Η εντυπωσιακή νίκη, με τις περισσότερες ψήφους στην ιστορία, του Γκαμπριέλ Μπόριτς στις εκλογές της Κυριακής στην Χιλή είναι η ξεκάθαρη έκφραση της επιθυμίας ενός ολόκληρου λαού να αποτινάξει οριστικά κάθε κατάλοιπο της πιο σκοτεινής περιόδου της χώρας, εκείνης της δικτατορίας του αδίστακτου Αουγκούστο Πινοσέτ.
Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος που ανέτρεψε τον Αλιέντε και ανέβηκε στην εξουσία με στρατιωτικό πραξικόπημα το 1973 δεν πλήρωσε ποτέ για τα εγκλήματά του. Παρέδωσε τα ηνία της χώρας υπό το βάρος διεθνών πιέσεων και έντονης δυσφορίας του κόσμου στο εσωτερικό, φροντίζοντας όμως να εξασφαλίσει στον εαυτό του δια βίου ασυλία προκειμένου να μην είναι δυνατή η δίωξή του. Όταν τελικά συνελήφθη στην Μεγάλη Βρετανία κατηγορούμενος για συστηματικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ξέσπασε μια τεράστια νομική διαμάχη σχετικά με το μέλλον του, η οποία τερματίστηκε μόνο από τον θάνατό του το 2006, με περισσότερες από 300 κατηγορίες εναντίον του σε εκκρεμότητα. Την ημέρα της κηδείας του το Σαντιάγκο χωρίστηκε στα δύο. Η μία πλευρά συμμετείχε στην πομπή για το ύστατο χαίρε, την ίδια ώρα που οι αντιφρονούντες διοργάνωναν την τελευταία πορεία διαμαρτυρίας εναντίον του.
Η εκλογική επικράτηση του Μπόριτς θεωρητικά αποτελεί το τέλος της μετά Πινοσέτ περιόδου, όπου η Χιλή ναι μεν έχει πλέον εκδημοκρατιστεί, αλλά ταυτόχρονα δεν έχει απαλλαχθεί πλήρως από τα απόνερα της χούντας. Άλλωστε, όπως είπαμε, ο πρώην στρατιωτικός ηγέτης με μαεστρία είχε φροντίσει να προετοιμάσει το έδαφος ώστε ακόμη και μετά τον θάνατό του τα «ζιζάνια» που έσπειρε να μην είναι εύκολο να ξεριζωθούν.
Ο απόγονος μεταναστών από την σημερινή Κροατία τον 19ο αιώνα καλείται να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα το οποίο στην ουσία συνοψίζεται σε μία φράση. Εκείνη που ξεστόμισε μπροστά σε μέγα πλήθος κατά την διάρκεια προεκλογικής ομιλίας του. «Εάν η Χιλή υπήρξε το λίκνο του νεοφιλελευθερισμού, ας γίνει τώρα ο τάφος του», βροντοφώναξε και τώρα πια έφτασε η ώρα να αποδείξει ότι μπορεί να υποστηρίξει τις βαρύγδουπες εκφράσεις του και με πράξεις.
Είναι το «παιδί» μιας τεταμένης περιόδου κατά την διάρκεια της οποίας οι Χιλιανοί βγήκαν στους δρόμους απαιτώντας αλλαγές. Ζητώντας να αλλάξει, επιτέλους, το χουντικό Σύνταγμα της χώρας το οποίο παρείχε θεσμική στήριξη σε κάθε νεοφιλελεύθερη πολίτικη που ασκήθηκε για 4 δεκαετίες στην χώρα. Θέλοντας να μπει ένα τέλος στην ασυδοσία των μεγάλων εταιριών του ιδιωτικού τομέα. Άλλωστε μετά από τόσα χρόνια έγινε και σε αυτούς ξεκάθαρο ότι η υπόσχεση πως η ελεύθερη αγορά θα δημιουργούσε πλούτο, δεν αφορούσε τους πολίτες αλλά τους ιδιοκτήτες. Η ευημερία δεν έφτασε ποτέ μέχρι την βάση της πυραμίδας, αλλά παρέμεινε προνόμιο λίγων, με το 1% του πληθυσμού να κατέχει το 26,5% του εθνικού εισοδήματος…
Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι για να εκλεγεί ο Μπόριτς υποσχέθηκε πολλά. Τον εκδημοκρατισμό του Συντάγματος, για αρχή, αλλά και τεράστιες θεσμικές αλλαγές. Όπως, για παράδειγμα, την εγκατάλειψη του μοντέλου ιδιωτικού συστήματος ασφάλισης (που πριν μερικά χρόνια κάποιοι ονειρεύτηκαν να υιοθετηθεί και από την Ελλάδα), τον αναδασμό της καλλιεργήσιμης γης και την επιστροφή της σε ντόπιους γεωργούς, την σεισάχθεια για τα δάνεια των φοιτητών, την νομοθέτηση ίσων εργασιακών δικαιωμάτων για γυναίκες και κοινωνικές μειονότητες, την πλήρη αποποινικοποίηση των αμβλώσεων και την αύξηση των κρατικών κονδυλίων για υγεία και εκπαίδευση.
Μια ασφαλής πρόβλεψη είναι ότι μάλλον δεν θα υλοποιήσει όλα όσα έταξε προκειμένου να εκλεγεί. Άλλωστε ήδη μπορεί κανείς να παρατηρήσει μια πιο ήπια και μετριοπαθή ρητορική από την στιγμή που αντιλήφθηκε ότι θα ανέλθει στην εξουσία. Και όπως συνέβη και με άλλες περιπτώσεις «αριστερών» πολιτικών πριν από αυτόν, η πρώτη μεγάλη δυσκολία για εκείνον θα είναι να ισορροπήσει ανάμεσα στα «θέλω» του σκληρού πυρήνα υποστηρικτών του που προέρχονται από τα λαϊκά (και μέχρι ενός βαθμού επαναστατικά) κινήματα και εκείνα της πιο πλατιάς (και κεντρώας) βάσης που γύρισε την πλάτη στις δύο παραδοσιακές παρατάξεις που κυβερνούσαν την χώρα 35 χρόνια και τον ανέβασε στην προεδρία.
Ασφαλώς ήδη θα παρατηρήσατε ομοιότητες με τις περιπτώσεις της Ισπανίας (με τους Podemos και τον Πάμπλο Ιγκλέσιας) ή της Ελλάδας και τον τρόπο με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ «χώθηκε» ανάμεσα σε Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, εκμεταλλευόμενος την λαϊκή δυσαρέσκεια, αλλά η σύγκριση του 35χρονου νεοεκλεγέντος προέδρου με τον Αλέξη Τσίπρα δεν σταματά εδώ. Και εκείνος είχε δημιουργήσει θέμα πριν από μια επταετία όταν εμφανίστηκε την πρώτη ημέρα που εξελέγη στο Κογκρέσο χωρίς γραβάτα, προκαλώντας αντιδράσεις για τις στυλιστικές επιλογές του ανάλογης σφοδρότητας με αυτές για τις πολιτικές θέσεις του.
Ωστόσο από τότε πολλά μοιάζουν να έχουν αλλάξει, με εξαίρεση βέβαια την αποστροφή του Μπόριτς προς τις γραβάτες. Σίγουρα και ο ίδιος αντιλαμβάνεται (αν δεν το έχει κάνει ήδη) ότι η πολιτική είναι η τέχνη του συμβιβασμού. Γνωρίζει από τώρα πως όσο και να το θέλει, δεν μπορεί μόνος να αλλάξει τον κόσμο. Ίσως ούτε καν την χώρα του. Τουλάχιστον όχι στον βαθμό που φανταζόταν όταν συμμετείχε στις πορείες, στις απεργίες και στις τεράστιες διαδηλώσεις των προηγούμενων ετών, όταν και αναδείχθηκε πρωταγωνιστής της κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Έφηβος ακόμα είχε στείλει ένα μέιλ προς έναν από τους τελευταίους εναπομείναντες θύλακες του Επαναστατικού Αριστερού Κινήματος, μιας οργάνωσης την οποία σε μεγάλο βαθμό είχε εξαρθρώσει ο Πινοσέτ. Ρωτούσε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να συνεισφέρει κι εκείνος στην επανάσταση, αλλά δεν έλαβε ποτέ καμία απάντηση. Από τότε αυτενεργούσε, αντιλαμβανόμενος ότι η ριζοσπαστικοποίηση απαιτεί πράξεις. Απέτυχε στις πρώτες εξετάσεις του για να λάβει πτυχίο Νομικής και να ολοκληρώσει έτσι τις σπουδές του και πριν σκεφτεί καν να προετοιμαστεί για να περάσει την ίδια διαδικασία, τον πρόλαβαν οι εξελίξεις.
Ο ξεσηκωμός των φοιτητών τον έφερε στο επίκεντρο, μετατρέποντάς τον σε ηγετική φυσιογνωμία και χαρίζοντάς του τελικά μια θέση στο Κογκρέσο το 2014. Σήμερα, επτά χρόνια μετά από εκείνη την παρθενική συμμετοχή του στο Σώμα, έχει περάσει από το έδρανο που κατείχε ως επαναστάτης, κακοντυμένος φοιτητής, με ατημέλητα μαλλιά, μούσια και τατού, στον προεδρικό θώκο και από τον επόμενο Μάρτιο θα αναλάβει επίσημα τα νέα καθήκοντά του. Ουσιαστικά από εκείνη την στιγμή και μετά η Ιστορία θα σταθεί αμείλικτη μπροστά του και τελικά θα κρίνει το κατά πόσο αυτός ο τύπος θα κατορθώσει να υλοποιήσει την δίψα ενός λαού για ευημερία και οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη ή θα επιδοθεί σε συμβιβασμούς που θα τον κατατάξουν στους λαοπλάνους οι οποίοι αφού ανελίχθηκαν στην εξουσία, αλλοτριώθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνουν ίδιοι με αυτούς που κατηγορούσαν από την «βολική» θέση της αντιπολίτευσης.
Σίγουρα τα πράγματα δεν θα είναι καθόλου εύκολα για τον νεότερο σε ηλικία πρόεδρο στην χώρα. Η έλλειψη εμπειρίας και παραστάσεων δεν βοηθά. Η αντίσταση από τις ελίτ της Χιλής πρέπει να θεωρείται δεδομένη, ενώ πιθανότατα διάφοροι «ενδιαφερόμενοι» (όπως οι ΗΠΑ) για την «σταθερότητα» της πάντα έτοιμης να… εκραγεί Λατινικής Αμερικής δεν θα σταθούν αρωγοί στο πλευρό του. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον και με τα γειτονικά -και όχι μόνο- κράτη να παρακολουθούν τις εξελίξεις, ο Μπόριτς θα χρειαστεί να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια αλλά κυρίως να σηκώσει τα βάρη που σε μεγάλο βαθμό δημιούργησε ο ίδιος για τον εαυτό του, με τις υποσχέσεις του και την αναπόφευκτη σύγκριση με τον Σαλβαδόρ Αλιέντε.