Τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη τον παρακολουθώ χρόνια. Τόσα που νομίζω ότι τον ξέρω, ως ηθοποιό. Αλλά κάθε σαιζόν με διαψεύδει, παρουσιάζοντας μια νέα διάστασή του και αποκαλύπτοντας μια νέα του πτυχή. Τηλεοπτικά, τον γνώρισα το 1996 με το «Λόγω Τιμής», με το οποίο έχω μία σχέση που δεν είναι της παρούσης να αναλύσω. Έχω δει σχεδόν όλες τις σειρές και τις ταινίες στις οποίες έχει παίξει.
Στο θέατρο τον πρωτοείδα το 2001 στον «Συλλέκτη» με τη Μαρίνα Καλογήρου. Δύο φορές. Για να ξανανιώσω εκείνον τον πρωτόγνωρο «παλμό» που δεν είχα βιώσει σε άλλη παράσταση μέχρι τότε. Θυμάμαι στο τέλος της δεύτερης φοράς, μία μικρή κουβέντα μαζί του στα παρασκήνια, για το πόσο διαφορετικά μπορεί να φερθεί ένα κοινό στην ίδια παράσταση.
Τώρα πια, 22 χρόνια μετά την πρώτη μας «γνωριμία», μπορώ με σιγουριά να πω ότι εκείνος ο ωραίος ηθοποιός είναι ένα ξεχωριστό πλάσμα, υποκριτικά και σκηνοθετικά, με δεξιότητες που έχουν λίγοι της γενιάς του.
Με άστρο που ακτινοβολεί από πάνω του, ευγένεια που κατακλύζει την προσωπικότητά του, χαμόγελο που δίνει φως στην ύπαρξή του, οξυδέρκεια που τον καθιστά κυρίαρχο της σκηνής και με μια αστείρευτη ενέργεια που αναβλύζει από κάθε του κύτταρο. Κι ο Φάρος είναι εναργές δείγμα αυτών.
Το έργο ακροβατεί ανάμεσα σε συμβολισμούς και ρεαλισμό. Τα γυαλιά που ποτέ -μέχρι πριν το τέλος- δε βρέθηκαν είναι σημείο αναφοράς. Τι βλέπει κανείς και τι μπορεί (ή δεν μπορεί) να δει στα αλήθεια; Μέχρι πού έχει σκοτάδι και πού φέγγει ο Φάρος; Η ευγνωμοσύνη, η αχαριστία, η φιλία, οι ανάγκες, οι κατεστραμμένες ζωές, οι αντρικές συζητήσεις, η ζωή, η πίστη, μια δεύτερη ευκαιρία, ο θάνατος…. Όλα είναι ορόσημα σε αυτή την ιστορία. Ποιος είναι ηθικός και ποιος το παράσιτο σε αυτή την παρέα…
Ποιον θες να απορρίψεις και ποιον να συμπονέσεις… Πέντε ψυχές σε ένα δωμάτιο, εξαιρετικά φωτισμένο αναλόγως με τα δρώμενα, πέντε άνδρες, ή αγόρια ή μήπως παιδιά; Ωριμότητα και ψυχανάλυση, αλκοολισμός και ψέματα, όλα βράζουν μαζί στο ίδιο καζάνι: Στο καθιστικό του σπιτιού δυο αδελφών σ’ ένα προάστιο του Δουβλίνου.
Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος είναι η φωτεινή πινελιά στο μαύρο σκοτάδι. Ακόμη και όταν φωνάζει και ωρύεται, οι σκέψεις του είναι στην οικογένειά του. Με μαύρο χιούμορ, αλλά είναι εκεί. Εκεί είναι το φορτίο του, εκεί και η μοναξιά του.
Ο Νίκος Ψαρράς δίνει περίτεχνες κωμικές ενέσεις στο έργο και κατορθώνει εξαίσια να μεταλλάξει μία κατάσταση που βράζει από θλίψη, πόνο και σακάτεμα. Προσπαθεί να σώσει την οικογένειά του, αλλά οι αδυναμίες και η εξάρτηση δεν του το επιτρέπουν.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης, όπως πάντα υπέροχος. Είναι καθηλωτικός σε εκείνο το υγρό, σκοτεινό υπόγειο, με την καταλυτική του παρουσία, την καθαρή φωνή και το διαυγές του βλέμμα.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, σπαρακτικός. Ανατριχιαστικός, συγκλονιστικός κάθε χρόνο και περισσότερο. Το απαίδευτο ελληνικό κοινό, του χάρισε μόνο λίγες (δύο!) στιγμές απόλυτης σιγής, και τότε μπορούσε ο θεατής να δει τα μάτια του να γυαλίζουν και την καρδιά του να πάλλεται. Όχι μόνο όταν έτρεμε το σώμα του λόγω ρόλου, αλλά και όταν εκείνος καθόταν ακίνητος και μαζεμένος στην άκρη της σκηνής, με τις λαχανιασμένες του ανάσες και το ενοχικό του βλέμμα καρφωμένο στο κενό.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, υποδύεται τον τυφλό, έχοντας όμως «δει» καλύτερα από όλους τις ψυχές, τις λεπτομέρειες και τα όρια, παίρνοντας το ρίσκο να πρωτοπαρουσιάσει ένα αδοκίμαστο έργο. Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει. Και το κάνει ξανά με υπέροχη χημεία ηθοποιών που απογειώνει το σενάριο (η ευστοχία του στην επιλογή του καστ είναι πάντα δεδομένη), με σφιχτό δέσιμο ροής και σκηνοθεσίας, με ανατροπές και εν τέλει με τη λύτρωση στο φινάλε. Ως τυφλός Ρίτσαρντ, ούτε μια στιγμή δεν έπαψε να μεταδίδει το σκοτάδι και την ανασφάλειά του, ακόμη κι όταν έβριζε ή γινόταν σαρκαστικός. Ποτέ όμως δεν έχασε ούτε και το εσωτερικό του φως… Την αισιοδοξία του μέσα στον φόβο.
Στο τέλος του έργου η παρέα μας συζητούσε το αν το ίδιο έργο θα ήταν τόσο καλό με άλλους ηθοποιούς. Όχι, σαφώς. Προσθέτω όμως και κάτι άλλο: Δε θα τολμούσε κανείς άλλος, αυτής της γενιάς, να το ανεβάσει. Δε θα τολμούσε αλλά και δε θα μπορούσε να το ολοκληρώσει με αυτή την επιτυχία.
Η σκηνή του Θεάτρου Αθηνών πάλλεται από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή. Οι ερμηνείες υπηρετούν τους ρόλους με σαφήνεια. O αέρας μυρίζει εξιλέωση. H λύτρωση δίνει στα χέρια τη δύναμη να χειροκροτήσουν και η κάθαρση, εκτός από την ψυχή, πλημμυρίζει και τα μάτια μερικών ευαίσθητων θεατών…
Και είναι τότε που το Σκοτάδι, οδηγεί τελικά στο Φως.