Υπήρξε ίσως η πιο φορτισμένη μέρα στην δίκη της Χρυσής Αυγής: σε μια κατάμεστη δικαστική αίθουσα, τόσο από αντιφασίστες όσο και από ναζιστές και άνδρες των ΜΑΤ να τους χωρίζουν, η διαδικασία των απολογιών έφτασε στο τέλος της με τον αρχηγό της ναζιστικής οργάνωσης, Νίκο Μιχαλολιάκο να κάθεται στο εδώλιο και να απολογείται για πάνω από τρεις ώρες.
Η είσοδος του Φύρερ της ναζιστικής οργάνωσης στην αίθουσα συνοδεύτηκε από μια ανατριχιαστική και συντονισμένη κίνηση των περίπου 100 οπαδών του που βρισκόντουσαν στην αίθουσα όταν και όλοι τους σηκώθηκαν όρθιοι και σε στάση προσοχής εις ένδειξη σεβασμού στον ηγέτη τους.
Η διαδικασία τελείωσε εξίσου φορτισμένα αλλά όχι αντίστοιχα ήσυχα: ο Μιχαλολιάκος αποχώρησε από την αίθουσα εν μέσω αντιφασιστικών συνθημάτων, οι χρυσαυγίτες απάντησαν φωνάζοντας «Αίμα-Τιμή-Χρυσή Αυγή» αλλά το «Ο Παύλος ζει, τσακίστε τους ναζί», που ήρθε ως ανταπάντηση από την έτερη μεριά, σκέπασε για τα καλά τις φασιστικές κραυγές. Όλα αυτά με τα ΜΑΤ να βρίσκονται στη μέση και να προσπαθήσουν να κρατήσουν διαχωρισμένες τις δυο πλευρές της αίθουσας, που για λίγα μόλις μέτρα δεν συγκρούστηκαν.
Στις τρεις και κάτι ώρες πάντως που είχαν προηγηθεί, ο Μιχολιάκος επέδειξε μια τρομακτική πολιτική αστάθεια ως προς τα λεγόμενά του και δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως εκτέθηκε μέχρι εκεί που δεν πάει μέσα από την απολογία του. Μπορεί το στιλ του να ήταν φωνακλάδικο, οι άμεσες απαντήσεις του στις ερωτήσεις που του γινόντουσαν να δημιουργούσαν ένα προφίλ ετοιμόλογου ομιλητή και ο τρόπος που μιλούσε να έδειχνε αποφασιστικότητα, αλλά το περιεχόμενο των όσων έλεγε ήταν γεμάτο από τρανταχτές αντιφάσεις και καραμπινάτη έλλειψη συνοχής: αν ολόκληρος Φύρερ τα κάνει τόσο μούσκεμα δεν είναι να απορεί κανείς με το πως έχουν ξεφτιλιστεί συνολικά στις απολογίες τους οι χρυσαυγίτες.
Καταρχάς, ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής εμφανίστηκε μπερδεμένος αναφορικά με το ποια είναι η ραχοκοκκαλιά της υπερασπιστικής του γραμμής: αρχικά, μίλησε για πολιτική σκευωρία και σχεδιασμένη στοχοποίηση αλλά στη συνέχεια, μέσα από τον λόγο του παραδέχθηκε υπόρρητα πως πράγματι, οι πράξεις βίας που αποδίδονται στη Χρυσή Αυγή διακατέχονται από οργανωτική σχέση με αυτή!
«Είμαι ο πρώτος αρχηγός πολιτικού κόμματος στην ιστορία του ελληνικού κράτους που δικάζεται για μια πράξη που έχει κάνει ένας υποστηρικτής του κόμματος», είπε ο Μιχαλολιάκος τονίζοντας πως τα όσα έγιναν τον Σεπτέμβρη του 2013 στο Κερατσίνι δεν έχουν οργανωτική σχέση με τη Χρυσή Αυγή, «στολίζοντας» ταυτόχρονα την απολογία του με την έννοια της «πολιτικής σκευωρίας». Όσο όμως η απολογία προχωρούσε και η διαδικασία επανερχόταν σε εξειδικευμένα περιστατικά βίας που έχουν συνδεθεί με τη Χρυσή Αυγή, ο Μιχαλολιάκος όλο και περισσότερο «έδειχνε» την Τοπική Νίκαιας της οργάνωσής του ως υπεύθυνη και ο ίδιος κρατούσε αποστάσεις από αυτή.
Πρόκειται φυσικά για την τοπική στην οποία έκανε κουμάντο ο Παναγιώτης Λαγός, που έχει φύγει από την Χρυσή Αυγή και επιχειρεί να φτιάξει δικό του ναζιστικό φορέα: ο Μιχαλολιάκος θα ήθελε πολύ να φορτωθεί ο Λαγός όλη την δράση του κόμματός του. «Η τοπική της Νίκαιας, που κάποιοι την παρουσιάζουν λες και ήταν όλη η Χρυσή Αυγή, ήταν η πιο καινούρια τοπική, δεν τους ξέραμε καν», είπε επί λέξη ο Μιχαλολιάκος επιχειρώντας να αναδείξει ένα είδος αυτονόμησης της ομάδας Λαγού από την ηγεσία του.
Μόνο που εδώ ακριβώς έγκειται και η αντίφαση: η υποτιθέμενη σκευωρία έχει νόημα στο βαθμό που επιχειρεί να αναδείξει οργανωτικές σχέσεις που δεν υπάρχουν ανάμεσα στα περιστατικά βίας και το ναζιστικό κόμμα. Αν όμως για όλα φταίει η Νίκαια, τότε δεν υπάρχει κάποια σκευωρία, απλά ο Μιχαλολιάκος δεν είχε ιδέα για όλα τα κακά πράγματα που έκαναν μέλη του κόμματός του και τώρα «καρφώνει» τους πρώην συντρόφους του για να γλυτώσει. Θα πρέπει να αποφασίσει τι ισχύει, διότι και τα δυο δεν γίνεται να ισχύουν.
Εκεί ωστόσο που ο Μιχαλολιάκος έχασε τα αυγά και τα πασχάλια ήταν όταν κλήθηκε να απαντήσει στις κατηγορίες που αποδίδονται στη Χρυσή Αυγή περί ναζιστικής ιδεολογίας. «Είμαστε Έλληνες εθνικιστές, δεν το κρύβουμε. Ο εθνικισμός δεν είναι διεθνιστικό ρεύμα. Ο ελληνικός εθνικισμός δεν έχει σχέση με τον γερμανικό εθνικισμό ή τον ιταλικό εθνικισμό. Άρα πως να είμαστε ναζί;», είπε αρχικά ο Μιχαλολιάκος, αλλά όταν κλήθηκε, μόλις δυο λεπτά αργότερα, να απαντήσει αναφορικά με τους λόγους που στο παρελθόν έχει χαιρετίσει ναζιστικά, απάντησε σε πλήρη αντίφαση με την προηγούμενη απάντησή του: «Αυτός ο χαιρετισμός ήταν ο χαιρετισμός των εθνικιστών σε διεθνές επίπεδο στον Μεσοπόλεμο» (αλλά κατά τα άλλα, ο εθνικισμός της Χρυσής Αυγής δεν συνδέεται διεθνώς με άλλους εθνικισμούς).
Η έλλειψη συνοχής στα λεγόμενα του Μιχαλολιάκου συνεχίστηκε όταν κλήθηκε να απαντήσει αναφορικά με το τι εννοούσε όταν έλεγε σε ομιλία της Χρυσής Αυγής: «Είμαστε οι σπορά των ηττημένων του ’45». Ο Μιχαλολιάκος είπε πως ως ηττημένους του ’45 όριζε την Ελλάδα λόγω των επιπτώσεων που είχε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και όχι τους ναζί. Αλλά όταν λίγο αργότερα του επισημάνθηκε πως στην ίδια ομιλία έχει πει πως κατά την γνώμη του ο εν λόγω πόλεμος ήταν ιδεολογικός και είχε κάνει λόγο για «ιδεολογική ήττα», ο Μιχαλολιάκος απάντησε μέσα σε πλήρη αναντιστοιχία: «Μα ναι, οι εθνικιστές βγήκαν χαμένοι σε κάθε χώρα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Ούτε μεθυσμένος να είχε πάει στην δίκη ο Φύρερ!
Όσο για τα περί «πολιτικής ευθύνης της Χρυσής Αυγής» αναφορικά με την δολοφονία Φύσσα, που είχε πει σε προσωπική του συνέντευξη; «Εννοούσα ότι είχαμε πολιτικό κόστος από αυτή τη δολοφονία. Ήταν ένα ρητορικό σχήμα». Πάντως, το να χρησιμοποιείς την έννοια του «πολιτικού κόστους» για να περιγράψεις την έννοια της «πολιτικής ευθύνης» δείχνει είτε πολιτική αγραμματοσύνη είτε έλλειμμα καλών ελληνικών (ή και τα δύο). Μένει απλά να ελεγχθεί τι από τα δυο ισχύει για τον Μιχαλολιάκο – αν δεν λέει απλά ψέμματα.
Όσοι βρέθηκαν στο δικαστήριο την ημέρα της απολογίας του Μιχαλολιάκου, βίωσαν από κοντά τον επιθανάτιο ρόγχο της Χρυσής Αυγής και την τελευταία να προκαλεί (επιτέλους) τα συναισθήματα που της αξίζει να προκαλεί: όχι οργή και άλλα τέτοια τιμητικά αλλά απαξίωση και γέλιο.Οι τυχεροί αντιφασίστες που βρέθηκαν στην διαδικασία, θα θυμούνται με χαμόγελο τον αρχηγό της Χρυσής Αυγής να ξεφτιλίζεται στο δικαστήριο.