«Πρέπει να πάρεις συνέντευξη από τον Χάρη Φραγκούλη, είναι απίστευτα αυτά που λέει» με παραίνεσε κάποτε μια φίλη και αναρωτιόμουν από πού προκύπτει αυτή η πεποίθηση. Μέσα μου κι εγώ ο ίδιος είχα σκεφτεί πολλές φορές ότι θα ήθελα να αναμετρηθώ μαζί του.
Έχοντας διαβάσει συνεντεύξεις του στο παρελθόν, θεωρούσα ότι αυτά που διάβαζα ως λόγια του ήταν προϊόν κυρίως των ερωτήσεων που του ετίθεντο. Ότι δηλαδή ο Χάρης έχει κάτι μέσα του που από μόνος του το βγάζει σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις και σίγουρα όχι σε έναν άγνωστο του δημοσιογράφο.
Κι αρκεί να γίνουν οι κατάλληλες ερωτήσεις για να ξεκλειδωθούν κάποια πράγματα. Δεν είχα φτάσει στο σημείο να πιστεύω ότι μπορώ να του τα ξεκλειδώσω. Μέχρι που βρέθηκα στην παράσταση που σκηνοθετεί και ανεβαίνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Τέχνης στην Πεσματζόγλου.
Οθέλλος. Σαίξπηρ. Οθέλλος και Σαίξπηρ. Ένα έργο που για τον ίδιο είναι μια βουτιά σε ό,τι πιο βαθύ έχει αντικρύσει ποτέ στον εαυτό του. Κι οι μεγάλες βουτιές έχουν ένα ζήτημα. Όσο πιο βαθιά πας, τόσο προς τα πάνω έρχονται τα όργανα σου. Σε βαθμό που από ένα σημείο και μετά είναι πιθανό να αιμορραγείς όντας νεκρός. Αυτό είναι ο Σαίξπηρ, αυτό ο Οθέλλος. Αυτό και τα δύο μαζί για τον Χάρη.
Τα πράγματα ήρθαν έτσι που τελικά αναμετρήθηκα μαζί του χωρίς καν να έχω αποφασίσει ότι ήμουν έτοιμος. Μήπως όμως είμαστε έτοιμοι για τίποτα στη ζωή μας; Με διαβάζεις να μετατρέπω μια συνέντευξη με κάποιον και να μην τοποθετώ αυτόν ως πρωταγωνιστή. Αυτό δεν το κάνω από ναρκισσισμό ή εγωπάθεια. Τουλάχιστον αυτό νομίζω.
Το κάνω γιατί στο τέλος της κουβέντας είχα την αίσθηση ότι μεταφέρθηκα στην αρχαία Ελλάδα κι αριστοτέλευα δίπλα σε κάποιον Πλάτωνα. Ο φανατικός Πανιώνιος Χάρης Φραγκούλης είναι ένα άτομο που η συναναστροφή μαζί του σε πλουτίζει και σε αχρηστεύει. Το τι σημαίνει αυτό θα το δεις στην πορεία της κουβέντας.
Αν θέλω να έχεις κάτι στο νου σου είναι μια εικόνα του Χάρη αληθινή. Αυτό που θα διαβάζεις να το κάνεις εικόνα χωρίς αμφισβήτηση, χωρίς σκέψη ότι υπάρχει ένα δομημένο ίματζ. Ο Χάρης απέχει έτη φωτός από τέτοιες λογικές. Όλα είναι απότοκα του εαυτού του. Των φόβων του. Τους βγάζει στη φόρα κι από κει και πέρα παίρνουν τις μορφές τους.
Ο Μάικλ Μακόρμακ στο βιβλίο του Κόκκαλα Από Ήλιο δεν έχει βάλει ούτε μια τελεία, ούτε ένα ερωτηματικό, ούτε ένα γράμμα κεφαλαίο. 325 σελίδες, μια περίοδος. Κάπως έτσι θέλω να φανταστείς τα όσα λέει ο Χάρης. Σαν ένα συνεχές κι όχι διακοπτόμενο.
Ετοιμάσου. Όχι ακόμα. Μια μικρή παράκαμψη. Γιατί ο Χάρης, πέραν του ότι σκηνοθετεί τον Οθέλλο και είναι ένας άνθρωπος-πρόσφορο για το θέατρο, είναι και φανατικός Πανιώνιος. Θα μπορούσε να μιλάει ώρες για τον Πανιώνιο. «Γράψε μόνο ότι είμαι Πανιώνιος. Αυτό φτάνει κι ας μην πούμε τίποτα περισσότερο» μου λέει και μου περιγράφει το πως βλέπει το ελληνικό ποδόσφαιρο.
«Ως Πανιώνιος επιχειρώ μια απλή υγεία. Να μη χρωστάει η ομάδα, να υπάρχουν νέα παιδιά. Δεν ξέρω αν ο Πανιώνιος έκανε πρωταθλητισμό και έπαιρνε τα πρωταθλήματα όπως τα παίρνουν στην Ελλάδα, θα συνέχιζα να είμαι Πανιώνιος. Έχει σημασία αυτή η επιλογή.
Αν ερχόταν στον Πανιώνιο ένας επιχειρηματίας που θα έβαζε λεφτά κι όχι ένας απατεώνας που θα έστηνε αγώνες, πάλι θα στήριζα την ομάδα. Όταν είχε έρθει ο Τσακίρης τον έφαγαν γιατί ήταν καθαρός. Αλλά ο Τσακίρης δεν είναι ο μέσος μεγαλοπαράγοντας. Έχει σημασία ο τρόπος. Εμείς πέρσι μπήκαμε στο ματς για να προστατεύσουμε τους διαιτητές που δέχτηκαν τραμπουκισμό».
Από δω και κάτω ξεκινάει ο υπόλοιπος Χάρης Φραγκούλης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΟΘΕΛΛΟΣ ΚΑΙ ΣΑΙΞΠΗΡ
«Η κίνηση του να κάνεις ένα έργο δεν αφορά κάτι που διάλεξες εσύ. Σημαίνει κι αυτό, αλλά σημαίνει κι ότι σε διάλεξε και το ίδιο το έργο. Το επισκέπτεσαι μια στιγμή και αυτό σε επισκέπτεται ξανά μετά από χρόνια. Μια τέτοια σχέση έχω με τον Οθέλλο. Τον είχα διαβάσει και με επισκέφτηκε πολύ αργότερα.
Ένιωσα ότι υπήρχε ο χώρος αυτή την καταστροφή, αυτή την παραφορά, αυτή την τεράστια πλημμύρα από αγάπη, ποίηση, αίμα, σώμα και σάλια που έχει αυτό το έργο, όχι να τη χωρέσω, γιατί δεν χωριούνται αυτά τα πράγματα, θα έπρεπε να πεθάνω για να συμβεί αυτό, να έσπαγα, αλλά κάπως να την αντέξω. Η παράσταση είναι ανυπόφορη και οφείλει να είναι. Το έργο είναι ανυπόφορο.
Όταν κάποιος προχωράει το έργο στο διάβασμά του, δεν αντέχεται να διαβάσεις τη σκηνή του φόνου και όλα αυτά. Δεν αντέχονται. Οπότε αυτό το πράγμα το ανυπόφορο που ήξερα, θέλησα να το δώσω ως στοιχείο στην παράσταση. Ένιωσα ότι μπορώ να αντιμετωπίσω αυτό το έργο αυτή τη χρονική στιγμή. Όχι μόνος. Αλλά μαζί με τους ανθρώπους που έχω δίπλα μου.
Γιατί ένα τέτοιο έργο δεν αντέχεται χωρίς αυτά τα άτομα που μου στέκονται. Είναι δύσκολο να το αντέξει κι ο θεατής. Κι ένας αναγνώστης οφείλει να μη μπορεί να το αντέξει. Δε μπορώ εγώ να το διευκολύνω».
«Οι φίλοι μου είναι οι πιο ακριβοί μου συνεργάτες. Και να μην ήταν καθόλου φίλοι μου όμως, είναι πιο ισχυρό ότι είμαστε σύντροφοι απέναντι σε κάτι τόσο συνταρακτικό όσο το έργο. Δηλαδή και άγνωστοι να ήμασταν, είναι πιο βαθύ αυτό που μας ενώνει. Δεν ξέρω αν κάνουμε αυτό επειδή είμαστε φίλοι ή γινόμαστε καθώς κάνουμε αυτό.
Θέλω να πω ότι το μέγεθος και το σοκαριστικό από φως και σκοτάδι του έργου θα έπρεπε να μας ενώσουν πολύ βαθιά για να γίνουν. Αυτά τα παιδιά είναι φίλοι μου γιατί έχουμε αντέξει μαζί σε βουνά. Εξ ου και η ομάδα αλλάζει. Έχουμε περάσει την τρέλα του Λεντζ και του Μπύχνερ μαζί. Επιτυχώς ή ανεπιτυχώς δεν έχει σημασία.
Το ότι την περάσαμε μαζί μας δίνει ένα χώρο και παρακαταθήκη για το μέλλον, ώστε να αντέξουμε κάτι άλλο. Αν δεν υπήρχαν αυτά, δε θα μπορούσε να υπάρξει Οθέλλος. Και δεν εννοώ μόνο για τα παιδιά που ήταν σε αυτές τις δουλειές. Εννοώ και για τις απώλειες. Ο χώρος του πόνου. Ένας χώρος που τον ανοίγει ο πόνος.
Ο πόνος του αποχωρισμού είναι ένας χώρος που άνοιξε σε μας για να αντέξουμε τον Οθέλλο. Δε μπορεί κάποιος να πει για την παράσταση “Α, πήγα και την είδα”. Κι αυτό ισχύει για το οτιδήποτε. Δεν είναι αυτονόητο ότι εσύ θα πεις την ιστορία της ζωής σου σε οποιονδήποτε κι αυτός θα την ακούσει. Γι΄αυτό λέει ο Οθέλλος “έλεγα εγώ την ιστορία μου κι αυτή την άκουγε”.
Τι σημαίνει “ακούω μια ιστορία”; Οι περισσότεροι άνθρωποι ακούνε μια ιστορία για να ανακουφιστούν που δεν περνάνε αυτοί το δράμα ενός άλλου. Κι η Δυσδαιμόνα δε λέει “α, με θαύμασε, με αγάπησε γι΄αυτό που πέρασα”. Άμα πας σε μια παράσταση και πραγματικά ακούσεις, θα πάθεις σοκ. Γι΄αυτό κι άνθρωποι δεν θέλουν να ακούν. Θέλουν να αποφεύγουν. Κι είναι φυσικό αυτό».
«Έχει πολλή σημασία ότι έχει ανθίσει ένα λουλούδι ποτισμένο με δάκρυ και αίμα από τη σχέση μου με τα παιδιά και τις σχέσεις του καθενός με τα κείμενα. Αυτό δημιουργεί χώρο. Και μέσα σε αυτόν το χώρο, πόσο πόνο και δυστυχία/ευτυχία – γιατί όλα αυτά είναι μαζί, το έργο είναι οδυνηρό και ηδονικό, το λέει κι ο Οθέλλος. Ο Οθέλλος δεν αντέχει την αγάπη και την ευτυχία πριν μάθει για το μαντήλι.
Έβλεπα μια μέρα την παράσταση και ήταν ανυπόφορη. Έλεγα μέσα μου “αυτά τα άτομα θα χαθούν από τη ζωή;”. Εκεί καταλαβαίνω γιατί ο άνθρωπος πάει σε έναν βάλτο. Γιατί η ομορφιά δεν αντέχεται. Ένας άνθρωπος κλαίει όταν βλέπει τον ήλιο να δύει. Γιατί; Γιατί συνειδητοποιεί ότι θα αναγκαστεί να αποχωριστεί αυτή την ομορφιά. Δε μπορεί να την αντέξει. Η ασχήμια αντέχεται. Κι αυτό δεν είναι ιδεολόγημα. Είναι εκ των πραγμάτων.
Άμα αντεχόταν λιγότερο η ασχήμια, τότε θα ήταν πιο όμορφα τα πράγματα. Κι αυτό δεν θα το άντεχε κανείς. Οπότε προσπαθώ να χωρέσω όση περισσότερη ομορφιά μπορώ. Κι επειδή με τίποτα δεν έχω το σθένος να το πραγματώσω μόνος μου, χρειάζομαι ανθρώπους που με αγαπάνε και τους αγαπάω.
Όλη αυτή την ομορφιά του Σαίξπηρ, εγώ δεν μπορώ να τη χωρέσω. Θα σου πει κάποιος για κάτι “δεν είναι όμορφο για μένα”. Αυτό που εννοεί είναι πως πρόκειται για κάτι δυσβάσταχτο. Ο καπιταλισμός έχει μπερδέψει την ομορφιά με την ανακούφιση κι αυτό δε μπορώ να το πάρω στις πλάτες μου. Κάθεται από μόνο του έτσι κι αλλιώς εκεί.
Εννοώ ότι επειδή δεν μπορώ, ακριβώς γι΄αυτό πρέπει να το κάνω και να μην υποταχθώ. Έχω χρέος. Γιατί καταλαβαίνω ότι άλλο είναι να ανακουφίζεσαι κι άλλο να αντικρύζεις την ομορφιά. Είναι το αντίθετο για την ακρίβεια. Όπως κι η αγάπη κι ο έρωτας είναι το αντίθετο του βολέματος».
«Ο Οθέλλος δεν έχει βάρος. Έχει βάθος. Οι άνθρωποι από επιπολαιότητα γεμίζουν με αίματα. Κι αυτό είναι σπουδαίο για τη ζωή. Δεν έχει αυτό το βάρος, δεν είναι ένα ψυχόδραμα. Έχει χιούμορ, ελαφρότητα. Έχει βάλει 15χρονα παιδιά ο Σαίξπηρ να παίζουν με οπλάκια και γεννιέται τέτοιο αίμα και δάκρυ. Από μια επιπολαιότητα. Ο Σαίξπηρ βάζει την Εμιλία να λέει συνέχεια “έλα μωρέ”.
Δεν υπάρχει μικρό και μεγάλο. Υπάρχει ψυχική τοποθέτηση. Θέλω να πω ότι το να προδώσεις τη χώρα σου για παράδειγμα, με το να γελάσεις με ένα αστείο που δε σου άρεσε, είναι η ίδια προδοσία. Η ίδια τοποθέτηση. Και μάλιστα το δεύτερο είναι χειρότερο. Γιατί το πρώτο τουλάχιστον έχει ένα κόστος που μαθαίνεται. Ενώ το δεύτερο μένει κρυφό. Επομένως το έργο έχει βάθος, όχι βάρος. Κι είμαι σίγουρος ότι θα κατηγορηθώ για την επιπολαιότητα και τη φάρσα που έχω προσδώσει, αλλά έτσι το καταλαβαίνω. Και για μένα αυτό είναι το τραγικό της».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ: Ο ΧΑΡΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ, ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ, Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΙ Η ΨΥΧΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ
«Είναι φυσικό ο άνθρωπος να θέλει να αποφύγει τον πόνο. Εξ ου κι η τέχνη δεν είναι κάτι το φυσικό. Είναι κάτι αφύσικο. Το πνεύμα επίσης είναι αφύσικο. Φυσική είναι η βαρύτητα. Η τέχνη είναι υπέρ της βαρύτητας, υπέρ του πόνου. Άρα αφύσικη. Το πνεύμα είναι αφύσικο πράγμα. Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει επειδή είναι φθαρτός. Πεθαίνει επειδή το πνεύμα δεν αντέχει να ζει μες στο σώμα και πρέπει να το αποχωριστεί».
«Η τρέλα, οι αρρώστιες είναι ψυχογενή. Είναι επειδή υπάρχει πνεύμα. Κι ο άνθρωπος δεν το αντέχει αυτό. Αυτό που ξορκίζουν και σταυρώνουν οι άνθρωποι, αυτό που τους απωθεί είναι το πνεύμα. Αλλιώς δεν θα εξόριζαν τον Ταρκόφσκι στην Ιταλία. Το πιο απωθητικό είναι το πνεύμα. Αυτό θυμίζει στους ανθρώπους το θάνατο.
Τον Ταρκόφσκι για να τον αντέξεις, πρέπει να υπενθυμίζεις συνέχεια στον εαυτό σου πως θα πεθάνεις. Κι αυτό δεν είναι φυσικό. Το πρόβλημα του καπιταλισμού δεν είναι ότι παίρνουμε λίγα λεφτά. Σε άλλα συστήματα έπαιρναν λιγότερα κι ήταν ευτυχισμένοι. Το πρόβλημα του καπιταλισμού είναι ότι σιχαίνεται το πνεύμα. Όλα γίνονται εμπόρευμα. Οτιδήποτε πνευματικό οι άνθρωποι το απωθούν σαν τον διάβολο.
Τους είναι περισσότερο απωθητικό από τον ίδιο τον εμετό. Γι΄αυτό βλέπουμε ανθρώπους να κάνουν τέχνη το αίμα τους, τον εμετό τους, να χωράνε στην τέχνη την αποφορά της ύλης. Ο άνθρωπος μπορεί να χωρέσει τα ξερατά και τα σκατά. Ο καπιταλισμός δε μπορεί να χωρέσει το πνεύμα και πάντα θα το κυνηγάει».
«Έτσι είναι τα πράγματα και έτσι θα είναι. Ποιος είμαι εγώ για να το αλλάξω αυτό; Δεν ανήκω εγώ στους ανθρώπους; Δεν θέλω εγώ αυτό που θέλουν όλοι; Δεν είμαι κάτι ξεχωριστό εγώ για να το αλλάξω. Δεν θα πάρω εγώ αυτή την ευθύνη. Το αν με απελπίζει είναι άλλο συναίσθημα. Φυσικά και με απελπίζει.
Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε με απελπίζει κι ο ίδιος μου ο εαυτός. Δεν είμαι εγώ ένα φως που κατατρώγεται σε ένα σκοτάδι. Αυτό δε σημαίνει ότι όλοι είμαστε ίδιοι. Έχουμε μεν τα ίδια πράγματα μέσα μας, αλλά υπάρχει μια διαβάθμιση κόπου. Όσο περισσότερο κόπο κάνεις, τόσο περισσότερο πας ενάντια σε κάτι φυσικό. Τόσο περισσότερο ανθίζει κάτι μέσα σου. Κι αντίστροφα. Όσο λιγότερο κόπο κάνεις, κάτι μαραζώνει».
«Δεν θα ήθελα τίποτα να είμαι ή να μην είμαι. Δεν θα ήθελα να είμαι ή να μην είμαι άνθρωπος. Δεν αποδέχομαι τα πράγματα. Με την έννοια του να είμαι καλά με αυτά, όχι δεν τα αποδέχομαι. Δεν προσπαθώ να αλλάξω κάτι. Με έναν τρόπο ξέρω εκ των προτέρων ότι θα χάσω.
Το πνεύμα δεν είναι δυνατόν να τα βάλει με αυτό. Κι έχει σημασία για μένα να ξέρεις ότι είσαι a priori χαμένος. Όχι για να σε αποτρέψει. Αλλά για να μην το κάνεις για να αλλάξει. Δεν θέλω να αλλάξω τίποτα. Οι πολιτικοί προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο, κάνουν επαναστάσεις. Εγώ δεν προσπαθώ. Ούτε μπορώ κι ούτε θέλω».
«Έχει σημασία ένα νταλαβέρι σου με μια σχέση, με ένα κείμενο, να σε βγάλει πιο πλούσιο, πιο ευρύ, να σου έχει ανοίξει χώρους. Παρόλα αυτά δεν υπάρχει τίποτα να σε πλουτίζει χωρίς ταυτόχρονα να σε αχρηστεύει. Ζούμε σε ένα κόσμο που αναγκαστικά κάτι εκλεπτυσμένο, κάτι βαθύ, σε αχρηστεύει προς κάτι άλλο.
Αν δεις κάτι που σε πλουτίζει ψυχικά, αυτός ο πλούτος είναι τοπικός. Κι ένας άλλος τόπος την ίδια στιγμή έχει αχρηστευτεί. Για να στο πω μπακάλικα, πως να βγεις μετά απ΄αυτό που κάνουμε στην ομάδα Kursk. Δεν σου λέω αν είναι καλό ή κακό. Δεν το αξιώνω. Δε γίνεται να μην πληρώσεις για την εκλέπτυνση και την ευαισθητοποίηση που παίρνεις. Η δύναμη με την αδυναμία είναι πολύ μπλεγμένες.
Αν βαθύνει ένας άνθρωπος, είναι ανίκανος να συναναστραφεί κοινωνικά. Από κει που μπορούσε να γελάσει, να βρεθεί σε παρέες, αυτό παύει με την ευαισθητοποίηση. Κι εκεί τίθεται το ερώτημα του τι είναι καλό ή κακό. Γιατί βλέπουμε ανθρώπους που εν μέσω αυτής της συνθήκης οδηγούνται στην τρέλα ή στην ανημπόρια της συναναστροφής. Πάμε πλέον στη βλακεία, στην άλλη όχθη.
Μια αποβλάκωση. Η αποβλάκωση δεν είναι κάτι εξωγήινο, αλλά ένα μέσο επιβίωσης. Ξάφνου, αυτό που βαθαίνει γίνεται επικίνδυνο για την επιβίωση σου. Η αποβλάκωση είναι ένα φαινόμενο τεράστιας έκτασης, δεν είναι αθώα. Εδώ όλα έχουν εκλογικευτεί, έχουν εκδημοκρατιστεί. Ζούμε τον φασισμό της δημοκρατίας. Σου λέει ο άλλος “αυτό είναι το γούστο μου, δε μου αρέσει ο Φελίνι”. Και δικαιώνεται επειδή έχει αυτό το γούστο.
Το γούστο δεν είναι άλλοθι. Δεν είναι εξωγήινο. Το ίδιο γούστο έχεις τώρα με όταν ήσουν 10 χρονών; Όχι. Άρα σημαίνει ότι κάτι διαμορφώνεται. Έχεις ευθύνη. Πολιτικοαισθητικοϋπαρξιακή ευθύνη. Τόσο για το γούστο όσο και για τη βλακεία. Η βλακεία είναι ένα ασυνείδητο σχέδιο επιβίωσης. Έχεις ευθύνη απέναντι της. Να την ανακαλύψεις, να την μανιπουλάρεις, να την κοντράρεις.
Γι΄αυτό όταν με ρωτάς αν το να είμαι ηθοποιός με διευκολύνει να αντιμετωπίζω ζητήματα της ζωής, δεν έχει απάντηση. Είναι πολύ δύσκολο. Έχεις μια δύναμη να αντιμετωπίσεις και έχεις αχρηστεύσει κάτι άλλο.
Η αποβλάκωση σε αναγκάζει να μη μπορείς να αισθανθείς, να διαβάζεις ένα ποίημα του Κάμινγκς και να μη μπορείς να κλάψεις, να μη μπορείς να ερωτευτείς και να πονέσεις. Τα πράγματα είναι πολύ σύνθετα. Υπάρχει ευθύνη απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό».
«Το σφάλμα και το πρόβλημα έγκειται στο ότι πάμε να λύσουμε το θέμα καλού και κακού με ψευτοπολιτική. Ο καλός είναι το τάδε και ο κακός το δείνα. Αν τοποθετηθεί έτσι η συζήτηση, δεν οδηγεί κάπου. Τι σημαίνει κάποιος που κατατάσσουμε στους καλούς ότι έχει μια ιδιότητα; Είναι αντίφα για παράδειγμα. Αυτός ο όρος έχει ένα εύρος. Μπορεί να είναι ένας ρεμπεσκές μαλάκας, μέχρι ο πιο σπουδαίος άνθρωπος του κόσμου.
Αν λοιπόν πας να λύσεις το θέμα καλού και κακού αφήνοντας απ΄έξω τους όρους κόστους, έχεις κάνει λάθος. Πόσο κόστος έχεις υποστεί προσωπικά για την ιδεολογία σου; Εκεί λες για παράδειγμα “αριστερός χωρίς κανένα κόστος ή δεξιός με μεγάλο κόστος;”. Με τι μετριέται ακριβώς; Πώς μετριέται; Δε μπορεί να λυθεί ιδεολογικά. Δεν αρκεί να πεις ότι είσαι φιλελεύθερος. Πρέπει να έχεις να παραβάλλεις κι ένα κόστος. Προσωπικό κόστος. Όχι απλά μια άποψη. Οι απόψεις είναι τσάμπα».
«Η υποκριτική είναι βαθιά ηθικό και πολιτικό θέμα. Επί της ουσίας. Με την έννοια του αποχωρισμού. Όχι με την έννοια της έκφρασης μιας άποψης. Αυτό δεν λέει κάτι. Γιατί έτσι οδηγούμαστε στην υποκρισία. Στην Αμερική για παράδειγμα, αν πεις κάποιον nigger αντιμετωπίζεις το νόμο. Την ίδια στιγμή οι κοινωνίες τους είναι βαθιά μες στον ρατσισμό.
Η στάση τους δεν ανταποκρίνεται σε ένα εσωτερικό κόστος. Γίνεται με τρόπο του λέγειν. Τυπικό. Δεν πληρώνεται. Η δημοκρατία έχει έρθει σε τέτοιο ακραίο βαθμό στον φασισμό της άποψης και του political correct, αλλά δεν υπάρχει συνακόλουθο κόστος. Ο καθένας μπορεί να πει την άποψη του και τη βγάζει και δημοσίως στα social media. Τι σημασία έχει μια σωστή άποψη αν δεν επιβεβαιώνεται από τη ζωή του εκφραστή της; Ο καθένας μπορεί τόσο εύκολα να εκφράσει κάτι, που δεν γίνεται να το έχει κερδίσει».
«Ελπίζω ό,τι απώλεια είναι να μου έρθει, να είναι όσο δυσβάσταχτη μπορώ να αντέξω. Για μένα κάτι μετριέται στο πόσο πόνο μπορούμε να αντέξουμε. Καλύτερα να πεις τη λάθος άποψη και να αντέχεις τον πόνο της, παρά τη σωστή και να την εγκαταλείπεις για την ανακούφιση. Να στο πω και πρακτικά.
Άμα μου την πέσουν 5 άτομα, θα έρθεις να μου σταθείς; Επειδή μου έχει συμβεί να βρεθώ σε τέτοια κατάσταση και με ιδεολόγους και με χούλιγκανς, σου λέω ότι οι δεύτεροι είναι πιο ξηγημένοι. Κι αυτό δεν το λέω ως εναντίωση στην ιδεολογία ή την ηθική. Αλλά στο πως διαμορφώνεται αυτή.
Αν είναι να λειτουργούν αποτρεπτικά, αν είναι μια φωλιά, καλύτερα να μην υπάρχουν. Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει ο φόβος. Τον αντέχεις τον φόβο; Αν η ιδεολογία σε κάνει να ισοφαρίσεις τη δειλία σου να χωρέσεις κάτι, τότε λειτουργεί αποτρεπτικά. Σου μειώνει τη χωρητικότητα του φόβου και του πόνου.
Αυτό ισχύει και για το καλό με το κακό που λέγαμε πριν. Αυτό είναι το πιο ενδεικτικό. Όχι η άποψη που εκφράζεις. Βλέπεις τελικά ότι αυτή η ασυδοσία της άποψης είναι μια μεταμορφωμένη ζήλια. Αυτή η ελευθερία δεν είναι πια ελευθερία. Είναι φασισμός.
Και δεν μπορεί να μη γίνει φασισμός για τον λόγο που είπαμε στην αρχή της κουβέντας. Ο άνθρωπος ανήκει στη βαρύτητα, θέλει να τα φάει όλα. Είναι φυσικό ον. Η σωστή ελευθερία κατακτιέται στο πλαίσιο, στο όριο. Η ελευθερία προϋποθέτει απελευθέρωση από κάτι. Η ίδια η ελευθερία εμπεριέχει το όριο. Ειδάλλως δεν είναι ελευθερία. Γι΄αυτό πάω στο ρινγκ και στο θέατρο που είναι οριοθετημένα. Είναι πιο πλούσια σε σχέση με τη ζωή όπου κάνεις ό,τι θες».
«Τι σημαίνει μιλάω; Αν θεωρείς δεδομένο ότι ξέρεις να μιλάς επειδή απλά βγάζεις ήχους, δε θα μάθεις ποτέ να μιλάς. Αν όμως γνωρίσεις στην ψυχή σου ότι το να μιλάς είναι μια κατάκτηση, κάτι που καταφέρνεις, τότε θα μάθεις να μιλάς.
Εμείς θεωρούμε δεδομένο ότι έχουμε άποψη και θα την εκφράσουμε. Δε μαθαίνουμε ποτέ να μιλάμε. Σου λέει ο άλλος την άποψη του κι όταν του ζητάς να τη συζητήσετε, δεν έχει τι άλλο να σου πει. Το γούστο δεν το έχεις, καταφέρνεις να το έχεις. Δεν αρκείσαι στο θυμικό. Ο Έλληνας χρησιμοποιεί το γούστο του σαν το “νίπτω τας χείρας μου”. Αφού αυτό είναι το γούστο του, καθάρισε, αθωώθηκε.
Και τι είναι το γούστο ρε φίλε; Δεν είναι κάτι προς διαμόρφωση; Δεν είσαι καχύποπτος προς αυτό; Δεν έχεις μια δυναμική, ρευστή σχέση; Δε γίνεται να λες “εγώ αυτό ένιωσα”. Μαγκιά σου να το νιώσεις, αλλά πρέπει κάτι να το κάνεις αυτό το πράγμα. Να μπεις σε μια δεύτερη σκέψη. Να γίνει μια διαλεκτική. Αυτό δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Υπάρχει θυμικό, ιδιοσυγκρασία και ταμπεραμέντο».
«Κυρίως φοβάμαι. Γενικά φοβάμαι. Έχω ανθρώπους δίπλα μου που με κάνουν να μη φοβάμαι. Είναι δυνατοί και τους θαυμάζω. Κι αυτό με κάνει να μαλακώνω, να είμαι πιο ζεστά, να χωράω κάπου. Αλλά δυστυχώς υπάρχει τραύμα. Και το πρώτο που έχω να αντιμετωπίσω είναι ο φόβος μου.
Πιστεύω ότι εφόσον ο άνθρωπος βγαίνει από ένα τραύμα, το αιδοίο, κι εφόσον έχει γονείς, είναι κάτι αποχωρισμένο, δε μπορεί να αποφύγει το τραύμα. Από κει και πέρα υπάρχουν διακυμάνσεις ανάλογα με το πόση αγάπη έχεις πάρει. Ο άνθρωπος είναι το τραύμα και μετά τον ακολουθούν βιώματα με δυνητικό ή πρακτικό τραύμα».
* Ο Χάρης Φραγκούλης σκηνοθετεί την παράσταση Οθέλλος στο Θέατρο Τέχνης στη Στοά Πεσματζόγλου 5.
Συντελεστές
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία: Χάρης Φραγκούλης
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαρία Πανουργιά
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου
Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Κορίνα Άννα Γκουγκουλή
Βοηθός σκηνογράφου: Φωτεινή Ιατρού
Βοηθός φωτίστριας: Τζάνος Μάζης
Hair styling: Talkin’ Heads
Οργάνωση παραγωγής: Ερωτόκριτος Κοτσιλίνης
Φωτογραφίες: Εβίτα Σκουρλέτη
Παίζουν:
Ασπασία-Μαρία Αλεξίου, Σοφία Κόκκαλη, Ανδρέας Κοντόπουλος, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Κατερίνα Λούβαρη-Φασόη, Άγγελος Παπαδημητρίου, Γιάννης Παπαδόπουλος, Κορνήλιος Σελαμσής, Μιχάλης Τιτόπουλος
Πληροφορίες παράστασης:
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν – Υπόγειο (Πεσμαζόγλου 5, 210 3228706)
Πρεμιέρα Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου
Παραστάσεις έως Τρίτη 23 Απριλίου 2019
(εκτός Δευτέρας 15 Απριλίου και Τρίτης 16 Απριλίου)
Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Τιμές: 16 ευρώ γενική είσοδος / 12 ευρώ μειωμένο – φοιτητικό / 8 ευρώ ανέργων
** Κεντρική φωτογραφία: Εβίτα Σκουρλέτη