Καθένας από μας τείνει να φτάνει στα δικά του συμπεράσματα, ύστερα από ένα διάστημα απόκτησης εμπειριών ίδιου πεδίου. Τα τελευταία δύο χρόνια έχω δει αρκετό θέατρο. Δεν είμαι με τίποτα ειδήμων ή κάτι τέτοιο. Απλώς μ΄αρέσει να φέρνω στο τραπέζι την δική μου θέαση. Το κομμάτι που ψάχνω πάντα σε μια παράσταση είναι οι αθέατες μεριές της. Εκείνες που καλύπτονται τεχνηέντως. Η παράσταση 7 Χρόνια έχει μια τουλάχιστον τέτοια.
Η επιλογή του φωτισμού και της εστίασης είναι καθαρά στην κρίση του εκάστοτε θεατή. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ο δικός μου φακός πέφτει επάνω σε μια φράση που λέει η Βερόνικα (Αλεξάνδρα Αϊδίνη). Ούσα η υπεύθυνη λογιστικών σε μια μεγάλη εταιρεία τεχνολογίας, πήρε την απόφαση να δημιουργήσει εικονικά βιβλία. Τόσο για την εταιρεία όσο και για τον εαυτό της. Όταν ο διαμεσολαβητής που έχει φέρει η 4άδα των ιδιοκτητών για να τους λύσει τον «γόρδιο δεσμό», την ρωτάει γιατί το έκανε, εκείνη δίνει μια εξήγηση που βασανίζει πολλούς ανθρώπους.
Για την ακρίβεια δεν την ρώτησε κανείς. Μόνη της θέλησε να συνεισφέρει με την οπτική της. Λες και έψαχνε την ευκαιρία να την εκφράσει κάπου. Για μένα τα 7 Χρόνια έχουν ως βιτρίνα κάτι άλλο και στα δοκιμαστήρια τους πας για να δοκιμάσεις αυτό. «Δεν είναι το χρήμα που με ενδιαφέρει. Είναι ο χρόνος» εξηγεί. Ο χρόνος την οδήγησε στην φοροδιαφυγή.
Ο χρόνος είναι το καύσιμο που βάζεις στον εαυτό σου για να οδηγηθεί στη γη του χρήματος. Παρά το γεγονός πως ο άνθρωπος δεν σταματά να επιζητά περισσότερα, από ένα σημείο κι έπειτα άλλο είναι που τον κατατρύχει. Αυτός ο χρόνος του που ξοδεύτηκε αγόγγυστα, πώς μεταφράζεται; Πώς παίρνει την απτότητα του; Γιατί αν 30 ώρες δουλειάς έχουν ως αποτέλεσμα 500 ευρώ και απ΄αυτά τα 350 τα «εκταμιεύει» με τεχνάσματα ο παντεπόπτης-κράτος, τότε είναι σα να αποδεχόμαστε ότι οι 21 ώρες πάνε στα σκουπίδια. Αν αυτό το γνώριζες εξ αρχής, θα έμπαινες καν στην διαδικασία να τις σπαταλήσεις; Μάλλον όχι. Δυστυχώς όμως αυτό είναι το σύγχρονο κράτος. Δεν είναι πια ο χομπσιανός Λεβιάθαν. Είναι τα σαγόνια του καρχαρία που ξεσκίζουν σάρκες δίχως έλεγχο. Σάρκα να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι.
Αυτή η σύνδεση δεν έρχεται τυχαία στο μυαλό μου. Αυτά τα σαγόνια είναι που εμφανίζει ξεχωριστά ο κάθε ένας από τους 4 πρωταγωνιστές. Ο Μαρσέλ (Κωνσταντίνος Ασπιώτης), ο Λουίς (Ορφέας Αυγουστίδης), ο Κάρλος (Γιώργος Χριστοδούλου) και η Βερόνικα. Ευρισκόμενοι μπροστά στον κίνδυνο να πάνε φυλακή για 7 χρόνια, εξαιτίας της παρανομίας, αποφασίζουν ότι πρέπει κάποιος να θυσιαστεί. Το ποιος θα είναι αυτός καλείται να τους βοηθήσει να το αποφασίσουν ο διαμεσολαβητής (Αλέξανδρος Λογοθέτης). Μέσα από δικές του μανιέρες, θα ερμηνεύσει τους 4 στενούς φίλους να βγάλουν στη φόρα όσα απέφευγαν να πουν. Άλλο σημαντικό μάθημα της παράστασης. Είναι πολλά εκείνα που θα θέλαμε να πούμε δίχως συνέπειες, δίχως απώλειες. Μια κακή κριτική για τον φίλο μας, μια ευχή για τον εχθρό του φίλου, μια κατάρα για τους δικούς μας.
Κάθε ένας ξεχωριστά θα πρέπει να εξομολογηθεί στον ανοιχτό χώρο του γραφείου όσα αρνητικά έχει εδραιώσει μέσα του για τους άλλους 3. Πόσο ικανοί είναι στη δουλειά τους, αν αυτό που κάνουν είναι δύσκολο, ποια είναι η πραγματική τους αξία και άλλα τέτοια ερωτήματα.
Η προβληματική τέτοιων καταστάσεων είναι ότι η απώλεια αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας. Δεν μπορείς να την κάνεις skip. Το γυαλί ραγίζει οριστικά κι αμετάκλητα. Οι 4 ήρωες συνειδητοποιούν ότι τους βγαίνει πολύ φυσικά να στηλιτεύσουν ο ένας τον άλλον. Να καταργήσουν κάθε πρότερο δεσμό για να γλυτώσουν το τομάρι τους. Ο φόβος και ο γκρεμός ενεργοποιούν τα πιο ατομικά τους ένστικτα. Η αγέλη ζει και πεθαίνει ταυτόχρονα. Όπως μια αγέλη, οι 3 καταδεικνύουν το αδύναμο σημείο που πρέπει να αποκοπεί, αλλά στο τέλος αποκόβονται όλοι με όλους. Κι όταν πια ο φόβος έχει περάσει, στέκουν όλοι μετέωροι να αναρωτιούνται πως διάβολο θα συνεχίσουν.
Η επιλογή του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου να καταργήσει τη σκηνή και την διάκριση θιάσου με κοινό είναι μέρος της μεγάλης επιτυχίας για τα 7 Χρόνια. Τα γραφεία-props και οι ηθοποιοί στέκονται δίπλα, μπροστά, πίσω και ανάμεσα στο κοινό. Κάθε όριο μεταξύ τους καταργείται. Ίσως γιατί έτσι πρέπει. Να νιώσει ο καθένας ότι οι ηθοποιοί δεν κάνουν κάτι διαφορετικό από το να αντανακλούν μια καταπιεσμένη αλήθεια μέσα μας. Μια αλήθεια που αποφεύγουμε να εκφράσουμε, αλλά κάτι μας τρώει να το κάνουμε. Κάθε ηθοποιός συνεισφέρει με ένα διαφορετικό γνώρισμα.
Ο Ασπιώτης με την εκνευριστική απάθεια-ψυχραιμία του. Ο Αυγουστίδης με την αστάθεια του χαρακτήρα του που αν εικονοποιούνταν θα στεκόταν πάνω από κινούμενη άμμο. Η Αϊδίνη με την ραγισμένη της εγκράτεια. Οι σπασμοί του προσώπου της και το ειρωνικά πλασμένο της χαμόγελο στήνουν την ουσία του ρόλου της Βερόνικα. Τέλος, ο Χριστοδούλου διακατέχεται από μια ορμητικότητα και μια αυθάδεια προς την ίδια την ευγένεια. Μάλλον είναι και ο πιο ειλικρινής απ΄όλους. Αυτός που αποδέχεται τη σαρκοφάγα του πλευρά χωρίς ψευτο-Ερινύες. Τα 7 Χρόνια έχουν ανάγκη από κάθε ένα απ΄αυτά τα στοιχεία. Σαν μια σύγχρονη ορφική φιλοσοφία.
Στο επιμύθιο, τα 7 Χρόνια σηματοδοτούν μια νέα «αίθουσα» για το ελληνικό θέατρο. Και για τα χωρικά ζητήματα που σκήπτουν από την δομή και για τα φευγαλέα του μηνύματα. Τα κρυμμένα σε μια φράση που απομακρύνεται καθώς εφορμούν οι ακόλουθες της.