Το Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου, κατά κόσμον Berlinale, είναι για την πρωτεύουσα της Γερμανίας κάτι σαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες για την αρχαία Ελλάδα. Την περίοδο της διεξαγωγής του τα πάντα κινούνται στους ρυθμούς του, άνθρωποι από όλο τον κόσμο έρχονται για να το παρακολουθήσουν και οι καλύτεροι των καλύτερων από τον χώρο του παγκόσμιου κινηματογράφου έρχονται για να περπατήσουν στο κόκκινο χαλί του, να παρουσιάσουν τις νέες ταινίες τους, να μιλήσουν για αυτές, να διεκδικήσουν τα βραβεία του φεστιβάλ.
Πρόκειται άλλωστε για το δεύτερο -σε σημασία- φεστιβάλ της Ευρώπης μετά τις θρυλικές Κάννες (για τις οποίες, μετά την εμπειρία της Berlinale, ήδη παρακαλάμε να γράψουμε κάτι αντίστοιχο τον ερχόμενο Μάιο…) και η Χρυσή Άρκτος, το βαρύτιμο τρόπαιο με το οποίο βραβεύεται κάθε χρόνο μια ταινία που συμμετέχει στο διαγωνιστικό, είναι «διαβατήριο» επιτυχίας και αναγνωρισιμότητας για όλες τις κινηματογραφικές αίθουσες του πλανήτη.
Για να καταλάβει κανείς το πόσο σημαντικό είναι για την καθημερινότητα του Βερολίνου η διεξαγωγή της Berlinale, αρκεί να θυμηθεί αυτό που γίνεται κάθε χρόνο στην Ελλάδα με τις Νύχτες Πρεμιέρας και μετά να το πολλαπλασιάσει επί χίλια: αν στην Ελλάδα, που η κινηματογραφική κουλτούρα δεν είναι και στα καλύτερά της, στην Αθήνα κάθε Σεπτέμβρη υπάρχει ένα ειδικό κοινό που κάνει αισθητή την παρουσία του στην καθημερινότητα της πόλης, μπορεί κανείς να φανταστεί τι συμβαίνει στο Βερολίνο, εκεί όπου η κινηματογραφική παιδεία είναι στα αλήθεια υπαρκτή.
Μιλάμε άλλωστε για έναν θεσμό που στο περιθώριο των πολύ σημαντικών ταινιών που κάνουν πρεμιέρα εκεί, δεκάδες underground ταινίες, πιο εναλλακτικές και πιο ψαγμένες επιχειρούν να στοιβαχτούν δίπλα τους και να προβληθούν κάποια στιγμή σε κάποια αίθουσα στα πλαίσια του Φεστιβάλ. Κι όμως, ακόμα και για τέτοιες ταινίες γίνεται ο κακός χαμός, ο κόσμος στριμώχνεται για το ποιος θα πρωτομπεί και μπόλικοι από τους φιλόδοξους θεατές μένουν εκτός.
Σε μια πόλη που ακόμα και σήμερα, 28 χρόνια μετά την πτώση του τείχους που καθόρισε την ιστορία της, το Ανατολικό και το Δυτικό «κλίμα» που είχαν συγκροτήσει κάποτε τον Ψυχρό Πόλεμο, συνεχίζει να αιωρείται στην ατμόσφαιρα, το πιο κεντρικό γεγονός της χρονιάς δεν θα μπορούσε παρά να διεξάγεται σε ένα σημείο άμεσα συνδεδεμένο με την παρουσία του τείχους.
Το βασικό κομμάτι της Berlinale (διότι διάφορες ταινίες της φιλοξενούνται σε σινεμά κατά μήκος και πλάτος όλου του Βερολίνου) γίνεται πάνω σε δυο πλατείες τις οποίες κάποτε χώριζε το τείχος (σήμερα τις χωρίζει απλά ένας δρόμος). Δυο τεράστια Mall μοιρασμένα στις δυο πλατείες, το ένα απέναντι από το άλλο, αποτελούμενα από δεκάδες κινηματογραφικές αίθουσες αλλά και καφετέριες, φαγάδικα, πολυκαταστήματα και γενικά, όλα όσα βρίσκονται σε ένα Mall, αποτελούν τον κύριο χώρο διεξαγωγής της Berlinale.
Κάπου εκεί βρίσκεται και το κόκκινο χαλί, από το οποίο κάθε μέρα παρελαύνουν μπόλικοι αστέρες του κινηματογράφου όχι μόνο για να αστράψουν τα φλας των φωτογράφων πάνω τους αλλά και για να τους δουν οι Βερολινέζοι (πιτσιρικάδες στην πλειονότητά τους) που στήνονται από νωρίς στον χώρο για να τους υποδεχτούν.
Ναι, αγαπητέ αναγνώστη: όπως εμείς πάμε στο αεροδρόμιο για να υποδεχθούμε τον Αραούχο, κάτι απόλυτα λογικό εδώ που τα λέμε, εκεί στο Βερολίνο στήνονται στον χώρο της Berlinale για να υποδεχθούν τον Μπράιαν Κράνστον, τον Μπίλ Μάρεϊ και όλο το υπόλοιπο καστ του «Isle of Dogs» του Γουές Άντερσον που άνοιξε το πρόγραμμα της Berlinale. Είναι τρελοί αυτοί οι Γερμανοί…
Δεν υπάρχει ωστόσο πιο γοητευτικό στοιχείο στα πλαίσια της Berlinale (και μάλλον κάτι τέτοιο ισχύει και για κάθε διεθνή διοργάνωση) από την συνύπαρξη τόσο διαφορετικών ανθρώπων από τόσες διαφορετικές χώρες του κόσμου που, από ένα σημείο και μετά, όσο περνούν οι μέρες και έχουν παιχτεί όλο και περισσότερες ταινίες, συγκροτούν αυθόρμητα πηγαδάκια έξω από τα εκδοτήρια, στην αναμονή για την είσοδο σε μια προβολή, σε καφετέριες, σε φαστφουντάδικα και σε κάθε χώρο του φεστιβάλ και μιλάνε για τις ταινίες που τους έχουν κάνει εντύπωση.
Για όσους γνωρίζουν πως η μισή απόλαυση στο να παρακολουθείς μια ταινία είναι το να τη συζητάς μετά με κόσμο που την έχει δει επίσης, δεν γίνεται να μην γουστάρουν με τη συγκεκριμένη συνθήκη, που δημιουργείται αυθόρμητα σε τέτοιου τύπου καταστάσεις. Μάλιστα, η εν λόγω συνθήκη αποκτά και πολυεθνικά χαρακτηριστικά σε φεστιβάλ όπως αυτό του Βερολίνου και αποκτά μια έξτρα ομορφιά.
Το top-5 της φετινής Berlinale
Και επειδή θα μπορούσαμε να γράφουμε για πάντα, ας σταχυολογήσουμε λίγο τις στιγμές. Η 68η Berlinale θα μείνει στις μνήμες όσων την παρακολούθησαν για τους εξής (top) πέντε λόγους:
-Για τους μαζικούς ύπνους στην προβολή της ταινίας του Λαβ Ντίαζ:
Για όσους δεν γνωρίζουν, Φιλιππινέζος σκηνοθέτης και μεγάλο όνομα των κινηματογραφικών φεστιβάλ, φέτος παρουσίασε στη Berlinale την 22η ταινία του με τίτλο «Season of the Devil», διάρκειας 4 ωρών! Παίχτηκε ταυτόχρονα σε δυο αίθουσες, γέμισαν ασφυκτικά και οι δύο, μπόλικοι άνθρωποι έμειναν απ΄έξω και τελικά, η βαρεμάρα ήταν τόσο μεγάλη που η μισή αίθουσα είχε αδειάσει στη 1,5 ώρα ενώ από όσους είχαν μείνει μέσα, σχεδόν οι μισοί κοιμόντουσαν! Δεν είναι πλάκα, ακούγονταν ροχαλητά στην αίθουσα!
-Για το αμφιλεγόμενο «Utøya 22. Juli» που θα συζητηθεί άπειρα όταν κάνει πρεμιέρα και στον υπόλοιπο κόσμο
Η ταινία είχε τελειώσει έχοντας κάνει πρεμιέρα στην εμβληματική κεντρική αίθουσα του Φεστιβάλ και ένα κομμάτι του κοινού γιούχαρε ενώ ένα άλλο χειροκροτούσε. Όλοι όμως έφευγαν από την αίθουσα σιωπηλοί, δείγμα πως προσπαθούσαν να «χωνέψουν» αυτό που μόλις είχαν δει.
Το «Utøya 22. Juli» είναι ένα action θρίλερ από τη Νορβηγία, γυρισμένο με ένα μεγάλο μονόπλανο, με μια ατμόσφαιρα που κάνει τον θεατή να καρφώνεται στην καρέκλα του από την αγωνία και βασισμένο (εδώ είναι όλο το ζουμί…) στην σφαγή της 22ας Ιουλίου του 2011 στην Νορβηγία από τον ναζιστή Μπρέιβικ, ο οποίος μπήκε σε ένα κάμπινγκ και άρχισε να πυροβολεί αδιάκριτα με αποτέλεσμα να τρέχουν άπαντες πανικόβλητοι, 72 να σκοτωθούν και δεκάδες ακόμα να αποκτήσουν μόνιμα προβλήματα αναπηρίας.
Πολλοί κατηγόρησαν την ταινία για ασέβεια απέναντι στους νεκρούς, πως ο σκηνοθέτης πήρε μια μεγάλη τραγωδία και την μετέτρεψε σε action θρίλερ για εμπορικούς λόγους. Στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας, ο ίδιος απάντησε πως έχει την άδεια από όλες τις οικογένειες των θυμάτων και πως έκανε ιδιωτικές προβολές μαζί τους όπου και του έδωσαν το «ok» για να βγει η ταινία.
-Για την απολαυστική συνέντευξη του Νταφόε και την απάντησή του για το αν θα έπαιζε τον Τζόκερ…
Ο Γουίλιαμ Νταφόε βραβεύτηκε με Τιμητική Χρυσή Άρκτο και το χάρηκε πάρα πολύ. Στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ήταν πραγματικά απολαυστικός, τα όσα είπε για την ευθύνη του ηθοποιού στον κινηματογράφο είναι για να διδάσκονται αλλά το highlight, για ορισμένους από εμάς, ήταν μια στιχομυθία του με έναν δημοσιογράφο που τον ρώτησε αυτό που πολλοί σκεφτόμαστε εδώ και χρόνια: «Θα έπαιζε ποτέ τον Τζόκερ;». Τα μάτια του Νταφόε άστραψαν, πήρε ένα… Joker χαμόγελο επιβεβαίωσης και τελικά έδωσε μια… political correct απάντηση. «Μου αρέσουν πολύ οι κόμιξ ταινίες. Θα έπαιζα πολλούς ρόλους σε αυτές. Ό,τι μου προτείνουν θα το συζητήσω», απάντησε κλείνοντας ουσιαστικά το μάτι στο «Ναι».
-Για την… κακή κατάσταση του Γιοακίν Φίνιξ στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας του Γκας Βαν Σαντ
«Don’t Worry, He Won’t Get Far on Foot», λέγεται η ταινία του Γκας Βαν Σαντ που έκανε πρεμιέρα στη Berlinale και τόσο ο ίδιος όσο και ο πρωταγωνιστής της, Γιοακίν Φίνιξ έδωσαν συνέντευξη Τύπου για αυτή. Ο τελευταίος ωστόσο έκλεψε την παράσταση όχι για αυτά που είπε αλλά για τα όσα δεν είπε.
Οι εκτιμήσεις είναι διαιρεμένες: άλλοι λένε πως ήρθε στη συνέντευξη μαστουρωμένος, άλλοι λένε πως ήταν απλά μεθυσμένος και άλλοι πως απλά υποκρινόταν και το έπαιζε εκκεντρικός καλλιτέχνης. Ο ίδιος, στα ελάχιστα που καταδέχθηκε να πει, παραδέχθηκε ότι «δεν του αρέσουν τα φεστιβάλ και δεν του αρέσει που βρίσκεται εδώ».
-Για την ταινία του Σόντεμπεργκ που έχει γυριστεί εξ’ ολοκλήρου με iPhone!
Έγινε και αυτό: ολόκληρη ταινία του Χόλιγουντ γυρίστηκε με iPhone, έκανε πρεμιέρα στη Berlinale και από σκηνοθετική οπτική, το αποτέλεσμα ήταν άψογο. Ο λόγος για το «Unsane», το θρίλερ του Σόντεμπεργκ που επιχειρεί να παντρέψει τα διαφορετικά είδη του σουρεαλισμού, της πολιτικής αλληγορίας και της horror παράδοσης του Κάρπεντερ με ένα αποτέλεσμα που δίχασε (ο γραφών γούσταρε φουλ πάντως).
Σε τεχνικό επίπεδο πάντως, το αποτέλεσμα είναι αναμφισβήτητο: το iPhone έκανε τη δουλειά αληθινού κινηματογραφικού επιτελείου…