Πριν λίγες μέρες, στα πλαίσια της «23ης Συζήτησης Στρογγυλής Τραπέζης», ενός κύκλου συζητήσεων που διοργανώνει κάθε χρόνο ο Economist, συζητήθηκε η πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας με αφορμή την πρόσφατη αλλαγή της κυβέρνησης. Καλεσμένοι στα πάνελ των συνομιλιών ήταν όλοι οι υπουργοί της πρόσφατα συγκροτημένης κυβέρνησης αλλά και διάφορα στελέχη τόσο της αντιπολίτευσης όσο και άλλων πόστων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο παίζουν ρόλο στην πολιτική επικαιρότητα της Ελλάδας.
Ανάμεσα στους καλεσμένους βρέθηκε και ο υπουργός Εξωτερικών της Βόρειας Μακεδονίας, Νικολά Ντιμιτρόφ, που ανάμεσα σε άλλα εκθείασε την Συμφωνία των Πρεσπών, τονίζοντας πως η εφαρμογή της μπορεί να βγάλει κερδισμένες τις δυο χώρες. Θα περίμενε κανείς πως κάποιο από τα μπόλικα στελέχη της νέα κυβέρνησης που έδωσαν το «παρών» στο φόρουμ, θα απαντούσε στον Ντιμιτρόφ με διάθεση αποδόμησης ως προς την θέση του. Δεν έγινε ωστόσο κάτι τέτοιο. Για την ακρίβεια, έγινε το ακριβώς αντίθετο.
Ο νέος υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος όχι απλά δεν αποδόμησε τις απόψεις του Ντιμιτρόφ αλλά όταν έφτασε η στιγμή να τοποθετηθεί επί τους ζητήματος φάνηκε σαν να υπερθεματίζει την άποψη του Βορειομακεδόνα υπουργού.
«Δεν αμφισβητώ την πρόθεση κανενός ότι αυτή η συμφωνία επιτεύχθηκε για καλό σκοπό: για να ενισχύσει τη σταθερότητα στην περιοχή, για να ενισχύσει τις γεωπολιτικές σταθερές ώστε να μην υπάρξουν ανατροπές. Απλά η άποψή μου είναι ότι για να σταθεί αυτή η συνθήκη και να παράξει θετικά αποτελέσματα θα πρέπει και τα δυο μέρη να σταθούν με προσήλωση των ουσιωδών όρων αυτής. Αυτή είναι και η θέση μου ως νομικού. Αν αυτή εφαρμοστεί με απαρέγλητη τήρηση όλων των ουσιωδών όρων της, τότε μπορούμε να κοιτάμε με αισιοδοξία το μέλλον», ήταν τα λόγια του Νίκου Παναγιωτόπουλου, που μπορεί να πέρασαν λίγο στα ψιλά αλλά με βάση τη γραμμή της Νέας Δημοκρατίας αναφορικά με το μακεδονικό ζήτημα και τη Συμφωνία των Πρεσπών, μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί με μια λέξη: κωλοτούμπα.
Η ερμηνεία της κωλοτούμπας βέβαια έχει νόημα στο βαθμό που η Νέα Δημοκρατία είχε άλλη θέση αναφορικά με το μακεδονικό όλο το προηγούμενο διάστημα. Ωστόσο, όσοι ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν την πολιτική επικαιρότητα χωρίς να τυφλώνονται από κομματικούς οπαδισμούς μπορούν να επιβεβαιώσουν ότι η θετική άποψη της Νέας Δημοκρατίας για τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι κάτι καινούριο. Και αυτό παρά το γεγονός ότι προεκλογικά, το νυν κυβερνών κόμμα όχι απλά επένδυσε αλλά ενίσχυσε και γαλούχησε τα συλλαλητήρια κατά της συμφωνίας.
Η λύση της κόντρας ανάμεσα στην Ελλάδα και την χώρα που πλέον λέγεται επίσημα Βόρεια Μακεδονία υπήρξε μια επιτακτική απαίτηση του διεθνούς παράγοντα προκειμένου να μπορέσει η τελευταία να γίνει αποδεκτή στο ΝΑΤΟ χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος περί του αντιθέτου βέτο από την ελληνική πλευρά. Και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, ο διεθνής σχηματισμός δηλαδή στον οποίο συμμετέχει η Νέα Δημοκρατία, υποστήριξε με θέρμη την εν λόγω απαίτηση.
Οι δεσμεύσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στο εσωτερικό του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος πως δεν θα αντιταχθεί ουσιωδώς στη συμφωνία αποτέλεσαν την αφορμή για να κατηγορηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ για διπλή πολιτική ατζέντα: μια εσωτερική και μια εξωτερική.
Οι πιο «ψαγμένοι» δε, αντιλήφθηκαν την πρόθεση της Νέας Δημοκρατίας για χαμηλούς τόνους σε θεσμικό επίπεδο αναφορικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών και στην επιλογή του υποψήφιου δημάρχου για το Δήμο Θεσσαλονίκης. Ο Νίκος Ταχιάος, ο προερχόμενος από το Ποτάμι «εκλεκτός» του Μητσοτάκη για τη δημαρχία της πόλης όπου γίνεται η μεγαλύτερη φασαρία για το μακεδονικό ζήτημα, είναι ένας συνεπής φιλελεύθερος πολιτικός που -εναρμονισμένος με το πούρο φιλελεύθερο πνεύμα αναφορικά με το μακεδονικό ζήτημα- είναι στην πραγματικότητα υποστηρικτής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Υπήρξε, με άλλα λόγια, στρατηγική επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να σηκώσει το θέμα της αντίθεσης στη συμφωνία μόνο σε επικοινωνιακό επίπεδο αλλά να θάψει την (υποτιθέμενη) διαφωνία του σε καθαρά πρακτικό.
Δεν χρειάζεται να είσαι κανένας φοβερός και τρομερός πολιτικός αναλυτής για να το διαπιστώνεις: η λύση του μακεδονικού ζητήματος υπήρξε μια καυτή πατάτα που κανείς δεν ήθελε στα χέρια του λόγω του πολιτικού κόστους που θα δημιουργούταν μέσω του διαδεδομένου εθνικισμού της ελληνικής κοινωνίας -που ειδικά στο εν λόγω ζήτημα είναι εξαιρετικά φυσικοποιημένος.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, γνωρίζοντας πως απευθύνεται εκλογικά σε ένα κοινό στο μυαλό του οποίου είχε ωριμάσει η ιδέα της υποχώρησης από τη πλευρά του ελληνικού κράτους για μια σειρά από θέματα προκειμένου να λυθεί το ζήτημα, σήκωσε την ευθύνη της επίλυσης: φυσικά, μάλλον υποτίμησε μια άλλη, κρίσιμη κατηγορία ψηφοφόρων του που αντιλήφθηκαν ως «προδοτική» τη στάση του και έτσι, το πλήρωσε με εκλογική ήττα. Η Νέα Δημοκρατία ωστόσο θα βρισκόταν σε πολύ μεγαλύτερη πίεση αν ο κλήρος της επίλυσης του μακεδονικού έπεφτε στη δική της κυβέρνηση: ο διεθνής παράγοντας θα την πίεζε προς συμφωνία, η ίδια θα έπρεπε να κρατήσει συγκροτημένο το (παραδοσιακά συντηρητικό) εκλογικό της κοινό που περίμενε την ακριβώς αντίθεση θέση από την ίδια. Σε αυτή την περίπτωση, η πίεση θα θύμιζε πολιτικές συμπληγάδες.
Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε την πολιτική βούληση να λύσει το μακεδονικό, έλυσε τα χέρια στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μπορούσε πλέον, όντας εξασφαλισμένη φυσικά η ψήφιση της συμφωνίας, να απευθυνθεί στην κοινωνική αντίθεση ως προς αυτή και να ψαρέψει από την αντίστοιχη εκλογική λίμνη.
Ναι, το μακεδονικό έριξε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και κατ’ επέκταση ανέβασε στην εξουσία την Νέα Δημοκρατία. Αλλά οι οπορτουνισμοί έχουν πάντα κοντά πόδια: η ώρα που η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να εξηγήσει στον κόσμο της τα ανεξήγητα έχει φτάσει.