Η εκλογή του Εμανουέλ Μακρόν στην προεδρία της γαλλικής δημοκρατίας υπήρξε η αφορμή για μαζικούς αναστεναγμούς ανακούφισης. Ίσως μάλιστα αυτοί οι αναστεναγμοί να ήταν και πολύ πιο έντονοι από τους αντίστοιχους πανηγυρισμούς για την εκλογή του. Δεν είναι μυστικό άλλωστε πως ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των όσων ψήφισαν Μακρόν δεν το έκανε γιατί συμφωνεί με το πολιτικό του πρόγραμμα αλλά επειδή διαφωνεί με την ακροδεξιά Μαρίν Λε Πεν, συνυποψήφια για την προεδρία της Γαλλίας.
Η φράση «ψήφος στο λιγότερο κακό» υπήρξε από τις πιο διαδεδομένες στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών. Φυσικά, όχι στο στρατόπεδο των υποστηρικτών του Μακρόν αλλά σε αυτό των πολιτικών του αντιπάλων που όμως ταυτόχρονα έτρεμαν στην ιδέα πως η Λεπέν, το παιδί θαύμα της γαλλικής ακροδεξιάς, θα βρεθεί στο προεδρικό μέγαρο για τα επόμενα πέντε χρόνια.
Η παραδοσιακή λογική της αποχής όταν στον δεύτερο γύρο δεν βρίσκεται ο υποψήφιος που στηρίζουμε πήγε περίπατο σε αυτή την περίπτωση: ο κεντρώος Μακρόν βρήκε στήριξη στην κάλπη και από ψηφοφόρους της Αριστεράς. Και αν αυτοί οι τελευταίοι ήταν για λίγο μπερδεμένοι για το αν πρέπει όντως να διαλέξουν ανάμεσα σε έναν τραπεζίτη που έρχεται να εφαρμόσει κατά γράμμα τις πολιτικές του πιο σκληρού φιλελευθερισμού και μια ναζίστρια που και μόνο η εκλογή της θα νομιμοποιούσε την ενεργοποίηση όλων των ρατσιστικών αντανακλαστικών στη βάση της κοινωνίας, το δίλημμα τελικά αποδείχθηκε εύκολο. Με βαριά καρδιά ήταν και οι αριστεροί που ψήφισαν Μακρόν.
Η νίκη του Μακρόν βέβαια δεν αποτέλεσε καμία τεράστια έκπληξη. Ήταν άλλωστε εξαρχής το φαβορί για την προεδρία της Γαλλίας. Κομμένος και ραμμένος για την προεδρία, χωρίς καμία ιστορία σε κάποιο παραδοσιακό κόμμα, με τρομακτική προώθηση από τα media ως ο εκπρόσωπος «της λογικής» και «της νηφαλιότητας», ο Μακρόν, ο νεότερος ηγέτης της Γαλλίας μετά τον Ναπολέοντα (!), μοιάζει με ένα ανδροειδές που είναι εδώ για να παράξει πολιτικό λόγο γεμάτο γενικολογίες, ο οποίος δεν θα είναι φανατισμένος, δεν θα αμφισβητεί τα πράγματα όπως είναι, θα σέβεται (και καλά…) την αντίθετη άποψη αλλά σε τελική ανάλυση απλά θα υπάρχει για να νομοθετεί ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς: ο ορισμός της πολιτικής έτσι όπως έχει διαμορφωθεί στα χρόνια της κρίσης με την διαφορά πως ο Μακρόν, ως πολιτικό «κατασκεύασμα» και όχι ως παραδοσιακός πολιτικός, δεν θα χρειαστεί καμία περίοδο προσαρμογής.
Η Λεπέν από την άλλη ήξερε πως το ταβάνι της ήταν το να περάσει στον δεύτερο γύρο. Απέναντι στον Μακρόν δεν είχε καμία ελπίδα. Αυτό δεν κάνει τη επιτυχία της ασήμαντη, κάθε άλλο. Σε μια περίοδο άλλωστε που η ακροδεξιά βιώνει μια τρομακτική άνθιση σε παγκόσμιο επίπεδο (απλά ρίξτε μια ματιά στον Λευκό Οίκο των ΗΠΑ για του λόγου το αληθές) η δεύτερη θέση στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας αποτελεί την περεταίρω ενδυνάμωση του ακροδεξιού λόγου στην κοινωνική ατζέντα. Κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο κοινωνικών ζυμώσεων από τα κάτω. Απέναντι στον «συστημικό» λόγο του Μακρόν, η μάχη των γαλλικών εκλογών ήταν σε μεγάλο βαθμό και μια μάχη για την ηγεμονία στην αντιπολίτευση.
Με απλά λόγια: αν ο Μακρόν είναι ο συστημικός, τι ακριβώς είναι το αντι-σύστημα; Ο αριστερός Μελανσόν από την μία και η ακροδεξιά Λεπέν από την άλλη, με διαφορετικούς προσανατολισμούς και διαφορετικές ρητορικές αλλά με κοινό τους χαρακτηριστικό στο πολιτικό προφίλ την λαϊκότητα, γνήσια τέκνα δυο πολιτικών κόσμων που υπάρχουν για να συγκρούονται, διεκδίκησαν για τους εαυτούς τους τον ρόλο της αντισυστημικής αντιπολίτευσης. Διεκδίκησαν την ηγεμονία σε αυτό το ευρύ στρατόπεδο που ονομάζεται «αντισύστημα».
Η νίκη της Λεπέν σε αυτή την επιμέρους μάχη αποτελεί ήδη μια παρακαταθήκη για το μέλλον. Και είναι η ίδια η συγκυρία που έχει μετατρέψει σε κομβική αυτή την μάχη. Η εποχή της οικονομικής κρίσης έχει δημιουργήσει σχεδόν αυτόματα δυο στρατόπεδα πέρα και έξω από το παραδοσιακό δίπολο Αριστεράς και Δεξιάς. Για την ακρίβεια, έχει δημιουργήσει ένα νέο δίπολο που διαπερνάει κάθετα το παραδοσιακό. Είναι αυτό των υποστηρικτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκείνων που τίθονται απέναντι σε αυτή και μετά από δεκαετίες ακλόνητης πολιτικής νομιμοποίησής της έρχονται να αμφισβητήσουν ακόμα και με κυβερνητικούς όρους την σημασία της. Οι αντι-ευρωπαϊστές συναντιούνται τόσο στην Δεξιά όσο και στην Αριστερά και όλοι μαζί συγκροτούν ένα στρατόπεδο που αναφέρεται ως αντισυστημικό. Αν κάποτε η Αριστερά είχε το μονοπώλιο αυτού του χαρακτηρισμού πλέον πρέπει να το διεκδικήσει.
Στην Ελλάδα είδαμε τα προηγούμενα χρόνια αυτό το φαινόμενο να αναπτύσσεται και εδώ. Πριν χρόνια θα αποτελούσε ανέκδοτο το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν κυβέρνηση και η Χρυσή Αυγή τρίτο κοινοβουλευτικό κόμμα. Και οι δύο αυτές αλματώδεις πορείες, με τα διαφορετικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της η κάθε μία, «χτίστηκαν» πάνω σε ένα αντισυστημικό προφίλ που είχε ως συγκροτητικό του στοιχείο την απειθαρχία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ έδειξε πως οι ευρωσκεπτικισμοί είναι για τις αντιπολιτεύσεις, η φιλελεύθερη μετάλλαξή του ως κυβερνητικό πλέον μόρφωμα υπήρξε εντυπωσιακή. Η Χρυσή Αυγή από την άλλη το πιθανότερο είναι πως δεν θα αναπτυσσόταν ποτέ αν οι κυβερνητικές πολιτικές δεν της έστρωναν το χαλί: όταν η κυβέρνηση Σαμαρά έκανε πογκρόμ στους μετανάστες και επιστρατεύσεις απεργών, όταν ο Βορίδης και ο Γεωργιάδης είναι χαρακτηριστικοί της εκπρόσωποι, η ατζέντα παίρνει τέτοια μορφή που δίνει χώρο ανάπτυξης στην Χρυσή Αυγή.
Οι αναλογίες με την Γαλλία είναι εντυπωσιακές. Οι πολιτικές του Ολάντ κατηγορήθηκαν ευθέως πως διαμορφώνουν χώρο έκφρασης στην ναζίστρια Λεπέν: η «λεπενοποίηση της σκέψης» ήταν μια φράση που πολυφορέθηκε και μέχρι ένα βαθμό δικαίως. Αυτή η πραγματικότητα ωστόσο δείχνει πως η Λεπέν δεν λέει κάτι καινούριο αλλά αντίθετα, εξειδικεύει σε ένα ήδη υπάρχον κομμάτι πολιτικής. Από την άλλη, ο Μελανσόν ξεκίνησε να δείχνει δείγματα κωλοτούμπας αλα Τσίπρα πριν καν διεκδικήσει ο ίδιος την προεδρία, απλά και μόνο μπροστά στην προοπτική της διεκδίκησής της σχετικοποίησε τον ευρωσκεπτικιστικό του λόγο. Η ικανότητα της ενσωμάτωσης του «αντισυστήματος» μέσα στο σύστημα μοιάζει εντυπωσιακή.
Είναι λογικό: το «σύστημα» είναι κάτι πολύ πιο βαθύ από τις κυβερνήσεις. Είναι οι τράπεζες, είναι οι εφοπλιστές, είναι η οργανωμένη θρησκεία και ο στρατός. Μοιάζει αδύνατο να κινηθεί κανείς κοινοβουλευτικά και ταυτόχρονα κόντρα στις ανάγκες όλου αυτού του πλέγματος. Στο τέλος δεν έχει σημασία τι είσαι, από που προέρχεσαι, τι έχεις πει. Η ίδια η έννοια της κυβερνησιμότητας πρώτα και κύρια αποτελεί τον ορισμό της εξισορρόπησης και όχι της σύγκρουσης.
Σημαίνει αυτό πως το δίλημμα Μακρόν-Λεπέν ήταν επίπλαστο; Προφανώς και όχι. Το δάσος είναι πάντα δάσος αλλά στην πολιτική παίζει ρόλο και το πιο μικρό δέντρο. Δεν είναι ηλίθιες οι τράπεζες να δημιουργήσουν έναν δικό τους υποψήφιο για το τίποτα. Ούτε φυσικά οι μαζικές απόπειρες δολοφονιών μεταναστών που θα συντελούνταν εν μέσω των πανηγυρισμών για την εκλογή της Λεπέν είναι μικρής σημασίας επειδή η Λεπέν θα προσάρμοζε την πολιτική της στις επιταγές του συστήματος. Η εκλογή της Λεπέν θα ήταν μια κοινωνική καταστροφή, το ότι στο τέλος της ημέρας ο πυρήνας της πολιτικής της θα ήταν παρόμοιος με του Μακρόν δεν αναιρεί τα ειδικά χαρακτηριστικά μιας ναζιστικής κυβέρνησης σε σχέση με αυτά μιας κεντρώας.
Κυρίως, από αυτή την εκλογική αναμέτρηση αυτό που μένει είναι πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει έναν δικό της άνθρωπο στο προεδρικό θώκο της Γαλλίας και το αυτί του δεν θα ιδρώσει από καμία αντι-ευρωπαϊκή ρητορική για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ταυτόχρονα, είναι η επικύρωση πως η «λεπενοποίηση της σκέψης» είναι πλέον ένα αυτόνομο πολιτικό φαινόμενο με την δική του δυνατότητα εξέλιξης και παρέμβασης στον κοινωνικό διάλογο και αυτό ανεξάρτητα από τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς που, όπως προειπώθηκε, είναι σε γενικές γραμμές (όχι απόλυτα και όχι σταθερά αλλά πάντα σε γενικές γραμμές) μια ελεγχόμενη κατάσταση.
Το πρόβλημα με το πλασάρισμα της Λεπέν στη δεύτερη θέση είναι οι κοινωνικές αντανακλάσεις της πολιτικής της ιδεολογίας – αυτές θα δώσουν νομιμοποίηση και στην πρακτική εφαρμογή των πιο σκοτεινών πτυχών της. Οι Λεπέν, οι Τραμπ, οι Κασιδιάρηδες και οι Μιχαλολιάκοι αυτού του κόσμου έχουν τις αντανακλάσεις τους και στην κανονική ζωή, έξω από τα προεδρικά μέγαρα και τα κοινοβούλια και αυτό είναι το μεγάλο ζήτημα της εποχής. Διότι αν ο ναζισμός καναλιζάρεται σε κυβερνητικό επίπεδο, αν οι μισθοί και οι συντάξεις κόβονται και από δεξιά αλλά και από αριστερά χέρια με την ίδια ευκολία, η βάση της κοινωνίας παραμένει, σε τελική ανάλυση, το πεδίο της αληθινής, της πιο ουσιαστικής πολιτικής. Η «λεπενοποίηση της σκέψης» δεν υφίσταται μόνο στο κοινοβούλιο, το προεδρικό μέγαρο και τα τηλεοπτικά πάνελ αλλά και στα σχολεία, τις σχολές, τις πλατείες και τις γειτονιές, τους εργασιακούς χώρους και τα καφενεία. Και εκεί η συζήτηση για το πως αντιμετωπίζεται αυτό το κοινωνικό δηλητήριο είναι πολύ πιο βαθιά, πολύ πιο περίπλοκη και σε κάθε περίπτωση πολύ πιο ουσιαστική.