να λογίζονται ως θλιβερή μειονότητα στη χώρα.