Δεν ξέρω πόσες φορές έχει κανείς την τύχη να δει όλο το συναισθηματικό φάσμα να απλώνεται μπροστά του…Δεν ξέρω πόσο τυχερός μπορεί να σταθεί κανείς στη ζωή του ώστε να αντιληφθεί κάθε πιθαμή της ενδότερης ύπαρξης του…Ξέρω μόνο πως κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται για να σου συμβεί κάτι τέτοιο, δεν πρέπει να την χάνεις. Η παράσταση του Εθνικού, Η Τάξη Μας, είναι μια τέτοια ευκαιρία.
Πώς μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Σου βάζω χέρια, πόδια και κεφάλι στη φωτιά γι΄αυτό. Αλλά κι αυτό να μην σου αρκεί, υπάρχει τρόπος να πειστείς. Θέλω να σκεφτείς όλα εκείνα τα διηγήματα που αφορούν τη Ρωσία και το σκοτεινό παρελθόν της. Την ρωσική επανάσταση, τον Στάλιν, τα σοβιέτ, τα γκουλάγκ, τα πογκρόμ. Σκέψου τον Μαγιακόφσκι, τον Τολστόι, τον Αλεξάνταρ Σολζενίτσιν. Φέρε στη μνήμη σου όλη εκείνη την τραχύτητα, την αψύτητα του απλού και του προφανούς που αγκιστρώνεται στις περιγραφές των εικόνων. Βάλε τα όλα μαζί και έχεις την θεατρική αποτύπωση του έργου του Ταντέους Σλομποτζιάνεκ.
Η Τάξη Μας είναι μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή. Για τον συγγραφέα της είναι. Εμείς οι σημερινοί, εμείς που απέχουμε πολύ από την φρίκη και τη θηριωδία, αρνούμαστε να αποδεχτούμε ως αληθινά τα απάνθρωπα σημεία της. Τα εξομοιώνουμε με εκείνα τα γλυκά, με τις τρυφερές διαπιστώσεις που απλώνουν κλινοσκεπάσματα στις φρικαλεότητες.
Στην Πολωνία των μέσων της δεκαετίας του ’30, κάπου στη Βαρσοβία, βρίσκεται μια σχολική τάξη. Εκεί ονειρεύονται «σοβιετικά» και χαμογελαστά 10 παιδιά. Πολωνάκια και Εβραιόπουλα. Είναι στην ηλικία που αναγνωρίζουν ως συναισθήματα το παιχνίδι, την παιδική ζήλια και τα σκιρτήματα. Παντός είδους. Τίποτα άλλο. Το γρήγορο βήμα του Σταλινισμού και κατόπιν του Ναζισμού σβήνουν μονοκοντυλιά αυτές τις επιθυμίες. Εγκαθιστούν άλλες, ανοίκειες προς τα παιδιά. Τούτες τα μεγαλώνουν απότομα και ταυτόχρονα τα παιδιά μεγαλώνουν με αυτές. Μίσος, αγριότητα, δολοφονικές τάσεις, ιδεολογική κόντρα. Οι Πολωνοί αρχίζουν να κυνηγούν τους Εβραίους και ξαφνικά η τάξη τους ξεψυχάει. Τελειώνουν όλα τους τα παιχνίδια, τελειώνει κάθε δεσμός. Ή μήπως όχι; Μήπως απλώς περιμένει την ευκαιρία του να ξαναβγεί στο φως;
Σε εποχές καταπνιγμένων ενστίκτων δεν βρίσκεται χώρος για αυτά. Όταν ο καιρός γυρίσει τότε θα ξαναπάρουν την θέση τους. Απλώς τότε θα έχουν και κομμάτια νεκρωμένα. Ο Ρύσιεκ, ο Χένιεκ, ο Ζίγμουντ και ο Βλάντεκ αφήνονται στον χειμαρρώδη πατριωτισμό τους. Ο Μενάχεμ, η Ντόρα, ο Γιάκουμπ Κατς και η Ραχέλκα γίνονται θήραμα του φόβου και του ρατσισμού. Η Ζόχα στέκεται αμέτοχη σε έναν κόσμο που δεν γίνεται να είσαι ουδέτερος. Ο Άμπραμ πρόλαβε να φύγει νωρίς για την Αμερική και να του κοινωνούν τα γεγονότα με το περιτύλιγμα της ψεύτικης ηρεμίας.
Ο θάνατος έρχεται κοινός για όλους. Τους βρίσκει στη μοναξιά. Όλους όσοι πάτησαν με τα δυο τους πόδια στη μια μεριά των πραγμάτων πέθαναν δίχως άνθρωπο να θέλει να τους θυμάται. Μόνον ο Βλάντεκ και η Ραχέλκα-Μαριάννα γλύτωσαν εν μέρει απ΄αυτό. Ένωσαν δύο εχθρικούς κόσμους και πέτυχαν μια μικρή νίκη απέναντι στον θάνατο. Ο θάνατος βέβαια χάρισε και το καθαγίασμα στους μιαρούς αυτής της γενιάς. Σε εκείνους που επέλεξαν να γίνουν τροφοδοσία του.
Η Τάξη, η παλιά παρέα εξαφανίστηκε στο πέρασμα των δεκαετιών. «Τι ανελέητο ξόδεμα» αναρωτιέται ο Ζίγκμουντ. Αυτός που έχει ηθική και φυσική υπαιτιότητα για το θάνατο της μισής τάξης, αυτός έδωσε την μεγάλη απάντηση στο τι σημαίνει τελικά να ζούμε. Μια πορεία προς το ξόδεμα. Ασταμάτητο και ανηλεές ξόδεμα. Ιδίως αυτό που έζησαν γενιές όπως αυτή της δεκαετίας του ’30 στην Πολωνία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Με άκρατο φανατισμό. Τότε που καμία δημοκρατία δεν ήταν ικανή να πει πως ο φανατισμός πρέπει να τελειώσει. Η παράσταση κλείνει με ακόμα μια ιδιαίτερη συνειδητοποίηση. «Παράξενες δεν ήταν οι ζωές μας τελικά…;» διερωτάται ο Άμπραμ Μπέικερ. Έτσι φαίνονται οι ζωές όλων μας όταν τις κοιτάμε από το τέλος. Όταν το κεφάλι γέρνει προς τα πίσω. Και το γεγονός πως η προσωποποίηση της διαπίστωσης αυτής έρχεται με την γλυκιά φιγούρα του Κώστα Γαλανάκη έχει την σημασία του.
Γενικότερα η διανομή των ρόλων αποδεικνύεται επιτυχημένη στο έπακρο. Ο Πυρπασόπουλος μπορεί να υποστηρίξει απόλυτα αυτή την ξεροκεφαλιά και τη σκληράδα του Ζίγκμουντ. Ο Γιάννης Νταλιάνης την επιθυμία του Βλάντεκ να ανήκει κάπου και την αδυναμία του να κάνει το σωστό, αν και το αντιλαμβάνεται. Ο Άλκης Παναγιωτίδης την θρησκοληψία του φανατισμού που έχει ο Χένιεκ. Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος αυτή την «φερέφωνη εκδίκηση». Η Καίτη Κωνσταντίνου την ουδετερότητα της Ζόχα, την σύζευξη του τραγικού με το αστεία αφελές. Η Ράνια Οικονομίδου αυτό το δυναμικό τρέμουλο της Ραχέλκα. Η Κωνσταντίνα Τακάλου την σιωπηρή αντίσταση της Ντόρα. Ο Χάρης Χαραλάμπους τον θαρραλέο φόβο του Μενάχεμ. Και τέλος, ο Βασίλης Μαγουλιώτης τη νηνεμία του Γιάκουμπ Κατζ.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν την σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά που ξεδιπλώνει στη σκηνή κάθε συναίσθημα που γνωρίζεις. Και πολλά απ΄αυτά που ίσως να μην ήξερες ότι βρίσκονται και σε σένα. Από αυτά που τα αναγνωρίζεις σε άλλους και αναρωτιέσαι «Θέε μου, γιατί δεν έχω κι εγώ κάτι τέτοιο…Πού έκανα λάθος;». Πιστεύεις δεν πιστεύεις σε Θεό.
Είναι τρομερά εύστοχη η επιλογή να γίνουν παιδιά άνθρωποι με πολλά χιλιόμετρα στο θέατρο και να επαναφέρουν στην συμπεριφορά τους ακκισμούς που είχαν χρόνια να αποδώσουν. Καθώς τους βλέπουμε να μεταβαίνουν από μια ιδιότητα παλιά σε αυτή του τώρα τους, είναι λες και κάνουμε ένα ταξίδι από την δική μας παιδική ηλικία στο γήρας που έχουμε φανταστεί ή κατακτήσει.
Συνταρακτικός είναι και ο τρόπος διαχείρισης της εκδίκησης. Η Ραχέλκα, μια γυναίκα που θα είχε κάθε δικαίωμα να μαρτυρήσει τους Πολωνούς που σκότωσαν τους συμμαθητές της, προτίμησε να θάψει το τσεκούρι του πολέμου. «Εμείς πρέπει να ζήσουμε εδώ» είπε σπαρακτικά στον Μενάχεμ. Η εκδίκηση ξύνει πληγές που πονάνε αβάσταχτα. Κι από το να τις θυμάσαι καθημερινά επειδή κυνηγάς εκείνη, καλύτερα να ασχοληθείς με τη λείανση στο κακάδι και με το πως δεν θα κολλήσεις κάποια «ασθένεια».