Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ηράκλειο.
Το ξέρω ότι ξεκινάω σαν βιογραφικό σημείωμα υποψήφιας Σταρ Ελλάς, αλλά μην αγχώνεσαι, δεν θα ακολουθήσουν ευχές για «παγκόσμια ειρήνη».
Αλλού θέλω να το πάω.
Ανατράφηκα λοιπόν σε μια πόλη καταπράσινη.
Και δεν εννοώ τη βλάστηση -που ειδικά στο Ηράκλειο αγνοείται- αλλά στην κομματική απόχρωση.
Εξάλλου αν είσαι παλιός θυμάσαι -κι αν είσαι νεότερος σίγουρα έχεις ακούσει- ότι το ΠΑΣΟΚ στα συγκεκριμένα μέρη δεν ήταν απλώς ένα κόμμα. Δεν ήταν απλώς μια πολιτική επιλογή.
Ήταν (όπως και σε πολλά ακόμα μέρη της χώρας) «θρησκεία». Και στο δικό μου το σπίτι λειτουργούσε -αν όχι ο αρχιεπίσκοπος σίγουρα- ένας αρχιμανδρίτης αυτής της «θρησκείας»!
Μυημένος στις ένδοξες εποχές της δεκαετίας του ‘80, μαγεμένος από τις «πύρινες» ρητορικές του Ανδρέα Παπανδρέου και αιώνιος υποστηρικτής του κινήματος, ο πατέρας μου είναι ο ορισμός του ΠΑΣΟΚου.
Όχι όμως του «βολεμένου», του «φτιαγμένου», αυτού που εξαργύρωσε με τον οποιονδήποτε τρόπο την ψήφο του.
Ο Μήτσος είναι από την απέναντι πλευρά. Των… κορόιδων. Αυτών που (καλώς ή κακώς) πίστεψαν στο σοσιαλιστικό όραμα που τους παρουσιάστηκε. Που έφαγαν το παραμύθι της κεντροαριστεράς. ΄
Και σε αντίθεση με πλήθος τακτοποιημένων «συντρόφων», το μόνο που τους έχει μείνει τώρα είναι η αθεράπευτη καψούρα. Μαζί με την πεισματική άρνηση ότι αυτό που πίστεψαν τόσο πολύ ήταν… αέρας κοπανιστός.
Στο δικό μου το σπίτι λοιπόν το διάστημα Μάρτιος 1991-Ιανουάριος 1992 επικρατούσε συναγερμός. Η τηλεόραση έπαιζε υποχρεωτικά και μόνο τη ζωντανή μετάδοση του ειδικού δικαστηρίου για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Η ατμόσφαιρα ήταν σαν να δικάζεται δικός μας άνθρωπος. Και φυσικά στην ανακοίνωση της αθωωτικής απόφασης για τον Παπανδρέου γιορτάσαμε σαν να γλίτωσε ο… παππούς μας.
Βέβαια θα μπορούσε, κατά μια έννοια, να είναι παππούς μας. Αν σκεφτεί κανείς ότι -έχοντας ήδη δυο παιδιά στα οποία είχε δώσει τα ονόματα των γονιών του- ο πατέρας μου ήθελε να κάνει και τρίτο για να το βαφτίσει… Ανδρέα!
Όχι βέβαια ότι και ο κανονικός παππούς ήταν σε καλύτερη κατάσταση -με καφενείο στο χωριό όπου οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν βαμμένα πράσινα- αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν είναι αυτό(ς) το θέμα μας τώρα.
Το θέμα μας είναι αυτή η αδιανόητη πώρωση που δημιουργούσε εκείνα τα χρόνια το ΠΑΣΟΚ. Αυτή η σχεδόν μαγική επιρροή που ασκούσε ο Παπανδρέου στους ψηφοφόρους του.
Έχω κάνει εγώ σε προεκλογικές συγκεντρώσεις του Ανδρέα (ανεβασμένος στους ώμους του πατέρα να κουνάω το σημαιάκι) και ξέρω.
Καταρχάς σε κάθε επίσκεψη του «προέδρου» στο νησί ακυρωνόταν οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Στη δουλειά του (που δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος) ήξεραν ότι πρέπει να λείψει κάποιες ώρες.
Σαν να ήταν αυτονόητο, σαν να είχαν υπογράψει σχετικό όρο: «Όταν έρχεται ο Ανδρέας, ο Δημήτρης πρέπει να πάει».
Στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου το «θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» ήταν απαραίτητο soundtrack.
Σε οποιαδήποτε εμφάνιση του Μητσοτάκη στην τηλεόραση (ή έστω σε απλή αναφορά του ονόματός του) υπήρχαν οι απαραίτητες φιλοφρονήσεις.
Και φυσικά στην επιστροφή του Ανδρέα από το Χέρφιλντ (έπειτα από τη σοβαρή εγχείριση καρδιάς) το κλίμα στο σπίτι έμοιαζε με αυτό στο αεροδρόμιο της Αθήνας…
Προφανώς δεν χρειάζεται να μιλήσω για τη μέρα του θανάτου. Για το πένθος που την ακολούθησε.
Για την άρνηση να δεχθεί τον Σημίτη ως διάδοχο και για τη μόνιμη εκκίνηση κάθε κουβέντας από το ’96 και μετά (είτε αυτή αφορά πολιτικά, είτε αφορά αθλητικά, είτε αφορά πυρηνική φυσική) με την ατάκα «ο Ανδρέας ρε ήτανε άρχοντας…»
Αρκεί για να καταλάβεις η διαβεβαίωση «εγώ θα ψηφίζω, για χάρη του, ΠΑΣΟΚ μέχρι να πεθάνω». Το ξεκαθάρισμα μάλιστα ότι θα το κάνει με ανοιχτό το… παραβάν για να το βλέπουν όλοι.
Και οι τρεις κορνίζες που δεσπόζουν πίσω από το γραφείο του στο μαγαζί: Στη μια ο γιος του, στην άλλη η κόρη του και στην τρίτη ο Ανδρέας…