Η Μάρω Παπαδοπούλου μας συστήνει σε μια λησμονημένη ποιήτρια
Βρείτε μας στο

«Στις 4 Οκτωβρίου του 1974 η Anne Sexton φόρεσε το παλιό γούνινο παλτό της μητέρας της, πήρε ένα ποτήρι βότκα και πήγε στο γκαράζ. Μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε μουσική και άναψε τη μηχανή – περιμένοντας καρτερικά να τη σκοτώσει το γκάζι. Δεν άφησε κανένα σημείωμα».

Κάπως έτσι ξεκινάει ο πρόλογος για την παράσταση Το Είδος Της – Ο Τελευταίος Μονόλογος της Anne Sexton, η οποία ανέβηκε χθες στη σκηνή του Faust και θα ανεβαίνει κάθε Σάββατο και Κυριακή.

Πρόκειται για μια παράσταση one woman show. Η Μάρω Παπαδοπούλου έγραψε το κείμενο, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί. Κάτι που αν της το έλεγε κανείς πριν 4-5 χρόνια, θα γελούσε, ίσως και να την έλουζε κρύος ιδρώτας.

Η Μάρω είναι μια από τις πλέον ιδιάζουσες περιπτώσεις ηθοποιών. Ξεκίνησε να δουλεύει ως αρχιτέκτονας, έχει δουλέψει ως dj, αλλά αυτό δεν είναι το πιο περίεργο. Το περίεργο είναι πως από το 2010 και μετά, η θεατρική της πορεία έχει περισσότερο μονόλογο παρά διάλογο. Κάτι που για κάποιους είναι συνώνυμο του απόλυτου σκοταδιού, για εκείνη έχει γίνει φως.

Έμαθε με τον καιρό πως να το διαχειρίζεται. Όπως έμαθε με τον καιρό άλλες σκέψεις που βρίσκονται πια στο κεφάλι της. Σκέψεις που την έκαναν να πετάξει σαν τη μύγα στο φως προς την Αν Σέξτον. Μια γυναίκα, η ιστορία της οποίας έχει πολλά κοινά στοιχεία με το σημείο ζωής που βρίσκεται η Μάρω. Ως προς τις πνευματικές και ψυχολογικές ανησυχίες εννοώ.

Μέχρι εδώ όμως ο δικός μου ρόλος. Κατεβαίνω από τη σκηνή για να ανέβει στη φαντασία σας η Μάρω. Μέσα από τα λόγια της. Λόγια που αφορούν την παράσταση, μα πολύ περισσότερο την ίδια.

Η ΜΑΡΩ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝ ΣΕΞΤΟΝ

Η Μάρω Παπαδοπούλου μας συστήνει σε μια λησμονημένη ποιήτρια

Την αγαπούσε πολύ ο Χατζιδάκις: Η αιωνόβια ταβέρνα που φημίζεται σε όλη την Αθήνα για τα κεφτεδάκια και την αυλή της
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Την αγαπούσε πολύ ο Χατζιδάκις: Η αιωνόβια ταβέρνα που φημίζεται σε όλη την Αθήνα για τα κεφτεδάκια και την αυλή της

«Έχω ξανακάνει μονόλογο. Πρωτοανέβηκε το 2010, παιζόταν μέχρι το 2015 κατά καιρούς, λεγόταν “Ντε Σαντ. Στη Ζυστίν” και το είχε γράψει και το είχε σκηνοθετήσει ο Τσεζάρις Γκραουζίνις. Οπότε δεν είναι η πρώτη φορά που αναμετριέμαι με αυτό. Σε τέτοιες περιπτώσεις το κοινό είναι σύμμαχος και αποδέκτης περισσότερο, παρά κάτι με το οποίο καλούμαι να παλέψω.

Ο μονόλογος έχει μία μοναξιά. Με την έννοια ότι είσαι μόνος πάνω στη σκηνή, δεν έχεις έναν παρτενέρ, δεν έχεις να ανταλλάξεις πράγματα με έναν άλλο ηθοποιό, είσαι στο καμαρίνι κι ετοιμάζεσαι μόνος σου, δεν έχεις να μοιραστείς τις δημιουργικές-καλλιτεχνικές αγωνίες σου με κάποιον άλλον. Αλλά στη σκηνή το κοινό είναι αυτό στο οποίο θέλω να πω όσα έχω. Γίνεται μια ωραία ανταλλαγή και φεύγει η μοναξιά».

«Αυτό το έργο το συνέθεσα εγώ κειμενικά και είναι βασισμένο σε βιογραφικά στοιχεία για την Σέξτον, στην αλληλογραφία της και σε πράγματα που έχει πει η ίδια κατά καιρούς σε συνεντεύξεις της. Είναι δηλαδή μια σύνθεση με λεγόμενα δικά της.

Εγώ γνώρισα την Σέξτον πριν κάποια χρόνια σε ένα αναλόγιο της Ίριδας Χατζηαντωνίου. Μου έδωσαν να διαβάσω κομμάτια από το έργο της, μου έκανε εντύπωση, άρχισα να αναζητώ υλικό της, βρήκα το βιβλίο που κυκλοφορούσε και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Printa, όπου είναι η ποίηση της Σέξτον σε μετάφραση Δήμητρας Σταυρίδου.

Από κει ξεκίνησα να αντλώ το δικό μου υλικό. Άρχισα να στήνω μια πρώτη ιδέα του τι θα μπορούσε να αποτελεί ένα κείμενο, αλλά αυτό άλλαξε πολλές μορφές στην πορεία. Δεν ήταν παρά πέρσι που με τη συμβολή του Σπύρου Μαντζαρίνου, ενός νεαρού συγγραφέα, κατευθύνθηκα δημιουργικά και συνέχισα να εξελίσσω το κείμενο μου. Έγιναν πολλές προσθαφαιρέσεις.

Το καλοκαίρι έφτασε στα χέρια μου και μια άλλη έκδοση με όλη την αλληλογραφία της Σέξτον και μου προσέφερε αρκετά νέα στοιχεία στο κείμενο μου. Υπήρξε δηλαδή ένα πρώτο διάστημα το 2016 με το κείμενο σε πρώιμη μορφή και η τωρινή του μορφή αποκρυσταλλώθηκε πριν από λίγο λιγότερο από χρόνο. Παρουσιάστηκε και μια work in progress εκδοχή σε ένα φεστιβάλ στο Tempus Verum.

Η Μάρω Παπαδοπούλου μας συστήνει σε μια λησμονημένη ποιήτρια

Μετά απ΄αυτή την παρουσίαση άφησα να περάσει λίγος καιρός για να σχηματιστούν στο μυαλό μου όσα ήθελα απ΄αυτό το κείμενο κι όσα ενδεχομένως δεν ήθελα. Δούλεψα χωρίς την πίεση ημερομηνιών παράθεσης, αλλά από τον Οκτώβριο που άρχισα να αναζητώ θέατρο – γιατί άμα κάτι το αφήνεις και πάρα πολύ αρχίζει να ξεχειλώνει – και ορίστηκαν ημερομηνίες μέσες άκρες, μπήκε ο χρονικός ορίζοντας που θέλοντας και μη, σου καθορίζει πράγματα.

Εγώ ένιωθα για το κείμενο ότι είχε φτάσει στη μορφή που ήθελα από τότε. Έμενε βέβαια να δουλευτεί και η σκηνική του εκδοχή. Όταν έγινε κι αυτό, παρουσιάστηκαν νέες ανάγκες στο κείμενο, οπότε έπρεπε να γίνουν μερικές ακόμα αλλαγές που απαιτούσε η σκηνή».

«Ο λόγος που διάλεξα το Faust είναι ότι είχα φανταστεί πως μου ταίριαζε. Πέραν της εμπιστοσύνης που έχω με τους ανθρώπους και της εκτίμησης, η σκηνή του ήταν σημαντική για μένα. Για παράδειγμα, στο Tempus Verum που το είχα παρουσιάζει τον Ιούνιο, προσαρμόστηκα μεν εκεί, αλλά δεν φανταζόμουν το έργο στον χώρο του. Ακόμα και το χρώμα του Faust είναι κάτι που το ήθελα. Σκηνοθετικά φαντάζεσαι πάντα πως θες έναν χώρο. Φαντάζεσαι ποια σχέση θες να έχεις με το κοινό. Θες να είναι κοντά, μακριά, γύρω γύρω».

«Μου αρέσει πολύ η γραφή κι ο λόγος της Σέξτον. Βρήκα επίσης πολλά θέματα που την απασχόλησαν να απασχολούν και μένα. Οι οικογενειακές σχέσεις, ειδικά η σχέση μάνας-κόρης, το θέμα της μητρότητας, δηλαδή θέματα γυναικείας ταυτότητας, ο έρωτας, ο γάμος, η γυναίκα-δημιουργός.

Πέρα απ΄αυτά είναι κι η ψυχική της ασθένεια κι ο τρόπος που η δημιουργία αποτέλεσε το μέρος που ηρεμούσε και ξέφευγε απ΄αυτήν. Όλα αυτά, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, μ αφορούσαν προσωπικά. Με γοήτευσε όμως κι ο τρόπος που μιλάει, η εμφάνιση της, το χιούμορ της, ο τρομερός της αυτοσαρκασμός. 

Αν δείτε σε ομιλίες της στο Youtube ο κόσμος γελάει με τις ενδιάμεσες ατάκες της. Είναι μια συγκεκριμένη μάλιστα η οποία ήταν κι η τελευταία της. Προκαλούσε το γέλιο στον κόσμο και λίγες μέρες μετά αυτοκτόνησε. Η Σέξτον είχε μια χάρη, μια περηφάνια, ήταν λίγο σαν σταρ. Χωρίς να κρύβει κάτι. Τα έλεγε όλα με το όνομα τους».

Η Μάρω Παπαδοπούλου μας συστήνει σε μια λησμονημένη ποιήτρια

«Πολλές φορές, μια ιδιαίτερη κι επαναστατική ψυχή δεν μπορεί να ακολουθήσει τον τρόπο ζωής της οικογένειας. Δηλαδή η Σέξτον είχε μια οικογένεια μεγαλοαστική, οι αδερφές της είχαν παντρευτεί σε τακτοποιημένους γάμους. Αυτή δεν χωρούσε σε αυτό κι αντιδρούσε. Γι΄αυτό ίσως να μην ήταν ψυχική ασθένεια αυτό που είχε, αλλά μια αντίδραση στις κοινωνικές νόρμες.

Η Σέξτον ξεκίνησε να γράφει στην εφηβεία και όταν η μάνα της την κατηγόρησε ότι κλέβει, δεν ξανάγραψε τίποτα. Παρόλα αυτά πραγματοποιήθηκαν αρκετά όνειρα της όσο ζούσε. Παντρεύτηκε τον άντρα που αγαπούσε, πήρε το Πούλιτζερ, αλλά αυτό που της έλειπε σύμφωνα με την ίδια ήταν η αγάπη. Ήταν ένα κενό για εκείνη που δεν καλυπτόταν.

Μην ξεχνάτε ότι άλλαζε διαρκώς κλινικές, άλλαζε αγωγές, είχε ερωτικές σχέσεις, χώρισε με τον άντρα της, επομένως η διαταραχή της ήταν ένας συνδυασμός πραγμάτων. Το αλκοόλ, το γεγονός ότι μεγάλωνε, οι αποτυχημένες σχέσεις της, η αίσθηση της μοναξιάς που την διακατείχε, μέχρι κι οι φίλοι της κουράστηκαν να τη στηρίζουν, την έφεραν ενώπιον της απόφασης.

Κάποια στιγμή είπε “θα πάω να παραδοθώ στον θάνατο που με καλεί”. Η αυτοκτονία της ήρθε στο τέλος μιας σειράς από αρκετές απόπειρες».

«Η ποίηση της Σέξτον ήταν εξομολογητική. Έγραφε για τον αυνανισμό, την σεξουαλική κακοποίηση, για τα άσυλα, τα φάρμακα. Τότε θεωρήθηκε ακραίο αυτό και κατακρίθηκε αρκετά».

«Είναι δύσκολο. Δεν μπορείς να είσαι μέσα στο έργο, αλλά κι έξω απ΄αυτό. Δεν μπορείς να παίζεις και να σε κοιτάζεις. Δεν γίνεται πρακτικά να χωρίσεις το σώμα σου στα δύο. Η τεχνολογία μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε τον εαυτό μας και να τον σκηνοθετήσουμε εσωτερικά, αλλά κι αυτό απέχει. 

Όταν το πρωτοσκέφτηκα μου φαινόταν βουνό. Πριν κάποια χρόνια έβλεπα άλλους να το κάνουν κι αναρωτιόμουν πώς το κάνουν, πώς καταφέρνουν κάτι να πουν. Εγώ δεν πίστευα ότι θα είχα κάτι να πω. Έρχεται όμως μια ώρα στη ζωή σου που κάπως κάτι γίνεται και μια φωνή σου λέει να το κάνεις. Μπαίνεις στο χορό και βηματάκι βηματάκι το ανεβαίνεις το βουνό. Λίγο πριν την κορυφή τα φτύνεις και κουράζεσαι, αλλά αξίζει. 

Η Μάρω Παπαδοπούλου μας συστήνει σε μια λησμονημένη ποιήτρια

Ο λόγος που το έκανα να έχω όλες τις ιδιότητες μαζί, αφορά στην μεγάλη προσωπική έρευνα που έκανα για τη Σέξτον. Ήθελα οπωσδήποτε να βγουν από το στόμα μου αυτά τα ποιήματα. Είχα κάνει αυτή την έρευνα και μου είχαν γεννηθεί οι επιθυμίες. Με βοήθησαν σαφώς κι άλλοι άνθρωποι, αλλά στο τέλος είχα εγώ τον λόγο.

Είναι κάτι ιδιαίτερο σε μια ιδιαίτερη στιγμή μου. Είναι ένα τόλμημα για μένα. Σκεφτόμουν κι αντλούσα δύναμη από τη φράση της Σέξτον “Τόλμησα και πήρα το ρίσκο να γελοιοποιηθώ”. Έλεγα “και τι θα γίνει; Οκ, θα αποτύχεις, δεν θα είναι καλό. Δεν πειράζει”. Τουλάχιστον το δοκίμασα και δεν φοβήθηκα να το δοκιμάσω. Για μένα αυτό είναι το κέρδος». 

Η ΜΑΡΩ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΩΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ

«Η Σέξτον ανακάλυπτε μέσα από την ποίηση της εκδοχές του εαυτού της που δεν τις είχε αντικρύσει. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στον ηθοποιό. Νομίζω όλοι οι ηθοποιοί αυτό ψάχνουμε. Τις πολλές ζωές που δεν θα ζήσουμε πραγματικά, αλλά τις βιώνουμε στη σκηνή.

Παρόλα αυτά, πάντα φέρεις ένα κομμάτι του εαυτού σου και σε αυτό συνίσταται το να είσαι ηθοποιός. Τι θα αφήσεις στην ερμηνεία για να το παντρέψεις με το πρόσωπο που υποδύεσαι. Είναι λίγο περίεργο, δεν γίνεσαι 100% κάποιος άλλος. Θα έλεγα ότι μάλλον ανακαλύπτεις κομμάτια δικά σου που δεν τα έχεις πολυχρησιμοποιήσει στη ζωή.

Εκδοχές που υπάρχουν μέσα σου, αλλά ίσως να μην τις έχεις συνειδητοποιήσει. Στην ουσία κάποιο κομμάτι σου ανασύρεται για να παίξεις τον ρόλο. Υπάρχει κάπου. Δεν το φέρνεις απ΄έξω».

Η Μάρω Παπαδοπούλου μας συστήνει σε μια λησμονημένη ποιήτρια

«Είναι μια γλυκιά ανάμνηση οι παλιότεροι ρόλοι. Τους θυμάμαι με αγάπη. Όχι σαν τρίτο πρόσωπο, αλλά σαν την εκδοχή μου που βίωνε πάνω στη σκηνή. Το θέατρο το έχει αυτό. Τελειώνουν οι ρόλοι, τελειώνουν οι συνεργασίες με κάποιους ανθρώπους. Τελειώνει εν ολίγοις μια συνθήκη που έχετε μεταξύ σας.

Κάθε τέλος είναι όμως και μια αρχή. Είναι ωραίο να ξέρεις ότι πάντα υπάρχει μια νέα αρχή μετά από ένα τέλος. Είναι ωραίο που δεν υπάρχει μια ρουτίνα. Αυτό είναι κάτι που το θέλω. Δε θα μπορούσα να είμαι στην ίδια δουλειά με τους ίδιους ανθρώπους για δέκα χρόνια φερ΄ειπείν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μένουν φιλίες με κάποιους από τους ανθρώπους που σας έφερε κοντά μια συνθήκη που σύντομα θα λήξει».

«Υπάρχει πίεση να αποδείξεις τι μπορείς να κάνεις. Υπάρχουν ταχύτητες, πληθώρα ερεθισμάτων, πληροφοριών. Η σύγχρονη εποχή πιέζει με τα πρέπει της και τους ρυθμούς της. Τα πράγματα όμως δεν γίνονται έτσι. Δεν ωριμάζουν όμορφα, δεν έχουν φυσιολογική ροή. Κι ειδικά στην τέχνη.

Κάποιες φορές η ανάγκη μας κάνει να μην το βλέπουμε. Αλλά θα έρθουν ευκαιρίες που δεν θα είναι κατόπιν πίεσης και θα τις αδράξει ο καλλιτέχνης. Είναι μια διαρκής αγωνία βέβαια για εμάς. Δεν απαλλασσόμαστε ποτέ απ΄αυτό. Κάνουμε συμβιβασμούς επαγγελματικούς και προσωπικούς για να κρατήσουμε μια ισορροπία.

Ακόμα κι αυτό που σου αρέσει να κάνεις, το πάθος σου, δε σημαίνει ότι δεν θα έρθει μια ώρα που θα νιώσεις ότι κουράστηκες και θα πεις “αχ, να έκανα κάτι άλλο”. Δεν είναι όλα φωτεινά και με χαρούμενα χρώματα. Θες να έχεις μια σταθερότητα, ακόμα κι άσχετη από το θέατρο, για να ξέρεις ότι οι επιλογές σου στην τέχνη θα είναι λιγότερο εξαρτημένες από την ανάγκη».

Η Μάρω Παπαδοπούλου μας συστήνει σε μια λησμονημένη ποιήτρια

«Ποτέ δεν είναι τυχαίο αυτό που μας έρχεται. Άλλες φορές το επιλέγουμε, άλλες μας επιλέγει. Μου έχει συμβεί όσα διακυβεύονται σε έναν ρόλο να υπάρχουν και στη ζωή μου κι αυτό να με τραβάει να τον υποδυθώ. Είτε είναι επιλογή μου είτε μου τον έχουν προτείνει, άρα ίσως εκεί είναι ο ρόλος που έρχεται κατά πάνω μου. Κι αυτό ισχύει και ανάποδα.

Μπορείς να πεις Όχι για έναν ρόλο που εκείνη τη στιγμή δεν μπορεί να βρει σημείο επαφής με την κατάσταση της ζωής σου. Συναισθηματική κυρίως. Επίσης, όταν λες ένα Όχι, κάπου στη συνέχεια σε περιμένει ένα Ναι. Ο μονόλογος για τη Σέξτον είναι ένα τρανό παράδειγμα. Όταν ξεκίνησα να το δουλεύω, το πίεσα κι έκανα πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών. Κι απορρίφθηκε η πρόταση.

Σκέφτομαι ότι αν κάποιος από τους φορείς το είχε δεχτεί, δεν θα ήταν το κείμενο που είναι τώρα. Θα είχα βιαστεί να το κάνω και δεν πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο από το τωρινό, το οποίο ωρίμασε και πήρε το χρόνο του, που μου ήρθαν νέα στοιχεία. Δεν ξέρω κι εγώ αν θα ήμουν έτοιμη να το κάνω.

Θα υπήρχαν κάποια χρήματα και μια προβολή, αλλά εκ των υστέρων νιώθω ότι είναι καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Αυτόν τον τρόπο σκέψης δεν τον είχα από πάντα. Σιγά σιγά κατάλαβα ότι το να έχεις μια εμπιστοσύνη στη ζωή – ούτε Θεό, ούτε μοίρα κτλ. – ότι θα έρθουν τα πράγματα σωστά κι ότι αυτό που μια στιγμή φάνηκε εμπόδιο, σε μια μετέπειτα στιγμή θα είναι εργαλείο».

Η ΜΑΡΩ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ

«Κάνω αναδρομές στο παρελθόν μου, σε πρόσωπα, στιγμές. Εγώ γράφω κατά καιρούς ημερολόγια οπότε πολύ συχνά τα ξαναπιάνω και μου έρχονται μνήμες, μοτίβα που επανέρχονται, έχει ενδιαφέρον αυτό.

Η Μάρω Παπαδοπούλου μας συστήνει σε μια λησμονημένη ποιήτρια

Από την άλλη όμως, όσο μεγαλώνω, προσπαθώ να αποδέχομαι όσα έχω ζήσει, να κατανοώ ότι υπήρχε λόγος που επέλεξα όσα επέλεξα, ακόμα κι αν τότε μπορεί να φαίνονταν λάθος, κι ότι τελικά το σημαντικό είναι το τώρα. Ναι, κουβαλάμε κάτι από το παρελθόν μας πάντα, αλλά το μέλλον είναι αυτό που δεν γνωρίζουμε. Ο πλούτος της ζωής είναι να μην χάνεται το τώρα στην πορεία μας προς το μέλλον».

«Ο θάνατος είναι το βασικό θέμα του ανθρώπου. Αυτό είναι που τον ωθεί στο να δημιουργεί και να σχετίζεται. Είμαι αρκετά ψύχραιμη ως προς τον θάνατο σε σχέση με τους ανθρώπους, ειδικά τους μεγάλους σε ηλικία που έχω στο περιβάλλον μου. Δεν ξέρω όμως πως θα είμαι τότε.

Η κυρία Πατεράκη, η δασκάλα μου, μας έλεγε ότι το τέλος των άλλων το αντιμετωπίζουμε με μια λύπη, μια στενοχώρια. Το δικό μας το τέλος όμως το αντιμετωπίζουμε είτε με απόλυτη ψυχραιμία είτε με τρόμο. Πιο πολύ με θλίβει και με φοβίζει η φθορά, τα γηρατειά που τελειώνουν με άσχημο τρόπο. Λέω καλύτερα να πεθάνω αξιοπρεπής και νωρίτερα παρά να φτάσω 100 χρονών.

Από την άλλη έχω ένα γιο κι επειδή τον έκανα μεγάλη, σκέφτομαι πολλές φορές πόσο χρονών θα είμαι σε κάθε στάδιο της ζωής του. Άραγε θα ζω τότε; Δεν θέλω όμως να τον βαρύνω με την ανημπόρια μου, οπότε δεν πειράζει, ας φύγω νωρίς.

Αυτές είναι οι σκέψεις μου και μεγαλώνουν και παραλλάσσονται όσο μεγαλώνω. Απλώς οι απώλειες που βιώνεις με δικούς σου ανθρώπους, ίσως να δημιουργήσουν το χώρο μέσα σου για μια καλύτερη αποδοχή. Προς το παρόν εγώ δεν έχω ακόμα μια εμπειρία τέτοιας απώλειας. Γι΄αυτό κι όσα λέω δεν έχουν δοκιμαστεί.

Είναι διαφορετικό να σκέφτεσαι τον θάνατο με βάση βιώματα τέτοιου τύπου, κι άλλο να είναι ο θάνατος η απάντηση σε απογοήτευση ή μη πίστη στη ζωή. Θεωρώ ότι δεν θα έπρεπε ο θάνατος να είναι λύση σε ένα τέτοιο συναίσθημα. Κάποιος που καταφεύγει εκεί, έχει κενά που δεν μπόρεσε να τα καλύψει. Επιλογή του βέβαια, και σεβαστή.

Δεν θα ξέρουμε ποτέ τι συνέβαινε στη ζωή ενός ανθρώπου λίγο πριν και γιατί κατέφυγε στον θάνατο. Μόνο υποθέσεις κάνουμε. Κι αυτά που είπαμε για τη Σέξτον είναι ερμηνείες. Ο καθένας μιλάει πάντα εξ ιδίων. Το ζήτημα της ηλικίας δηλαδή που ανέφερα για τη Σέξτον είναι αυτό που ταλανίζει τις δικές μου σκέψεις. Σημασία έχει να αποδεχόμαστε εμάς, τον άλλον, τα κενά μας, να τα ομολογούμε και να μην τα κρύβουμε».

Η Μάρω Παπαδοπούλου μας συστήνει σε μια λησμονημένη ποιήτρια

«Αν κάτι μου λείπει, είναι μια περισσότερη χαρά και ξεγνοιασιά όταν ήμουν πιο νέα. Με ρουφούσαν και με βάραιναν πολύ κάποιες καταστάσεις που θα ήθελα να τις είχα αφήσει πιο εύκολα πίσω μου. Και πάλι όμως έτσι ήταν τα πράγματα. Χάρη σε αυτά έφτασα ως εδώ. Κι η οπτική μου έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Παλιότερα ένιωθα πιο παραπονεμένη κι αδικημένη. Τώρα προσπαθώ να τ΄αγαπήσω όλα κι όλους. Δεν είναι εύκολο προφανώς».

«Η χαρά είναι κάτι που υπάρχει. Είναι ένα ανυψωτικό συναίσθημα, φτάνει να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να μπει εκεί. Συνήθως δεν το επιτρέπουμε, ή δυσκολευόμαστε, ή νιώθουμε ενοχές να χαρούμε επειδή δεν είναι ο διπλανός μας. Δεν είναι εύκολο να μπεις στη χαρά. Δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει.

Χαρά είναι τα πάντα. Να βουτάς στη θάλασσα, να ακούς μουσική και να χορεύεις, να κάνεις έρωτα, να μοιράζεσαι πράγματα με τους φίλους σου, να βλέπεις το παιδί σου στα μάτια. Άφθονες αφορμές για χαρά έχει η ζωή. Εμείς πόσο τολμάμε να μπούμε μέσα σε αυτές και να κάτσουμε; Εγώ πιστεύω ότι αν το επιτρέψεις στη ζωή, θα σε εκπλήξει σφόδρα. Δεν είναι μια ουτοπία η χαρά. Αν είναι κάτι ουτοπία αυτό είναι οι σχέσεις ή οι προσωπικοί φόβοι».

* Η παράσταση Το Είδος Της – Ο Τελευταίος Μονόλογος της Anne Sexton παίζεται στη σκηνή του Faust (Καλαμιώτου 11 & Αθηναϊδος 12, Μοναστηράκι) κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 18:00. Παράλληλα, το κείμενο της παράστασης κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Βακχικόν και θα διατίθεται στο θέατρο και ως πρόγραμμα

Για εισιτήρια εδώ.