Η σαρωτική νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις χθεσινές εκλογές μπορεί να προκαλεί σοκ και δέος (sic), μπορεί να κάνει μπόλικο κόσμο να απορεί πώς γίνεται να επιβραβεύεται εκλογικά μια κυβέρνηση που τα πήγε- για να είμαστε ευγενικοί- κάτω του μετρίου σε πληθώρα κομβικών θεμάτων και δεν απέχει και πολύ από τους όρους «αντεργατική» και «εθνικιστική», μπορεί να εκπλήσσει ακόμα και όσους εκτιμούσαν έτσι κι αλλιώς πως η νίκη του Μητσοτάκη θα ήταν καθαρή (ακόμα και αυτοί οι τελευταίοι σοκάρονται από την τόσο μεγάλη διαφορά), αλλά στην πραγματικότητα ένα νηφάλιο βλέμμα δεν μπορεί παρά να βρει εύκολα τις εξηγήσεις.
Στην πραγματικότητα, το χθεσινό αποτέλεσμα συνιστά την πολιτική κεφαλαιοποίηση από τη μεριά της Νέας Δημοκρατίας όλων των συμπερασμάτων που προέκυψαν στις εκλογές του 2019 σε συνδυασμό με την αντίστοιχη, οριακά σκανδαλώδη αγνόησή τους από το ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και όσους εν γένει επιχειρούν να εκπροσωπήσουν με τους όρους της εποχής τον ευρύτερο χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς.
Αυτό που φάνηκε το 2019 είναι πως οι συσχετισμοί που δημιουργήθηκαν από το 2009 και μετά, χονδρικά δηλαδή μέσα στα χρόνια του Μνημονίου που τάραξαν με πρωτόγνωρους όρους την ελληνική κοινωνία, ανήκουν πλέον στο παρελθόν και όλο το κοινωνικό δυναμικό πάνω στο οποίο κάποτε στηρίχθηκε ο παραδοσιακός δικομματισμός επιστρέφει εκεί όπου άνηκε στις εποχές της «κανονικότητας».
Ακόμα και ο παραδοσιακός δικομματισμός άλλωστε, περισσότερο κλονίστηκε από «εσωτερικού» τύπου μετακινήσεις ψηφοφόρων παρά από οτιδήποτε άλλο: η Χρυσή Αυγή, το Ποτάμι, η Ένωση Κεντρώων και οι ΑΝΕΛ, σχηματισμοί που εξαφανίστηκαν από τον χάρτη, υπήρξαν οι βασικοί αποδέκτες της δυσαρέσκειας που προκάλεσε η εφαρμογή των μνημονίων από την Νέα Δημοκρατία.
Κατά την ανασυγκρότησή της, η τελευταία ηγεμόνευσε απόλυτα μέσα στον (ευρύτερο) χώρο της, διέλυσε κάθε μορφή εσωτερικού ανταγωνισμού με την κυριολεκτική έννοια και μετουσιώθηκε στον αυτονόητο προορισμό του επαναπατρισμού όλων αυτών των ψηφοφόρων.
Την ίδια στιγμή, ο απέναντι πόλος παρέμεινε πολυδιασπασμένος, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έμειναν να τσακώνονται για το ποιος είναι το αφεντικό μέσα στην Κεντροαριστερά τη στιγμή που και οι τυφλοί έβλεπαν πως η κάλπη του 2019 ήταν μήνυμα πως τα παζάρια για το «νέο ΠΑΣΟΚ» έπρεπε να ξεκινήσουν άμεσα. Ταυτόχρονα, προέκυψε και ο Βαρουφάκης, σταδιακά το ΚΚΕ ξαναπήρε αυτούς που του έφυγαν και έτσι, η πολιτική βεντάλια από το κέντρο και δεξιά βρέθηκε με κεντρικό φορέα και η αντίστοιχη έκτασή της από το κέντρο και αριστερά χωρίς έναν τέτοιο.
Τα τελευταία χρόνια όλα αυτά αναδείχθηκαν ή/και οξύνθηκαν. Καταρχάς, αναδείχθηκε η επαναφορά μιας ψυχολογίας «παραδοσιακού δικομματισμού», μακριά από την ψυχολογία «έκτακτης ανάγκης» που συγκροτήθηκε μετά το 2009: το δυστύχημα στα Τέμπη, που πολλοί εκτίμησαν πως υπήρξε η πολιτική ταφόπλακα του Μητσοτάκη, έγινε αντιληπτό -όχι χωρίς τις αυτοκτονικές ευλογίες του ΣΥΡΙΖΑ- ως αποτέλεσμα διαχρονικών παθογενειών του ελληνικού κράτους και όχι ως ευθύνη της ΝΔ, ως απόρροια διαχρονικών κρατικών στρατηγικών ανεξαρτήτως κυβέρνησης. Υπήρξε με άλλα λόγια η επικύρωση μιας αντίληψης πως στο επίπεδο των υλικών διακυβευμάτων και εν γένει των κρατικών διαχειρίσεων, οι πολιτικές είναι πάνω-κάτω προκαθορισμένες, πως στο επίπεδο της οικονομικής βάσης ελάχιστα κρίνονται από το ποιος είναι κυβέρνηση (εντελώς ειρωνικά, σωστό είναι αυτό…) και η σύγκρουση γίνεται στο επίπεδο του ιδεολογικού εποικοδομήματος.
Ο ίδιος κυνισμός διαπέρασε και τον τρόπο που έγινε αντιληπτό των σκάνδαλο των υποκλοπών ή η διαχείριση της πανδημίας: There Is No Alternative παιδιά, το ζήτημα είναι ποιοι είναι οι καταλληλότεροι ανάμεσα στους φιλόδοξους διαχειριστές μιας προκαθορισμένης ιστορίας – έτσι αντιλαμβάνεται το εκλογικό σώμα την κατάσταση είτε αρέσει είτε όχι, γι’ αυτό και τα «Δικαιοσύνη Παντού» και τέτοια δεν λένε τίποτα σε κανέναν.
Μην σκάτε λοιπόν: αυτή είναι η ελληνική κοινωνία σε ποσοστά και με τους ναζί εκτός εκλογικού παιχνιδιού η συσπείρωση ήταν μονόπατη. Έτσι κι αλλιώς, οι ανούσιες συζητήσεις περί «μικρότερου κακού» και οι εκλογικές αυταπάτες, είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο θα πληρωνόντουσαν.
Φυσικά, προφανώς και βρισκόμαστε προ των πυλών της πιο επώδυνης απόχρωσης αυτής της πραγματικότητας, με μια περήφανα αντικοινωνική κυβέρνηση να κάνει επίδειξη δύναμης και ως εκ τούτου να αποκτά περεταίρω φόρα για να επιτεθεί με αδιαλλαξία στα δικαιώματα, τις ελευθερίες και κυρίως, τους εργασιακούς χώρους, εκεί όπου προβλέπεται ένα άνευ προηγουμένου ξεσάλωμα των αφεντικών.
Αλλά σε κάθε περίπτωση, το δίκιο από πάντα και για πάντα θα το κρίνει ο δρόμος και κανένας επίδοξος κυβερνήτης. Με την αναζωπύρωση των κινημάτων πρέπει να ασχοληθούμε, τα άλλα είναι λεπτομέρειες.
Ο, κοινωνικής υφής, «πόλεμος» που ξεκινάει είναι άγριος και σε αυτόν δεν χωράνε ψευδαισθήσεις…