Όταν ο ιστορικός του μέλλοντος κληθεί να μελετήσει αυτή την χαρακτηριστική περίοδο της ελληνικής πραγματικότητας που με μια λέξη μπορεί να χαρακτηριστεί «μνημονιακή», είναι δεδομένο πως θα έχει πολλή δουλειά να κάνει. Διότι η περίοδος αυτή διακατέχεται από μια πρωτόγνωρη κινητικότητα σε πολλαπλά επίπεδα: στο αμιγώς πολιτικό, στο επίπεδο του κοινωνικού παράγοντα και των συνειδήσεων που διαμορφώθηκαν ή/και μεταλλάχθηκαν, στις νέες ιδέες που -άλλες εξαιρετικά προοδευτικές και άλλες τρομακτικά συντηρητικές- ήρθαν στο προσκήνιο και σε ένα σωρό άλλα πεδία. Σίγουρα, η εποχή των Μνημονίων (κάποτε θα) σηκώνει πολλή συζήτηση.
Θα έλεγε κανείς πως σε τέτοιες μεταβατικές περιόδους, το έδαφος για την ανάδυση νέων προτάσεων που θα υπερβαίνουν τις παλιές είναι στρωμένο με ροδοπέταλα. Υπό αυτή την έννοια, μοιάζει παράδοξη η συντριβή του Ποταμιού, του κόμματος δηλαδή που αυτοπροσδιορίστηκε ως ο ορισμός της νέας και πρωτότυπης επιλογής που υποτίθεται ήρθε με φρέσκες ιδέες στο πολιτικό σκηνικό, έγινε pop υπερβολικά γρήγορα, μπήκε στη Βουλή μόλις λίγους μήνες μετά την ίδρυσή του και τέσσερα χρόνια αργότερα καταστρέφεται ολοκληρωτικά από τον κυκεώνα των πολιτικών εξελίξεων, ανήμπορο να σταθεί όρθιο μέσα σε αυτές. Μοιάζει παράδοξη αυτή η εξέλιξη αλλά στην πραγματικότητα, δεν είναι. Το ακριβώς αντίθετο.
Τα ψύχραιμα βλέμματα, εκείνα που «κοιτάνε» την ουσία του πολιτικού παιχνιδιού και όχι το περιτύλιγμα του, μπορούσαν εξαρχής να επιβεβαιώσουν πως στην πραγματικότητα, το Ποτάμι δεν υπήρξε ποτέ αυτό το «νέο και άφθαρτο» που διατεινόταν πως είναι. Αν και διακηρυκτικά διατεινόταν πως είναι ένα μόρφωμα του οποίου οι αξίες καθορίζονταν έξω από το πολιτικό δίπολο της Αριστεράς και της Δεξιάς, το «Ποτάμι» δεν υπήρξε ποτέ η αντιπαραβολή «στο παλιό» αλλά αντίθετα, ο εκσυγχρονισμός «του παλιού» που υποτίθεται πως αντιμαχόταν.
Αυτή η εκτίμηση δεν ήταν τόσο δύσκολο να γίνει. Οι παρασκηνιακές φημολογίες πως το εν λόγω κόμμα υπήρξε στην πραγματικότητα η έμπνευση παραδοσιακών πασοκογενών κύκλων που επιχείρησαν να παίξουν μπάλα στην πολιτική με νέο φόρεμα και τοποθετώντας καινούριες φάτσες στο προσκήνιο, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ αλλά σε επίπεδο εκτιμήσεων φάνταζαν εξαρχής απόλυτα λογικές. Άλλωστε, το προφίλ του μη επαγγελματία πολιτικού που πλάσαρε ο Σταύρος Θεοδωράκης τόσο για τον ίδιο όσο και για τα πιο δημοφιλή στελέχη του κόμματός του, δεν αποτελεί πολιτική ταυτότητα καθεαυτή: εκείνη καθορίζεται από τα περιεχόμενα μιας πολιτικής τακτικής.
Στην Ελλάδα, η πολιτική σε επίπεδο εξουσίας είναι παραδοσιακά ένα πεδίο παραβίασης των πολιτικών εννοιών. Ορθότερα, ένα πεδίο διαρκούς μετατόπισης των κυβερνητικών πρακτικών από τις διακηρυγμένες θέσεις των φορέων τους. Η αυτοαποκαλούμενη κεντροδεξιά δήλωνε (και δηλώνει) φιλελεύθερη αλλά κυβερνητικά υπηρετεί παραδοσιακά μια ακραία, σκληρή εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού. Η αυταποκαλούμενη κεντροαριστερά από τη μεριά της δήλωνε (και δηλώνει) υπερασπίστρια του σοσιαλιστικού οράματος αλλά κυβερνητικά υπηρέτησε (και υπηρετεί) με πάθος τις αληθινά φιλελεύθερες πολιτικές.
Μέσα σε αυτή τη σύγχυση, το Ποτάμι, όσο και αν απέφυγε όπως ο διάολος το λιβάνι να οικειοποιηθεί για τον εαυτό του έναν πολιτικό χαρακτηρισμό, υπήρξε στην πραγματικότητα η δύναμη που ήρθε για να τοποθετήσει στον πολιτικό διάλογο το αληθινό περιεχόμενο του φιλελευθερισμού αλλά συνειδητά. Δίχως ίχνος αμφισβήτησης ως προς τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς αλλά ταυτόχρονα προοδευτικό στο επίπεδο των ατομικών δικαιωμάτων (δεξιό οικονομικά αλλά αριστερό πολιτικά με άλλα λόγια), το Ποτάμι, ακόμα και αν απέφυγε να το πει, επιχείρησε να καλύψει το κενό της απουσίας ενός συνειδητού φιλελεύθερου χώρου.
Αρχικά, η έμπνευση πέτυχε: υπερτονίζοντας την κοινωνική ευαισθησία που η Δεξιά είχε απολέσει από καιρό και ταυτόχρονα, κρατώντας αυστηρές αποστάσεις από τις οικονομικές τομές που υποσχόταν η Αριστερά (και που οι πολιτικοί της εχθροί ονόμαζαν «ανευθυνότητα»), το Ποτάμι κατάφερε να χτίσει το τέλειο φιλελεύθερο προφίλ και κατάφερε (χρησιμοποιώντας την απουσία αληθινού φιλελευθερισμού στο δημόσιο διάλογο) να εκληφθεί όντως ως κάτι καινούριο από το εκλογικό κοινό. Τα δύσκολα ωστόσο για τον Θεοδωράκη και την παρέα του ξεκίνησαν με την είσοδο στη Βουλή. Όταν δηλαδή από το στάδιο των διακηρύξεων έπρεπε να έρθει το στάδιο της άσκησης αληθινής πολιτικής. Κάπου εκεί έγινε ξεκάθαρη για το Ποτάμι η σοφή ρήση: μπορείς να κοροϊδεύεις πολλούς για λίγο καιρό και λίγους για πολύ καιρό αλλά ποτέ πολλούς για πολύ καιρό.
Το βασικό πρόβλημα για το «Ποτάμι» υπήρξε η εξαιρετικά γρήγορη φιλελεύθερη μετάλλαξη της «πρώτης φοράς Αριστεράς»: μόλις έξι μήνες πήρε στον ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ένα παραδοσιακό κόμμα εξουσίας και ως εκ τούτου ένα φιλελεύθερο κόμμα. Άλλωστε, άλλο τα πασοκικά, σοσιαλδημοκρατικά 80s και άλλο η Ελλάδα των μνημονίων και της επιτήρησης: σε τέτοιες εποχές η μετάλλαξη δεν μπορεί να περιμένει για όσους αριστερούς θέλουν να συνεχίσουν να βρίσκονται στην εξουσία.
Με άλλα λόγια, η αντιπολίτευση που επιχείρησε να ασκήσει το Ποτάμι ήταν κενού περιεχομένου. Αφενός δεν είχε την ευχέρεια να μεταφέρει το πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης σε αξιακά ζητήματα (όπως έκανε η Νέα Δημοκρατία επενδύοντας στις -πάντα παρούσες στην Ελλάδα- ακροδεξιές αντιλήψεις ενός κομματιού της κοινωνίας), αφετέρου ξεκίνησε να καταγγέλλει μια πολιτική που ακόμα και ο πιο χαζός μπορούσε να αντιληφθεί πως θα εφάρμοζε αν βρισκόταν το ίδιο στην εξουσία: οι αντιφάσεις μεγατόνων άρχισαν να το βαραίνουν τόσο που δύσκολα θα γλίτωνε την κατάρρευση.
Στην πραγματικότητα, το Ποτάμι είχε μόλις μια διέξοδο αν δεν ήθελε το πέρασμά του από τη Βουλή να είναι απλά μια παρένθεση στο πολιτικό σκηνικό και αυτή ήταν η συγκυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα έλεγε κανείς μάλιστα πως αυτό θα ήταν και μια λογική εξέλιξη: για το κυβερνών κόμμα, ο σχηματισμός του Θεοδωράκη είναι αντικειμενικά πολύ πιο συγγενικός σε πολιτικό επίπεδο σε σχέση με τους ΑΝΕΛ. Γιατί να θέλει η «πρώτη φορά Αριστερά» να νοθεύεται από δεξιούς συγκυβερνήτες και να μην βρίσκεται σε συμπόρευση με ένα καινούριο φρούτο όπως το Ποτάμι;
Και σε αυτή την περίπτωση το Ποτάμι πλήρωσε τα στοιχεία που είχε εν τη γενέσει του. Διότι ίσως οι ΑΝΕΛ να μην ήταν η καταλληλότερη επικοινωνιακή επιλογή για την κυβέρνηση Τσίπρα αλλά οι «νέοι και άφθαρτοι» βουλευτές του Ποταμιού ήταν άχρηστοι και σε πολιτικό επίπεδο. Διότι αυτό που χρειαζόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα με παντελή απουσία σύνδεσης με τους κρατικούς μηχανισμούς πριν την κυβερνητική εκλογή του, δεν ήταν «νέοι και άφθαρτοι» πολιτικοί αλλά παλιές καραβάνες και μάλιστα σε επαφή με δομές του Κράτους παραδοσιακά εχθρικές προς την Αριστερά – όπως ο στρατός, η αστυνομία και η εκκλησία. Οι ΑΝΕΛ ήταν που είχαν μηχανισμό για μια τέτοια αποστολή, από την άλλη το Ποτάμι δεν είχε καν μηχανισμό: θα ήταν χρήσιμο στον Τσίπρα επικοινωνιακά αλλά άχρηστο πολιτικά.
Κάπως έτσι, η προσχώρηση στο ΚΙΝΑΛ (και μέσω αυτού η παραμονή στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό) υπήρξε μια απόφαση ταφόπλακας (αλλά ταυτόχρονα μονόδρομος): όσο αποδυναμωμένο και αν είναι το ΠΑΣΟΚ, όσο διασπασμένο και όσο μεταβατικού περιεχομένου στη μορφή του, παραμένει μια βαριά φανέλα της πολιτικής σκηνής, παραμένει ένας πολιτικός χώρος με επιρροή σε διαφόρων ειδών μηχανισμούς, αυτονόητα θα περιοριζόταν σε ρόλο κομπάρσου και μια πολύ κακή επιλογή για κάθε επίδοξο καριερίστα πολιτικό.
Αυτά είναι αναμενόμενα πράγματα: τα νέα κόλπα μπορεί να σε κάνουν δημοφιλή αλλά δεν φτάνουν από μόνα τους για να σε συντηρήσουν στο προσκήνιο. Χρειάζεται και δυνατότητα ευελιξίας για να καμουφλάρεις την απουσία καινούριας πρότασης που υποστηρίζεις πως έχεις και αυτές τις εξετάσεις ο Θεοδωράκης δεν μπόρεσε να τις περάσει. Αντίθετα, κόπηκε μεγαλοπρεπώς.
Η συμφωνία των Πρεσπών είναι απλά η επικύρωση μιας προδιαγεγραμμένης πολιτικής συντριβής. Το Ποτάμι υπήρξε χρήσιμο ως ένα όχημα μεταφοράς προσώπων στο πολιτικό σκηνικό αλλά έμεινε από καύσιμα διότι οι πολιτικές του διακηρύξεις, οι βασικές κινητήριες δυνάμεις του δηλαδή, αποδείχθηκαν κούφιες και κενού περιεχομένου.
Στην περίπλοκη μελέτη που θα έχει να κάνει αναφορικά με την τωρινή περίοδο της Ελλάδας ο ιστορικός του μέλλοντος, το Ποτάμι θα είναι μια μικρή και ανούσια λεπτομέρεια…