«Αν το ψηφίσουμε, πέσαμε»: Το πολιτικό κόστος του πιο σκληρού νομοσχεδίου που ήρθε ποτέ στη Βουλή

Πολλοί πιστεύουν σήμερα ότι αν ψηφιζόταν δεν θα μπαίναμε ποτέ στα μνημόνια...

Ελάχιστα ζητήματα προς πολιτική διαχείριση αποτελούν πιο καυτή πατάτα από την διαχείριση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης.

Και αυτό ανεξάρτητα από τη χώρα: ακόμα και στις ΗΠΑ ή τη Γερμανία, που αποτελούν δυο εκ των πιο προηγμένων χωρών του παγκόσμιου καπιταλισμού, το λεγόμενο ασφαλιστικό αποτελεί ζήτημα που απαιτεί υψηλές ικανότητες πολιτικής διαχείρισης. Πόσω μάλλον στην Ελλάδα…

Με δεδομένο πως τα δημογραφικά δεδομένα διαφοροποιούνται από καιρού εις καιρόν και κατ’ επέκταση αυτό επηρεάζει και την αγορά εργασίας άρα και τα ασφαλιστικά ταμεία, η επαναδιαμόρφωση του ασφαλιστικού είναι μια αναγκαιότητα που προκύπτει πολύ συχνά.

Και ταυτόχρονα, το ζήτημα είναι όχι απλά να ρυθμιστεί αλλά και να μην δυσαρεστηθεί κανείς. Διότι, εδώ που τα λέμε, κανείς δεν θέλει να δυσχεραίνονται οι όροι με τους οποίους δουλεύει και και συνταξιοδοτείται.

Στην Ελλάδα ελάχιστες ρυθμίσεις του ασφαλιστικού έχουν συζητηθεί τόσο πολύ όσο το λεγόμενο «ασφαλιστικό Γιαννίτση». Πρόκειται για κάτι που διχάζει τις πολιτικές συζητήσεις μέχρι και σήμερα: για πολλούς ήταν ένας ξεδιάντροπος αυταρχισμός που το γεγονός ότι δεν πέρασε ήταν δίκαιο για όλο τον κόσμο της Εργασίας, για άλλους ήταν μια χαμένη ευκαιρία να μπουν σε τάξη τα ταμεία και να γλυτώσει η Ελλάδα την κρίση που την ταλαιπώρησε περίπου δέκα χρόνια αργότερα (και την ταλαιπωρεί ακόμα).

Η κυβέρνηση Σημίτη μόλις είχε εκλεγεί εκείνη την χρονική στιγμή και τα ελλείματα στο ΙΚΑ αλλά και σε μπόλικα ακόμα ασφαλιστικά ταμεία έβαζαν στο επίκεντρο της κυβερνητικής αντζέντας το ασφαλιστικό. Επικεφαλής της δύσκολης αποστολής της εν λόγω μεταρρύθμισης τέθηκε ο τότε υπουργός Εργασίας, Τάσος Γιαννίτσης.

Χαρακτηριστικό είναι πως ο Σημίτης γνώριζε ότι η αλλαγή του ασφαλιστικού θα έφερνε την κυβέρνηση απέναντι σε πολύ μεγάλες αντιδράσεις από το συνδικαλιστικό κίνημα και γι΄ αυτό τον λόγο απέκλεισε από την ομάδα που θα επεξεργαζόταν το νομοσχέδιο τον υφυπουργό Χρήστο Πρωτόπαπα καθώς το παρελθόν του στο συνδικαλιστικό χώρο (πρόεδρος της ΟΤΟΕ και μετέπειτα της ΓΣΕΕ) τον καθιστούσε ύποπτο στα μάτια του τότε πρωθυπουργού.

Η μελέτη του Γιαννίτση προέβλεπε χρεωκοπία των ταμείων μέσα στην επόμενη 15ετία και με βάση πρότεινε στον Σιμήτη ένα πακέτο πολύ σκληρών. Η ηλικιακή αύξηση των συνταξιοδοτικών ορίων στα 65 χρόνια και ταυτόχρονα και η περικοπή συντάξεων ανεξαρτήτως κριτηρίων ήταν οι δυο κορυφές στο παγόβουνο που προκάλεσε μια τεράστια αντίδραση στις τάξεις των μισθωτών.

Θα έλεγε κανείς πως σε αυτή την ιστορία, η σύγκρουση κυβέρνησης και συνδικαλιστών ήταν προδιαγεγραμμένη προτού καν το νομοσχέδιο του Γιαννίτση κατατεθεί στη Βουλή. Ο Γιαννίτσης έκανε ένα ραντεβού με τις ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ προκειμένου να τους παρουσιάσει το σχέδιο και να τους κάλεσε σε ένα μίνι διάλογο.

Για πολλούς εκείνη ήταν μια συνάντηση απλά για τα μάτια του κόσμου καθώς τόσο η ΓΣΕΕ όσο και η ΑΔΕΔΥ ελέγχονταν, εκείνα τα χρόνια, από την ΠΑΣΚΕ, δηλαδή την παράταξη του ΠΑΣΟΚ. Η πραγματικότητα ωστόσο διέψευσε τις εκτιμήσεις.

Η κυβέρνηση (του ΠΑΣΟΚ) και οι συνδικαλιστές (επίσης του ΠΑΣΟΚ) όχι απλά δεν κατέληξαν σε συμφωνία αλλά η συνάντηση έληξε με τους τελευταίους να αποχωρούν φωνάζοντας στον Γιαννίτση πως το νομοσχέδιό του ήταν απαράδεκτο. Και κάπως έτσι τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα για την κυβέρνηση: όταν οι ίδιοι οι «κυβερνητικοί» συνδικαλιστές ανοίγουν πόλεμο στην κυβέρνηση, ένα νομοσχέδιο νομοτελειακά οδεύει στον κάλαθο των αχρήστων.

Η κυβέρνηση μπήκε σε μια μάχη με τους συσχετισμούς να είναι συντριπτικά εναντίον της. Οι απεργίες και οι κινητοποιήσεις που ακολούθησαν εναντίον του νομοσχεδίου ήταν ασύλληπτα μαζικές, άγγιζαν σε προσέλευση περίπου το μισό εκατομμύριο. Κάποιοι μίλησαν ακόμα και για τις μεγαλύτερες μεταπολιτευτικές συγκεντρώσεις: το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που συνδέθηκε με την ίδια την έννοια της μεταπολίτευσης, γινόταν εκείνο που συγκέντρωσε τη πιο μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια, τουλάχιστον έτσι όπως την μετράει ο δρόμος.

«Πήρα στα σοβαρά ένα θέμα, το οποίο εκτός του πρωθυπουργού σχεδόν κανείς άλλος δεν ήταν διατεθειμένος να πάρει στα σοβαρά. Ηταν προφανές ότι ΠΑΣΟΚ και ασφαλιστικό κινούνταν σε διχαστική τροχιά», έγραφε ο Γιαννίτσης στο βιβλίο του μετά από χρόνια συνοψίζοντας την οπτική του γωνία για το πατατράκ που έπαθε τόσο ο ίδιος (έφυγε κακήν κακώς από το υπουργείο στον επόμενο ανασχηματισμό) όσο και το νομοσχέδιό του, που προφανώς αποσύρθηκε.

Θα μπορούσε άραγε εκείνο το νομοσχέδιο να δώσει τη λύση για όλα εκείνα που ακολούθησαν σε οικονομικό επίπεδο στην Ελλάδα; Για τους οπαδούς του θατσερικού «There Is No Alternative» (TINA) αυτή η διαπίστωση μοιάζει με αυτοεκπληρούμενη προφητεία και προϋποθέτει την παραδοχή πως ποτέ ο ίδιος ο λαός δεν ξέρει το καλό του.

Είναι με άλλα λόγια μια απλοϊκή διαπίστωση: ο Γιαννίτσης και ο Σημίτης ήταν προφανέστατα οπαδοί του ΤΙΝΑ αλλά, δυστυχώς για την πολιτική τους καριέρα, όταν υπάρχουν εναλλακτικές το να ακολουθείς την αντιλαϊκή οδό οδεύεις (δικαίως) στο πολιτικό νεκροταφείο…