To τελικό σπριντ λίγο πριν από την ώρα της αλήθειας. Ντόναλντ Τραμπ ή Κάμαλα Χάρις; Οι περισσότεροι αναλυτές κάνουν λόγο για ντέρμπι. Αμφίρροπο, μεγάλο. Θα δείξει αν θα επαληθευτούν. Σε ένα τόσο ρευστό τοπίο, οποιαδήποτε εκτίμηση ενέχει ρίσκο. Όμως ακόμα κι έτσι μπορεί κανείς να δει τάσεις, να επιχειρήσει να κάνει σενάρια για το μέλλον. Πάντα προφανώς με τα ως τώρα δεδομένα.
Εν προκειμένω θα επιχειρήσουμε μια προσέγγιση των πραγμάτων με βάση το σενάριο πως ο Ντόναλντ Τραμπ θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ. Απομονώνοντάς το, στο τι σκοπεύει να κάνει με δύο πολύ σημαντικά «μέτωπα». Το ένα αφορά τον κόσμο όλον, είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία. Το δεύτερο αφορά τη δική μας εγχώρια ατζέντα, έχει να κάνει με την επιθετικότητα της Τουρκίας προς την Ελλάδα.
Στο πρώτο σκέλος, τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα. Ο ηγέτης των Ρεπουμπλικανών έχει πει πως σε περίπτωση εκλογής του «ο πόλεμος θα τελειώσει μέσα σε ένα 24ώρο». ΟΚ, αυτό μπορεί να είναι σχήμα λόγου, αλλά η πρόθεση είναι σαφέστατη. Να βάλει τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Μόνο που σε αυτό το σημείο και έτσι απότομα, αυτό θα σημαίνει πιθανότατα απώλεια εδαφών της Ουκρανίας, ενώ πιθανόν δεν θα διαγραφεί ρητά και κατηγορηματικά η περίπτωση νέας επίθεσης από τους Ρώσους. Γι’ αυτό και κάποιοι λένε πως ψήφος στον Τραμπ είναι μαζί και έμμεση στήριξη στον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Η ουσία είναι πως ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών δεν βρίσκει κάποιο ουσιαστικό νόημα στην συνέχιση της παροχής οικονομικής βοήθειας προς την Ουκρανία, κάτι που παρομοιάζει με βαρέλι δίχως πάτο. Επίσης φαίνεται να μην συμφωνεί με τη «δαιμονοποίηση» της Ρωσίας από τον δυτικό κόσμο, επειδή εμφανίζεται να πιστεύει πως έτσι την οδηγούν απευθείας στην αγκαλιά της Κίνας, τον πραγματικά Νο1 παγκόσμιο ανταγωνιστή των ΗΠΑ.
Το κρίσιμο ερώτημα βέβαια είναι ένα: Εύκολα λες «να τελειώσει ο πόλεμος τώρα», αλλά πως το κάνεις; Και πώς θα πειστεί ο Πούτιν να διαπραγματευτεί τερματισμό των εχθροπραξιών; Ενδεχομένως με μία κίνηση από πλευράς ΗΠΑ μείωσης της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Κάτι που θα ήταν τεράστιο πλήγμα για τη ρωσική οικονομία. Αλλά αυτό είναι υπόθεση και τίποτα παραπάνω τούτη την ώρα.
Μία από τις λύσεις που προτείνεται για εκεχειρία είναι μία συμφωνία στα πρότυπα εκείνης του Μινσκ, με τις οποίες καταβλήθηκαν προσπάθειες να τερματιστούν οι μάχες στην ανατολική Ουκρανία, μεταξύ των ουκρανικών δυνάμεων και των αυτονομιστών της ρωσόφωνης μειονότητας που υποστηρίζονται από τη Μόσχα. Ό,τι και να γίνει θα πρέπει μετά να υπάρξει αστυνόμευση και από διεθνείς οργανισμούς. Μόνο που οι ΗΠΑ δεν προτίθενται να συμμετάσχουν σε αυτό μέσω του ΝΑΤΟ ή του ΟΗΕ. Θα περιμένουν από την Ευρώπη να παίξει αυτό το ρόλο. Θα το κάνει αυτή; Ιδού η απορία.
Και με την Τουρκία; Εν αρχή να πούμε ότι δεν είναι απολύτως σαφές το τι προτιμάνε οι γείτονες. Τραμπ δηλαδή ή Χάρις. Παρότι θεωρητικά ο πρώτος είναι πολύ πιο κοντά στη φιλοσοφία και στον τρόπο διοίκησης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Μόνο που τώρα ο ηγέτης των Ρεμπουμπλικανών έχει πάρει σαφή θέση υπέρ του Ισραήλ. Ένα καινούριο δεδομένο στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας. Που δημιουργεί μεταξύ τους ένα τεράστιο χάσμα.
Η Τουρκία θα παίξει φουλ το χαρτί της γεωπολιτικής της θέσης για να διατηρήσει σημαντικό ρόλο στην περιοχή. Είναι αμφίβολο αν αυτό θα είναι αρκετό. Το σίγουρο είναι πως ο Ερντογάν με τον Τραμπ είχαν πολύ καλή διαπροσωπική σχέση στην προηγούμενη θητεία του Αμερικανού στον Λευκό Οίκο. Επί Τζο Μπάιντεν αυτό το κανάλι επικοινωνίας ήταν στα όρια του αδιάφορου. Τώρα λοιπόν είναι πιθανόν οι δύο άνδρες να αναθερμάνουν τις επαφές τους. Ο Ερντογάν θα το προσπαθήσει δεδομένα, το να ρίξει δηλαδή γέφυρες επικοινωνίας.
Όμως ο Τραμπ κάνει πολιτική με βάση πολλά πράγματα. Το θέμα των F-35, για παράδειγμα. Δεν θα τα αλλάξει όλα αν τα βρει ξανά με τον Τούρκο πρόεδρο ή επειδή αν δώσει στους Τούρκους τα F-35 αυτό θα σημαίνει έσοδα για τη χώρα του. Αναμένεται πάντως να γίνει γενικότερα μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης. Στο πλαίσιο του μην αποξενωθεί περαιτέρω η Τουρκία από τον δυτικό κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να λησμονούμε πως υπάρχει μία συνέχεια στην εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή ορίζεται από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, από το λεγόμενο βαθύ κράτος και δεν αλλάζει άρδην σε περίπτωση νέου «ενοίκου» στον Λευκό Οίκο. Οπότε το πιθανότερο είναι πως δεν θα υπάρξει κάποια σοβαρή αλλαγή στην πολιτική της Ουάσιγκτον, σε ολόκληρη την περιοχή της ανατολικής Μεσόγειου. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιθετικότητα της Τουρκίας.