Η Μαρία Ζορμπά σπάει κάθε μέρα την παγωμένη λίμνη της

Τα πιο εκφραστικά και μελαγχολικά μάτια που είδαμε στην ελληνική τηλεόραση.

Όταν κανονίζουμε να μιλήσουμε με έναν άνθρωπο που γνωρίζουμε – αν μας γνωρίζει αυτός δεν έχει σημασία – προβάλλουμε στην οθόνη του μυαλού μας πιθανά σενάρια. Τόσο για το πως θα εξελιχθεί η κουβέντα, αλλά και για το πως θα αντιδρά σε όσα του λέμε. Κάπως έτσι μου συνέβη και μένα με τη Μαρία Ζορμπά.

Πρόκειται για μια ηθοποιό που το πρόσωπο της σου έχει εντυπωθεί για τα καλά από τους τηλεοπτικούς της ρόλους. Διαθέτει δύο μάτια που μοιάζουν να εναποθέτουν πάνω σου μιαν ευεργετική μελαγχολία. Μοιάζουν σαν να καλύπτουν την ευχέρεια τους με μια ανημπόρια που αντιλαμβάνεσαι ότι δεν θες να μάθεις αν ισχύει ή όχι.

Είναι από αυτά τα πράγματα που μένεις να τα παρατηρείς αδιαφορώντας για τις επιδράσεις του διαρκούς κοιτάγματος.

Στη φετινή χρονιά, η Μαρία Ζορμπά έκανε μία από τις 8 κατηγορούμενες γυναίκες στο ομώνυμο έργο που ανεβαίνει στο Θέατρο Αργώ. Σε λίγες μέρες όμως θα μεταπηδήσει σε έναν άλλο χαρακτήρα, σε ένα άλλο δοχείο. Μια μάνα που έχει πεθάνει ο γιος της, έχει δολοφονηθεί, έχει πέσει μοιραίο θύμα bullying για το έργο Vincent River. 

Με αφορμή αυτή την συνθήκη της επαγγελματικής της ζωής, στάθηκα τυχερός να συνομιλώ μαζί της και για το έργο, μα ακόμα περισσότερο για την θέαση που έχει για πολλές πτυχές του είναι της, ως επί το πλείστον συνδεδεμένες με την ιδιότητα της. Αναφέρω την αγαθή τύχη, την ευ-τύχη, γιατί αυτό ήταν που είχα εξ αρχής στο μυαλό μου ως εικασία κι αυτό είχα μετά ως βεβαιότητα, ως συναίσθημα.

Η κουβέντα μας πέρασε από σταθμούς. Πολλούς. Σε άλλους κατέβηκε για πολύ, σε άλλους για λίγο σε άλλους καθόλου. Η διαδρομή της ακολουθεί «διά στόματος» της Μαρίας.

Για το Vincent River: «Είναι μια ιστορία που έχει σαν κέντρο της την μη αποδοχή των διαφορετικοτήτων των ανθρώπων και το πως αυτή η μη αποδοχή μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες αγριότητες. Αυτό που αποκαλύπτεται μέσα από τη συνάντηση της μάνας με τον φίλο του γιου είναι πως η ιστορία έχει ένα παρελθόν. Αυτή η γυναίκα είχε βιώσει κάτι αντίστοιχο, έναν περιορισμό από τους γονείς τους, επειδή είχε σχέση με έγχρωμο άντρα. Παρόλα αυτά δεν μπόρεσε να αποδεχτεί ότι ο γιος της είναι ομοφυλόφιλος. 

Νομίζω είναι τόσο χαμένη που δεν προλαβαίνει να βγάλει την ενοχή στην επιφάνεια. Σίγουρα υπάρχει, πρέπει με κάποιο τρόπο να τη νιώθει, αλλά δεν την φέρνει στο προσκήνιο. Αυτό που είναι το θαυμαστό αφορά την πεποίθηση που έχουμε εμείς οι άνθρωποι ότι ακόμα και στην ύστατη στιγμή, στην τραγική στιγμή, τα έχουμε κάνει όλα καλά. Πώς μπορούν να είναι όλα καλά κι ο γιος να φιμώνει την ζωή του;»

Για την έννοια της διαφορετικότητας: «Ο καθένας έχει έναν δικό του τρόπο που εξελίσσει τον εαυτό του μέσα στο χρόνο. Κάποια πολύ προσωπικά του πράγματα που είναι το κέντρο του και που θέλει να περιστρέφεται γύρω απ΄αυτά. Όχι μόνο σχετικά με την σεξουαλικότητα.  Το διαφορετικό δε νομίζω ότι για κάποιους σημαίνει ανώτερος. Σημαίνει ότι “ο άλλος δεν ταιριάζει σε αυτό που θέλω εγώ να είναι” κι οτιδήποτε εκτός αυτού το βλέπουν ως παρεκτροπή.

Υπάρχει κάτι χαρακτηριστικό στο έργο. Η γυναίκα έχει μετακομίσει μετά το φόνο και οι γείτονες την έχουν διώξει άσχημα επειδή έμαθαν ότι ο γιος της είναι ομοφυλόφιλος. Έχει πάει σε ένα άθλιο σπιτάκι και φρόντισε να πάρει μαζί της το παλιό σερβίτσιο της μαμάς που της έλεγε η μητέρα της να προσέχει μην πάθει κάτι. Αυτό το άψυχο, τελείως χρηστικό πράγμα αποκτά έναν συμβολισμό, γίνεται κόρη οφθαλμού που δεν πρέπει να πάθει τίποτα. Είναι μια ανάγκη να προσκολληθούμε στους τύπους.

Στο τέλος η γυναίκα, εξαντλημένη από την κουβέντα, αναθεματίζει το σερβίτσιο. “Στο διάολο” λέει. Μια κακιά κουβέντα που δεν έλεγε ποτέ. Καταφέρνει με λίγα λόγια να φτάσει σε ένα σημείο λεκτικής οργής. Όπως το λέει είναι σαν να σπάει το σερβίτσιο. Στο τέλος καταλαβαίνει ότι είναι μια απώλεια από τον ίδιο της τον εαυτό».

Για το αν μαθαίνει να κοντρολάρει καλύτερα τα συναισθήματα της εφόσον τα έχει «τεστάρει» αρκετά στους ρόλους της κατά καιρούς: «Νομίζω όσο περισσότερο ανακατεύει κανείς το νερό, δεν το αφήνει να λιμνάζει, όσο περισσότερο παραμένει ζωντανός και πιο δραστήριος αυτός ο χώρος των συναισθημάτων μας, κάποια παλιά μας πράγματα, τραύματα, αισθήματα, ανακινούμενα από τον τρόπο που εργαζόμαστε, μεταβολίζονται σε κάτι άλλο.

Ξεφεύγουν από την ακινησία, από την τσιμεντοποίηση για να το πω κάπως πιο σχηματικά. Πώς λέμε ότι το χλωρό κλαρί λυγάει, το ξερό σπάει; Κάπως έτσι εμείς στη δουλειά μας κρατάμε  μια…υγρασία με τον ψυχικό μας κόσμο. Δεν τον αφήνουμε να αποκοιμηθεί, οπότε όντας ζωντανός μας επιτρέπει να αδειάσουμε και να έχουμε χώρο για καινούργιες πληροφορίες. Νοητικές ή ψυχικές. Οπότε με αυτή την έννοια είναι ευεργετικό να μας δίνεται αυτή η ευκαιρία. Κι είναι κι ένας λόγος που κάνουμε αυτή τη δουλειά. Γιατί κατά τ΄άλλα είναι πάρα πολύ δύσκολο σε όλα της τα κομμάτια».

Για το αν η διαρκής εξάσκηση της σε επιτηδευμένα συναισθήματα την βοηθά να τα διατηρεί πιο ζωντανά και να κρατά τον ρομαντισμό τους σχεδόν ατόφιο«Εμείς καταφέρνουμε να κρατάμε ένα κομμάτι του εαυτού μας ζωντανό. Διατηρεί ζωντανή τη συζήτηση μας με αυτό το κομμάτι η ιδιότητα μας. Για να στηρίξεις βέβαια όλο αυτό το πράγμα χρειάζεται και κάτι άλλο, πιο υψηλό, για να μπορέσεις να το θρέψεις. Γι΄αυτό οι ηθοποιοί αναζητάμε τα ερεθίσματα από πράγματα υψηλότερα από εμάς. Ανατρέχουμε σε ποιητές, σε ζωγράφους, ανθρώπους που διαχειρίζονται δηλαδή τα μεγάλα νοήματα ή στο θείο. Η δουλειά από μόνη της και η εξάσκηση με τους άλλους στις πρόβες δεν είναι αρκετή».

Για την περίοδο που τα συναισθήματα ανάσαιναν κούφια μέσα της: «Όλοι μας περνάμε φάσεις κενών. Η αλήθεια είναι ότι εγώ πιο πολύ μικρή βρισκόμουν σε αυτή την παγωμένη λίμνη του ψυχισμού μου. Η παρομοίωση μου δεν είναι τυχαία. Όταν ήμουν μικρή είχα ένα όνειρο που έβλεπα συχνά. Ήμουν μέσα σε μια παγωμένη λίμνη και είχα βγάλει τη μπότα που φορούσα έχοντας πέσει εκεί, και προσπαθούσα με τη μπότα να σπάσω τον πάγο και να βγω έξω από εκεί που ήταν τόσο κρύα.

Νομίζω ότι κάπως έτσι περιγράφονται οι στιγμές που ένιωσα ακινητοποιημένη συναισθηματικά. Νομίζω ότι αυτό μας βγαίνει πάντα από άμυνα. Δε μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον όγκο των ερεθισμάτων που έρχονται. Εγώ ίσως γι΄αυτό επέλεξα αυτή τη δουλειά. Ήταν η μπότα μου για να σπάσω την παγωμένη λίμνη.

Αυτό που μπορώ να πω για φίλους και δικούς μου ανθρώπους είναι ότι όσο περισσότερο τους βλέπω να μην επιτρέπουν στον εαυτό τους να δεχτεί αυτό το πάγωμα, τόσο πιο εύκολο είναι να μεταβληθεί σε κάτι άλλο, να δεχτεί άλλο ερέθισμα, να πάει παρακάτω. Γιατί αν μείνεις εκεί, ίσως να μείνεις για πάντα. Μου έχει τύχει να παρατηρώ τον εαυτό μου να μένει εκεί από φόβο, αλλά είναι ένας εαυτός που δεν θέλω και πάντα προσπαθώ να μην βρίσκομαι εκεί. Είναι πάντα πολύ δύσκολο, αλλά είναι και μια πρόκληση της ζωής. Μια από τις προκλήσεις τέλος πάντων».

Για τη σχέση της με τα λάθη της: «Έχω δει κάποια από τα λάθη μου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα αποφύγεις να μην τα επαναλάβεις. Αυτό που λέει ο Μπέκετ έχει και την σημασία ότι εν τέλει όλα λάθος θα μας φαίνονται. Άλλωστε η ζωή εν γένει είναι μια φάρσα. Το γεγονός ότι ερχόμαστε για να φύγουμε είναι από μόνο του ένα ακατάληπτο γεγονός.

Οπότε δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι που να ορίζεται ως σωστό και κάτι ως λάθος. Για μένα είναι απλώς μια ροή από την ύπαρξη/συνύπαρξη στην ανυπαρξία και ίσως σε μια άλλου είδους ύπαρξη, το οποίο πρέπει να το κάνουμε με ανοιχτά μάτια, ανοιχτή καρδιά και να μην οικτίρουμε τον εαυτό μας σε σχέση με τα λάθη μας. Σε σχέση με την υποκριτική, εκεί που ζω αρκετό κομμάτι της ζωής μου, λέω “κάνε λάθος, δοκίμασε, δεν πειράζει. Ας δούμε το λάθος για να δούμε και τι υπάρχει μετά απ΄αυτό. Υπάρχει κάτι σωστό; Ένα επόμενο και καλύτερο λάθος;”.

Στα παιδιά που διδάσκω στη σχολή, τους βλέπω ότι έχουν μεγάλο φόβο της γελοιότητας και του λάθους επί σκηνής. Τους λέω πάντα να μη φοβούνται να είναι γελοίοι. Εξάλλου η ανθρώπινη ύπαρξη έχει ένα μεγάλο στοιχείο γελοιότητας. Μέσα στα λάθη μας είναι που μεταλαμβάνουμε τον εαυτό μας και είμαστε σε διαρκή συνομιλία μαζί του. Είμαι υπέρ των λαθών, αρκεί να μην αποβαίνουν μοιραία».

Για το κυνήγι της ικανοποίησης ή/και της μη ικανοποίησης: «Νομίζω ότι ως άνθρωποι είναι στη φύση μας να αποζητούμε την ευχαρίστηση. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτό ψάχνουμε ζώντας. Τώρα το πως ψάχνει και το κυνηγάει ο καθένας είναι θέμα της ζωής και της διαδρομής του.

Ένας μπορεί για παράδειγμα να περιόρισε την ικανοποίηση του στο φαγητό και να έβαλε φραγή σε όλα τα υπόλοιπα. Άλλος αναζητά να έχει μια πιο πλήρη ευχαρίστηση, σε πιο πολλά κομμάτια του εαυτού του. Η ψυχή είναι βέβαια το ζητούμενο. Αν γεμίζει αυτή, τα  άλλα σιγά σιγά μπορεί και να μην είναι τόσο σημαντικά.

Έχω την αίσθηση ότι η ευχαρίστηση, η ικανοποίηση που λέτε, είναι και ζήτημα του κατά πόσο επιτρέπουμε σε εμάς να συγκριθεί με τις ζωές των άλλων. Το κάνουμε αυτό. Έτσι όμως μετατοπίζουμε το κέντρο κάπου έξω από εμάς, ενώ το κέντρο βρίσκεται μέσα μας. Αν το κέντρο το ταΐζουμε σωστά, δυναμώνει και οι συγκρίσεις ατονούν, γίνονται πιο ελεγχόμενες, δεν καταφεύγουμε σε αυτές κάθε λίγο και λιγάκι».

Για το αν νιώθει πως η ζωή της κάνει κύκλους σε επαγγελματικό επίπεδο: «Στα έργα οι θεματικές με κάποιο τρόπο επαναλαμβάνονται, λίγο ή πολύ, αυτό που διαφέρει είναι πως ο συγγραφέας χειρίζεται τα θέματα, άρα και πόσο προκαλεί τον ηθοποιό να τα δει διαφορετικά. Από κει και πέρα έχει σχέση, κι αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον, το πόσο εσύ ο ίδιος έχεις αλλάξει μέσα στα χρόνια.

Δηλαδή για μένα είναι σημαντικό ότι τώρα είμαι λιγότερο αγχωμένη σε σχέση με το ξεκίνημα μου. Εννοώ ως προς το πως θα αντιμετωπίσω μια δουλειά, τους συνεργάτες μου. Υπάρχει ένα μεγαλύτερο άνοιγμα και μία χαλαρότητα που είναι πολύ χρήσιμη. Έχει σχέση με το πως θέλω να είμαι εγώ μέσα στη διαδικασία κι όχι με το πως πρέπει να είμαι καλύτερη κι αποδεκτή. Αυτό υπάρχει πάντα ως επιθυμία, αλλά τώρα γίνεται με άλλο τρόπο. Χωρίς το άγχος, με άνεση».

Για τη θέση του απωθημένου στη δουλειά της: «Δεν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη απωθημένο. Σίγουρα, κάθε ηθοποιός – και κάθε άνθρωπος – έχει πράγματα που θέλει να τα προχωρήσει, να κάνει κάτι ακόμα πιο δύσκολο, να ονειρεύεται συγγραφείς ή έργα. Δεν θα έλεγα όμως πως αυτό είναι το κέντρο των επιδιώξεων μου. Θέλω να έχω σημαντικούς συνεργάτες και σημαντικές δουλειές. Θέλω να είμαι υγιής σωματικά και ψυχικά μέσα σε αυτό, να μην λειτουργώ με άγχος».

* Η Μαρία Ζορμπά πρωταγωνιστεί μαζί με τον Δημήτρη Φουρλή στην παράσταση Vincent River που θα κάνει πρεμιέρα 12 Φεβρουαρίου στο Θέατρο Τρένο στο Ρουφ σε σκηνοθεσία Ευθύμη Χρήστου και μετάφραση Αντώνη Γαλέου.

* Πρωταγωνιστεί επίσης στο 8 Γυναίκες Κατηγορούνται στο Θέατρο Αργώ. Αναλυτικές πληροφορίες θα βρεις εδώ.