Η σκληρή αλήθεια για τον Κώστα Σημίτη…

Ποιο είναι τελικά το πρόσημο που άφησε πίσω του;

Είναι αδύνατον να συμφωνήσουν όλοι αναφορικά με το τι αποτύπωμα άφησε στην πολιτική ζωή της Ελλάδας ο Κώστας Σημίτης, που απεβίωσε σε ηλικία 88 ετών το πρωί της Κυριακής (5/1). Δεν γίνεται να γεφυρωθούν διαφορετικές ιδέες, προτεραιότητες, προσεγγίσεις και στην τελική, απόψεις. Προσπαθώντας όμως κανείς να ενδυθεί το κοστούμι του ουδέτερου παρατηρητή των πραγμάτων, του ιστορικού του μέλλοντος υπό μια έννοια, μπορούμε σίγουρα να βρούμε σημεία που προσεγγίζουν την αντικειμενική (σκληρή) αλήθεια για το ποιον του πολιτικού ανδρός.

Το πρώτο έχει να κάνει με το πόσο… ελάχιστα ΠΑΣΟΚ ήταν ο πρώτος ηγέτης του κόμματος μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου. Όποιος και να αναλάμβανε μετά τον ιδρυτή και ίσως τον μεγαλύτερο διαχρονικά showman (με θετική και αρνητική έννοια) της πολιτικής σκηνής του τόπου, θα είχε να αντιμετωπίσει μια τεράστια σκιά σε κάθε του απόφαση, ενέργεια. Πόσο μάλλον όταν ήταν τόσο δομικά διαφορετικός από τον προκάτοχό του.

Από τον λαοφίλητο, έξω καρδιά Ανδρέα του «δώστα όλα» (ειδικώς και γενικώς) περάσαμε στον μαζεμένο, εσωτερικό χαρακτήρα και ψυχρό «λογιστή» Σημίτη. Το κοντράστ δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο. Ήταν αυτό όμως πρόβλημα; Ή ένα στάδιο της ιστορίας από το οποίο έπρεπε να περάσει η χώρα μας; Στο δρόμο γι’ αυτό που βαφτίστηκε «εκσυγχρονισμός». Στη μετάβαση δηλαδή από μια εποχή λαϊκισμού που είχε παρέλθει, σε κάτι το νέο, το διαφορετικό. Σε δομές, τεχνολογική ανάπτυξη, οικονομικός φιλελευθερισμός, υποδομές, η χώρα, με μια λέξη, «εξευρωπαΐστηκε». Οι μισθοί ανέβηκαν, έγιναν μεγάλα δημόσια έργα (όπως το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος»), το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε κατακόρυφα, όλοι οι οικονομικοί δέκτες ήταν στο «συν».

Όμως το έργο έμεινε ημιτελές. Γιατί κατά βάση ο Κώστας Σημίτης είχε τις απόψεις του, την πολιτική του στόχευση. Αλλά δεν είχε και την απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Δεν μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει καθώς δεν έλεγξε ποτέ στο 100% το κόμμα του, η εκλογή του άλλωστε στη θέση του προέδρου, αντί του Άκη Τσοχατζόπουλου, ήταν εντελώς οριακή.

Είχε να αντιμετωπίσει συνεχώς ισχυρή εσωκομματική αντιπολίτευση και για να αντέξει αναγκάστηκε να κάνει μεγάλες υποχωρήσεις. Όπως κυρίως στην περίφημη μεταρρύθμιση Γιαννίτση για το ασφαλιστικό. Αμφιβάλλει κανείς πως θα ήμασταν μια άλλη χώρα σήμερα αν είχε περάσει αυτός ο νόμος που πολεμήθηκε λυσσαλέα και από ανθρώπους εντός ΠΑΣΟΚ; Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του το νομοσχέδιο, κάτι που δυστυχώς έπρεπε να πάθουμε για να (το) μάθουμε. Το ίδιο υποχωρητικός (η ιστορία έδειξε πως) υπήρξε ο Σημίτης και σε ζητήματα όπως οι συμβάσεις στα εξοπλιστικά και ο προϋπολογισμός των Ολυμπιακών Αγώνων, ξαναλέμε όμως, ήταν δέσμιος πολιτικών παιγνίων. Δεν τον αθωώνει βέβαια αυτό, ούτε τον θέτει στο απυρόβλητο της κριτικής.

Και βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει από τον Κώστα Σημίτη το ότι έβαλε τη χώρα στο Ευρώ. Και δεν υπάρχουν αποδείξεις πως το έκανε με «δημιουργική λογιστική» όπως τον κατηγόρησαν αργότερα. Ακόμα και να δεχτούμε χάριν υπόθεσης εργασίας πως ήταν έτσι, υπήρχε χώρος και χρόνος αυτό να διορθωθεί στη συνέχεια, άλλοι ήταν που το μετέτρεψαν σε εφιάλτη. Όσο για την αρχική ακρίβεια αμέσως μετά τη μετάβαση στο κοινό νόμισμα; Ναι, υπήρξε. Και μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις ήταν εξωφρενική, όπως το ότι ένα μπουκαλάκι νερό από 50 δραχμές πήγε 50 λεπτά – μια αύξηση τόσο παράλογη ώστε ακόμα και σήμερα δεν έχει αλλάξει. Και πάλι βέβαια η τότε ακρίβεια με την (φρικιαστική) τρέχουσα, η σύγκριση δηλαδή, είναι ως και αστεία…

Και πάμε τώρα και στα 2 πιο κομβικά σημεία που το χρεώνονται. Πρώτον, το Χρηματιστήριο. Ήταν μεγάλο «φάουλ» που ενθάρρυνε, έστω δεν αποθάρρυνε, τον κόσμο να επενδύσει. Αν και εδώ υπάρχει μεγάλο μερίδιο ατομικής ευθύνης, είναι φοβερό το πόσο πολύς κόσμος πίστεψε τότε πως αυτού του είδους ο τζόγος θα έφερνε για πάντα «μόνο κέρδη», ότι βρήκαν «λεφτόδεντρο»…

Και δεύτερον, τα Ίμια. Ενώ μόλις είχε αναλάβει (8 μέρες είχε ως πρωθυπουργός, μόνο), κλήθηκε να διαχειριστεί τη μεγαλύτερη απειλή πολέμου που βίωσε η χώρα μας στη Μεταπολίτευση. Είναι ως και αστείο να ακούς τη σήμερον ημέρα διάφορους (μάγκες, Ελληναράδες) να λένε πως έπρεπε να πάμε σε σύγκρουση επειδή «τους είχαμε τότε τους Τούρκους και θα τους τρέχαμε». Είναι φοβερό με πόση ελαφρότητα και δίχως καμία πρακτική βάση κάποιοι φτάνουν στο σημείο να θριαμβολογούν a priori για κάτι που αν συνέβαινε θα είχε ανυπολόγιστο κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Το «ευχαριστούμε τους Αμερικανούς» που είπε ο Κώστας Σημίτης, από το βήμα της Βουλής δεν ήχησε ωραία στα αυτιά ενός λαού σε κατάσταση σοκ, αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να μάθουμε να προτάσσουμε τα πιο ουσιώδη, τα πιο σημαντικά. Γλιτώσαμε από έναν πόλεμο, αυτό δεν μπορεί ποτέ να είναι λίγο…

Και μην ξεχνάμε επίσης πως ο κατά ορισμένους «προδότης» Σημίτης, έπαιξε κομβικό ρόλο στην είσοδο της Κύπρου στην ΕΕ, κανείς δεν ξέρει σε τι φάση και θέση θα ήταν το νησί σήμερα, αν δεν ήταν μέλος της Ενωμένης Ευρώπης. Το λες και εθνική επιτυχία αυτό, έτσι δεν είναι;

Ο Κώστας Σημίτης υπήρξε επικεφαλής σε μια εποχή ευδαιμονισμού και νοοτροπίας «το κράτος θα μας τα δώσει όλα». Έκανε όσα περισσότερα μπορούσε. Πολλά, λίγα, σωστά, λάθη. Δεν ήταν άγιος, δεν ήταν όμως ούτε διάβολος. Ήταν ένας πολιτικός με υψηλή αίσθηση καθήκοντος που – και αυτό είναι επίσης πολύ σημαντικό για την κληρονομιά του – συνέχισε έτσι και μετά την απόσυρση του από το προσκήνιο. Ποτέ δεν τορπίλισε το οτιδήποτε, άφησε χώρο στους επόμενους, παρεμβαίνοντας δίχως φασαρία, αλλά με λογική και επιχειρήματα. Ασχέτως αν συμφωνούσες ή αν διαφωνούσες μαζί του.

Είναι μάλλον δύσκολο να εξηγήσεις σε κάποιον που δεν το έζησε, τι σήμαινε ο Σημίτης και η εποχή του για την Ελλάδα. Αλλά είναι άδικο να του φορτώνεις πως υπήρξε διεφθαρμένος ή άπατρις. Κυβέρνησε για 8 χρόνια και 2 μήνες συνεχόμενα, σε καλά χρόνια, έκανε πράξη την ευρωπαϊκή στροφή της χώρας. Κάποιοι τον κατηγορούν πως «Θατσεροποίησε» την Ελλάδα, ότι εντάσσεται σε αυτούς που κατέστρεψαν τη σοσιαλδημοκρατία και ότι έβαλε τις βάσεις για την σημερινή δεξιά στροφή της κοινωνίας. Αυτό είναι τραβηγμένο. Θα ήταν πιο δίκαιο να πούμε ότι η χρεοκοπία, οι διεθνείς συσχετισμοί, η γενικότερη πορεία των πραγμάτων οδήγησαν τα πράγματα ως εδώ.

Ο Κώστας Σημίτης προσπάθησε να ανανεώσει τη χώρα, να την πάει προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Έβαλε πιο ψηλά τον πήχη τόσο για το κράτος όσο και για τους πολίτες. Δεν έκανε «γκελ» στον κόσμο, ειδικά από όσους είχαν συνηθίσει την πολιτική με όρους σταρ. Αλλά έκανε πολιτική με βάση τη λογική. Και αυτό η Ελλάδα ήταν κάτι που είχε ανάγκη. Όπως είχε ανάγκη και το να μην επικρατήσει στην κούρσα διαδοχής του Ανδρέα η νοοτροπία που εκπροσωπούσε ο Άκης Τσοχατζόπουλος…