Τον παρεξηγήσαμε, μωρέ, τον Μάκη Βορίδη…

Όπως τότε, παλιά, που κυκλοφορούσε με ένα τσεκούρι στο χέρι

Για «προκλητική διαστρέβλωση» των λεγομένων του έκανε λόγο ο Μάκης Βορίδης, σε μια προσπάθεια να «διασκεδάσει» τις εντυπώσεις σχετικά με χαρακτηρισμούς που χρησιμοποίησε, αναφερόμενος στο viral περιστατικό κατά την διάρκεια της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου στη Νέα Φιλαδέλφεια.

Βέβαια, τον κ. Βορίδη θα έπρεπε να είναι κανείς αφελής για να περιμένει να τον κρίνει σήμερα. Και μάλιστα από μία απλή διατύπωση. Για μια δήλωση. Πρόκειται για ένα άτομο που αφήνει τα «διαπιστευτήριά» του εδώ και δεκαετίες, στο πέρασμα των οποίων κατόρθωσε από ένας απλός «ακτιβιστής της δεξιάς» να φτάσει στο σημείο του να μετατραπεί σε πολιτικό παράγοντα του τόπου.

Η φράση «ακτιβιστής της δεξιάς» δεν φύτρωσε ξαφνικά στο μυαλό του γράφοντα (την γνώμη του οποίου σχετικά με όσα συνέβησαν στη Νέα Φιλαδέλφεια μπορείτε παρεμπιπτόντως να διαβάσετε εδώ), αλλά η πατρότητά της ανήκει στον ίδιο τον υπουργό. Από την περίοδο που, φυσικά, δεν ήταν υπουργός και τίποτα δεν μαρτυρούσε πως η ελληνική κοινωνία θα τον αγκάλιαζε κάποτε τόσο ώστε να τον στείλει αρχικά στο κοινοβούλιο και στη συνέχεια διάφοροι πρωθυπουργοί θα του εμπιστευόταν θέση στο υπουργικό συμβούλιο των κυβερνήσεών τους.

«Με ένα παιδί 17 ετών μιλάς, συνομιλείς. Δεν είναι ανάπηρο», ήταν η ακριβής διατύπωσή του. Την οποία λίγες ώρες αργότερα ο ίδιος επιχείρησε να αποδομήσει μέσω ανάρτησης στο facebook. Με μια δήλωση που εξοργίζει, ενδεχομένως περισσότερο κι από την αρχική του θέση.

Ο γνωστός για τον «ακτιβισμό» του κατά την διάρκεια της νιότης του, Μάκης Βορίδης, είχε πάντα στο «οπλοστάσιό» του την ευχέρεια στην εκφορά του λόγου και την ευφράδεια, η οποία δυστυχώς δεν στάθηκε αρκετή ούτε για να βρει άλλες λέξεις για να εκφράσει την αντίθεσή του για ένα γεγονός (με το οποίο δεν χρειάζεται να είναι κανείς σαν τα… μούτρα του για να συμφωνήσει μαζί του) ούτε για να πει στη συνέχεια το προφανές. Να ζητήσει απλά μια τεράστια συγγνώμη.

Μια συγγνώμη, λοιπόν, για όλους όσους προσέβαλλε (ακόμη κι αν δεχτούμε πως συνέβη ακούσια και πάνω στη ρύμη του λόγου του) θα ταίριαζε περισσότερο σε έναν πολιτικό άνδρα που ξιφουλκεί κατά εκείνων από τους οποίους ο ίδιος (και πολλοί, επαναλαμβάνω, που δεν είναι σαν τα… μούτρα του, συμφωνούν) ένιωσε προσβεβλημένος.

Προς τιμήν του, ένας από αυτούς, ο ευρωβουλευτής (της Νέας Δημοκρατίας, μάλιστα) Στέλιος Κυμπουρόπουλος, έρχεται και βάζει τα πράγματα σε μία διάσταση που μαρτυρά την απόσταση που μπορεί να σε χωρίζει σε επιμέρους θέματα, ακόμη και με ανθρώπους με τους οποίους υπάρχει σημείο επαφής. Ή το ακριβώς αντίθετο. Το να μπορείς να ταυτιστείς με κάποιον δίχως αναγκαστικά να συμφωνείς με όλα όσα εκείνος λέει και ευαγγελίζεται.

Ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος, λοιπόν. Ένας «ανάπηρος», κατά ορισμένους λόγω των κινητικών προβλημάτων του. Και παράλληλα «φασίστας» και «μιλιταριστής» κατά άλλους, αφού εξέφρασε την άποψη ότι οι παρελάσεις δεν είναι χώρος για ενέργειες σαν κι αυτή των κοριτσιών στη Νέα Φιλαδέλφεια. Με την δική του δήλωση έρχεται να βάλει τα πράγματα στην θέση τους και να παραδώσει μαθήματα σε κάθε κατεύθυνση.

Μακάρι, σε όποια από τις δύο πλευρές κι αν στέκεται κανείς, να είχε το θράσος να τον αποκαλέσει ευθέως όπως του επιτάσσουν οι ιδεολογικές του περιχαρακώσεις. Ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος. Ο άνθρωπος που έγινε αφορμή για να αλλάξει ο νόμος προκειμένου να γίνει σημαιοφόρος σε σχολική παρέλαση και ταυτόχρονα ένας «ανάπηρος», είναι ο λόγος για τον οποίο όλοι μας πού και πού ίσως θα ήταν καλύτερα είτε να βγάζουμε τον σκασμό είτε να είμαστε πιο προσεχτικοί στην διατύπωση των «πιστεύω» μας.