Ο σκηνοθέτης που έπιασε η αστυνομία είναι το «όνειρο» του Κυριάκου

Τα καθεστώτα που βασίζονται στην καταστολή δεν κάνουν διακρίσεις ανάλογα με τις πολιτικές προτιμήσεις του καθενός...

Σε μια πρωινή, ειδησεογραφική εκπομπή, όπου ένα από τα βασικότερα θέματα ενασχόλησης ήταν η (πολυσυζητημένη πλέον) εισβολή αστυνομικών δυνάμεων στο σπίτι του σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ, το ξύλο που έφαγε εκείνος και τα παιδιά του και οι αναίτιες συλλήψεις που ακολούθησαν, βρέθηκε καλεσμένος ο Άδωνις Γεωργιάδης, προφανώς προκειμένου να παίξει τον ρόλο του υπερασπιστή της εν λόγω αστυνομικής επιχείρησης.

Απαξιώνοντας να ασχοληθεί με τυπικά ζητήματα όπως το γιατί οι αστυνομικοί δεν είχαν εισαγγελικό ένταλμα προκειμένου να μπουν στο σπίτι της ανυποψίαστης οικογένειας, ο Γεωργιάδης κραύγασε: «Γιατί αρνήθηκαν να διευκολύνουν την αστυνομία εφόσον το σπίτι τους ήταν μεσοτοιχία με μια κατάληψη αναρχικών;».

Ένας φιλελεύθερος πολιτικός -και όχι ένας πιο ακραίων απόψεων όπως ο Γεωργιάδης, που έτσι κι αλλιώς αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως εχθρό του- θα έπρεπε να διερωτηθεί για ποιο λόγο μια οικογένεια έδειξε να φοβάται περισσότερο την παρουσία των αστυνομικών παρά εκείνη των αναρχικών στη γειτονιά τους. Αλλά ο Γεωργιάδης, που είναι υπέρ της κρατικής πρόκλησης φόβου στην κοινωνία και αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η κατασκευή εσωτερικών εχθρών, μέσα από αυτό το ρητορικό ερώτημα, ήθελε προφανέστατα να υπονοήσει πως η οικογένεια ήθελε να προστατέψει τους αναρχικούς της δίπλα πόρτας και άρα αυτονόητα, η αστυνομία της φέρθηκε εχθρικά.

Όμως, το ηχητικό ντοκουμέντο που είδε το φως της δημοσιότητας από τις στιγμές της σύλληψης του Ινδαρέ, από τα όσα λέει ο σκηνοθέτης ενώ βρίσκεται δεμένος στο πάτωμα της ταράτσας του, είναι η απόλυτη κατάρρευση του αφηγήματος περί συνεργασίας ανάμεσα στην οικογένεια και τους γείτονες αναρχικούς. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο Ινδαρές όχι απλά δεν υπερασπίζεται τους αναρχικούς αλλά τους ταυτίζει με τους αστυνόμους και τη βία που εκείνη τη στιγμή του ασκούν.

«Το δέσιμο είναι ταπείνωση, γιατί κανείς δεν σας έχει αντισταθεί. Είναι ταπείνωση. Λύστε με γιατί δεν μπορώ άλλο. Αμέσως. Η φυσική κατάσταση είναι να είμαστε ελεύθεροι και να μην υπακούμε σε κανένα μίσος. Κανενός αναρχικού. Σαν αναρχικοί συμπεριφέρεστε. Που καίνε τα μαγαζιά έτσι από καπρίτσιο. Από ιδεοληψία. Αυτό που κάνετε είναι χειρότερο. Γιατί μας έχετε δεμένους; Δεν σας αντιστέκεται κανείς» ακούγεται να λέει ο Δημήτρης Ινδαρές στο εν λόγω ηχητικό ντοκουμέντο.

Ο Ινδαρές λοιπόν φαίνεται πως όχι απλά δεν συμπαθεί πολύ τους αναρχικούς αλλά τους θεωρεί και συνώνυμο της έλλειψης ελευθερίας. Κάποιον που η πολιτική του θέση είναι πολύ πιο κοντά σε αυτή της Νέας Δημοκρατίας παρά σε αυτή των αναρχικών. Για την ακρίβεια, μάλλον η θέση του απέχει έτη φωτός από την αναρχική θεώρηση.

Και κάπως έτσι, προκύπτει ένα κενό στην κυβερνητική αφήγηση: αν ένας συντηρητικός άνθρωπος όπως ο Ινδαρές μπορεί να στοχοποιηθεί από την αστυνομία, να φάει ξύλο, να δεθεί και να συλληφθεί απλά έτσι όπως κάθεται στο σπίτι του, τότε ποια είναι η ασφάλεια που ευαγγελίζεται πως θα φέρει η παρούσα κυβέρνηση; Το ερώτημα είναι στην πραγματικότητα ρητορικό και πάσχει σε ένα εννοιολογικό επίπεδο: το κυβερνητικό αφήγημα μιλάει για «ασφάλεια» αλλά εννοεί «πειθάρχηση». Μπερδεύει την έννοια της τάξης με την έννοια της καταστολής, την αντιλαμβάνεται ως τμήμα μιας δυστοπίας και όχι ως κομμάτι μιας ελεύθερης κοινωνίας.

Και αυτή ακριβώς είναι η ουσία της ψευδαίσθησης όσων θεωρούν πως ένα σύστημα επιτήρησης και διαρκούς ελέγχου μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να είναι διέξοδος και όχι συνθήκη εγκλωβισμού για την κοινωνία: η δημιουργία εσωτερικών εχθρών μπορεί να είναι κρίσιμη για την εδραίωσή του, μπορεί η δόμησή του να περνάει μέσα από τον ορισμό συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων -οι αναρχικοί, οι πρόσφυγες, οι «τεμπέληδες εργαζόμενοι», οι αιώνιοι φοιτητές- ως μιάσματα που χαλάνε την φαντασιακή εύρυθμη κοινωνική λειτουργία, αλλά όταν τελικά αυτό το σύστημα εγκατασταθεί, δεν θα αφορά μόνο αυτούς, δεν αφορά μόνο εκείνους που υποτίθεται πως περισσεύουν από την υποτιθέμενη τέλεια κοινωνία των αρίστων. Αντίθετα, τους αφορά όλους.

Τα είχε πει πριν πολλά χρόνια με πλεόνασμα λυρισμού, ο Γερμανός πάστορας Μάρτιν Νιμέλερ επιχειρώντας να περιγράψει την βαναυσότητα του ναζισμού: «Όταν οι ναζί πήραν τους κομμουνιστές, σιώπησα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν έκλεισαν μέσα τους σοσιαλδημοκράτες, σιώπησα, αφού δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης. Όταν πήραν τους συνδικαλιστές, σιώπησα, επειδή δεν ήμουν συνδικαλιστής. Όταν πήραν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς που να μπορούσε να διαμαρτυρηθεί».

Ο αυταρχισμός και η καταστολή έρχονται πολύ συχνά για τους άλλους αλλά αν απλά κοιτάξουμε τη δουλειά μας, είναι δεδομένο: θα έρθουν και για εμάς. Ο Ινδαρές είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του απαράβατου νόμου.