Αποφάσισε να γίνει ηθοποιός κάπου στο τέλος της περασμένης δεκαετίας. Έγινε με κάθε επισημότητα το 2011. Τότε που όλα μαράζωναν στη χώρα, εκείνη άνθιζε. Και το έκανε γνωρίζοντας και νιώθοντας κάθε φυσιολογικό φόβο.
Το 2015, μετά από σκάρτα 4 χρόνια στο χώρο, της απονεμήθηκε το βραβείο Μελίνα Μερκούρη. Ήταν ίσως μια απόδειξη ότι καλώς επέλεξε αυτή την πορεία στη ζωή της.
Η Λένα Δροσάκη είναι ένα από τα αξιοπρόσεκτα κι αξιοπερίεργα πρόσωπα που μπορεί να συναντήσεις στη ζωή σου. Που νιώθεις ότι το ξέρεις πολύ περισσότερο καιρό από τον πραγματικό. Σου πλάθει μια αίσθηση ότι υπάρχουν πολλές περισσότερες γέφυρες σύνδεσης ανάμεσα σας.
Κι αυτό κυριαρχεί ως αίσθηση είτε είσαι άνθρωπος του περιβάλλοντος της είτε συναντιέστε κάτω από κάποια περίσταση για πρώτη και μπορεί τελευταία φορά. Κάπως έτσι συνέβη και στην περίπτωση μου. Στάθηκα απέναντι σε αυτά τα δύο στρογγυλά μάτια που είναι λες και συμπυκνώνουν όλη την ευχάριστη μελαγχολία του κόσμου, με αφορμή τον πρώτο της μονόλογο.
Η παράσταση στο Skrow Theater «Με το ένα χέρι κρατούσε τον Καραγάτση με το άλλο το τσιγάρο» τη φέρνει για πρώτη φορά σε μια αποκλειστική αναμέτρηση με το κοινό. Την ίδια στιγμή συνεχίζει με τον ρόλο της στο «Έγκλημα Στο Όριεντ Εξπρές» στο Θέατρο Δανδουλάκη. Πώς είναι να ενσαρκώνει δύο ρόλους ταυτόχρονα; Πώς είναι να μονολογεί; Πώς βιώνει τη δουλειά της;
Αυτά τα ερωτήματα είναι τα πιο σημαντικά αν θες να γνωρίσεις την ηθοποιό Λένα Δροσάκη. Είναι εξίσου σημαντικά αν θες να γνωρίσεις και τον άνθρωπο Λένα Δροσάκη. Όχι μόνο γιατί το ένα διαμόρφωσε το άλλο, ώστε να μην διαχωρίζονται εύκολα. Αλλά γιατί στην τελική όλα πηγάζουν από την υπόσταση μας στο όλον της κι όχι στο επιμερισμένο της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η ΛΕΝΑ ΔΡΟΣΑΚΗ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗΣ
«Έχω περάσει από διάφορα στάδια με το ζήτημα του μονολόγου. Στην αρχή, όταν κλείσαμε τη συμφωνία, είπα “δε θα γίνει, να το ακυρώσουμε”. Μετά το αποδέχτηκα. Μετά με έπιασαν πάλι φόβοι, δεν ήθελα, έλεγα θα αρρωστήσω, όχι, αποκλείεται, δε θα είμαι καλά εκείνη την περίοδο…Τώρα που ξεκίνησε νιώθω πολύ ωραία, το απολαμβάνω.
Κάθε Τρίτη που είναι η δεύτερη και τελευταία παράσταση της εβδομάδας, άρα ανανεώνω το ραντεβού για έξι μέρες μετά, ανακαλύπτω και κάτι καινούργιο. Στην πρεμιέρα είχα το αναμενόμενο άγχος, αλλά μπόρεσα να το καμουφλάρω κάτω από το άγχος που έχει ούτως ή άλλως η ηρωίδα για να εξιστορήσει, να πει την ιστορία της. Οπότε ήταν κάπως διαχειρίσιμο».
«Όταν ο Σκουρλέτης μου είπε ότι θα κάνω τη Στέλλα, αυτό το σύμβολο, εκεί λίγο φοβήθηκα. Είχα τον ίδιο τρόμο με αυτόν που έχω τώρα. Αν μπορεί να παρομοιάσει κανείς τους φόβους του. Στην παράσταση την τωρινή, βλέπουμε μια γυναίκα που αντιμετώπισε βία, μη κατανόηση, κακοποίηση. Κι είχε ένα σθένος να πει “εγώ θέλω να προχωρήσω και να αντιμετωπίσω τους φόβους μου, να επανέλθω πάλι ως ζωντανή”. Είναι μια γυναίκα που θέλει να ζήσει».
«Αυτό που βιώνει ο θεατής από μια παράσταση, δεν είναι το ίδιο με αυτό που βιώνει ο ηθοποιός. Αυτή είναι, αν θες, η μαγεία. Για εμάς είναι μια εγκυμοσύνη, μια αναμονή, μια γέννα, κάτι που μεγαλώνει. Αλλάζει το σώμα μας, πονάμε φυσικά και ψυχικά. Και μετά, όταν συμβεί η παράσταση, λαμβάνουμε τη χαρά.
Ο ηθοποιός προβάλλει τα δικά του θέλω σε σχέση με το έργο και δεν έχει απλά μια επαφή με αυτό στις 2 ώρες της παράστασης και στις άλλες 2 της πρόβας πριν από κάθε παράσταση. Κι αυτό που προβάλλει συνήθως ο ηθοποιός, στόχος είναι να φτάσει στο σημείο να το απολαμβάνει την ώρα της παράστασης.
Αλλά ταυτόχρονα, εγώ θέλω να είμαι τόσο παρούσα σε αυτή τη διάρκεια, ώστε να κάνω κάθε φορά την υπέρβαση. Να βρω στο τέλος της παράστασης και κάτι άλλο που, ύστερα από συμφωνία με τους υπόλοιπους μετέχοντες, θα το προσθέσω στον ρόλο. Αυτά είναι τα δικά μου ζητούμενα. Να εξελίσσεται στην περίοδο των παραστάσεων ο ρόλος, αλλά κι εγώ ως ηθοποιός. Κι η σχέση μου επίσης με τον κάθε συμμέτοχο».
«Υπάρχουν ρόλοι που έχουν διαρκέσει λίγο πιο πολύ απ΄ό,τι θα ήθελα μέσα μου. Ας πούμε το 1984 της Ευαγγελάτου άργησε να βγει από μέσα μου. Ήταν κι ένα αρκετά σκληρό έργο. Θέλω να πω ότι κάπως σε αγγίζουν τόσο βαθιά ορισμένοι ρόλοι. Η διαδικασία, η προετοιμασία σου, το ίδιο το έργο, όλα σε οδηγούν σε μια ανακάλυψη του εαυτού σου. Λες μέσα σου “πού ήταν αυτό;”. Και αργείς να φύγεις απ΄αυτή την ανακάλυψη. Έρχεται λοιπόν μετά η επόμενη δουλειά, ο επόμενος ρόλος και ξεκινάς ως αφετηρία από τον προηγούμενο ρόλο».
«Κανένα συναίσθημα, πολύπλοκο ή μη, που έχει ο ρόλος δεν αποτελεί εξάσκηση ή προετοιμασία μας για την πραγματική ζωή. Κάθε ρόλος είναι ένα συναίσθημα, σε πιο ακραία μορφή για να είναι θέατρο. Υπάρχει μια οδύνη γενικά, αλλά αν έχεις χάσει για παράδειγμα έναν άνθρωπο, είναι διαφορετική αυτή η οδύνη από την αντίστοιχη ενός χωρισμού.
Το να έχεις χάσει ένα παιδί είναι κάτι άλλο. Δηλαδή οι ποιότητες της οδύνης που καλείσαι να φέρεις σε σχέση με το ρόλο, είναι το ζητούμενο. Αυτό που συμβαίνει δεν είναι ότι σε βοηθάει να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα, αλλά να ξεθυμάνεις τον πόνο σου. Απλώς ανακουφίζεσαι. Δεν αντιμετωπίζεις αυτό που έχεις πάθει. Έχει συμβεί να νιώθω πόνο στην πραγματική ζωή και το βράδυ στο ρόλο να κλαίω κυρίως γι΄αυτό, παρά για το δράμα του ρόλου.
Κανείς δεν θα το καταλάβει, κανείς δεν θα “ενοχλήσει” το συναίσθημα και τον πόνο μου έτσι. Εγώ ανακουφίζομαι με έναν αναίμακτο τρόπο. Δεν χρειάζεται να…λογοδοτήσω για κάτι. Ενώ δηλαδή στην πραγματική ζωή παλεύω για να το κρύψω, πάνω στη σκηνή δεν γίνεται να κρυφτώ. Το πρόβλημα βέβαια δεν αντιμετωπίζεται έτσι. Δεν παίρνεις λύση. Παίρνεις μόνο ένα μικρό χώρο έκφρασης».
«Οι λόγοι που έγινα ηθοποιός είναι βαθύτεροι, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να τους πω. Αυτό που μπορώ να πω είναι πως ένιωθα ζωντανή σε αυτό το χώρο και νιώθω ακόμα. Ένιωθα ότι ήμουν μια οντότητα, μια ύπαρξη. Όχι ως Λένα. Σίγουρα όχι ως Λένα. Αλλά ένιωθα το αίμα στις φλέβες μου,, να χτυπάει η καρδιά μου. Είναι και το άλλο.
Έβλεπα μικρή τον μπαμπά και τη μαμά στις δουλειές τους, να δουλεύουν 8ωρο, να ακολουθούν μια τυπικότητα και σκεφτόμουν “θα μπορείς εσύ να κάνεις κάτι τέτοιο;”. Η απάντηση μέσα μου ήταν αρνητική. Αυτή η κανονικότητα με απωθούσε. Ένιωθα εγκλωβισμένη. Οι καλλιτέχνες δεν είναι κανονικοί άνθρωποι. Έχουν τον δαίμονα μέσα τους. Αυτό δεν το λέω για να μειώσω τα άλλα επαγγέλματα, ούτε με αίσθηση ανωτερότητας. Είναι απλώς κάτι που συμβαίνει».
«Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία η Επίδαυρος. Να είσαι με άλλες 17 γυναίκες, με τέτοιους σπουδαίους ηθοποιούς, σε αυτόν το χώρο, με αυτό το έργο είναι κάτι που δεν περιγράφεται. Βγήκαμε όλοι μαζί γυμνοί και το γεγονός ότι βγήκαμε γι΄αυτό το λόγο, ένας τόσο σημαντικός λόγος, κι όπως το έκανε ο Μαρμαρινός, ήμασταν τόσο προστατευμένες που ένιωθα…
Ρε παιδί μου, το νόημα αυτού ήταν το εξής. “Απ΄αυτό το σώμα γεννιέσαι εσύ άνθρωπε” λέει το κείμενο. Αυτό το σώμα, όπως κι αν είναι, είναι η μάνα, η κόρη, η ίδια η φύση. Η στιγμή που μένεις γυμνός θέλει ένα σθένος, μια συγκέντρωση στο γιατί ξεγυμνώνεσαι. Πρέπει να ξεχνάς ότι ο κόσμος κοιτάς το σώμα σου. Αν εσύ είσαι θαρραλέος στη σκηνή και κοιτάς τον λόγο που σε έφερε γυμνό, τότε και το κοινό θα κοιτάζει αυτό το λόγο».
«Στην ηλικία που είμαστε η φιλία πρέπει να περάσει από μια ζύμωση κι αυτή η ζύμωση να φέρει εμπιστοσύνη. Οπότε απαιτείται χρόνος και χώρος για να αποκαλέσεις κάποιον φίλο σου. Μέσα από τη δουλειά, επειδή περνάμε πολλές ώρες μαζί επί καθημερινής βάσης, αρκετές δύσκολες στιγμές, έστω και για ένα εξάμηνο, δένεσαι θέλοντας και μη. Αυτό βέβαια έρχεται να δοκιμαστεί μετά. Το άλλο εξάμηνο δεν θα είσαι με τον ίδιο άνθρωπο. Θα πρέπει να διατηρήσεις αυτή τη θέση και να υποστηρίξεις την φιλία που θες να κρατήσεις.
Νομίζω κιόλας ότι επέλεξα να κάνω κάτι τέτοιο, να συμμετέχω δηλαδή σε συνεργασίες (άρα και φιλίες) με κοντόφθαλμη προοπτική για να εξασκηθώ στο τέλος. Πάμε πάλι από την αρχή. Με μία κίνηση. Χάνομαι, ξαναβρίσκω, ξαναχάνομαι.
Ίσως επειδή μου είναι πια τόσο οικείο και κοινό, δεν κάθομαι να του δώσω σημασία. Συνηθίζω το τέρας, επειδή το φοβάμαι. Με τρομάζει αυτή η συνειδητοποίηση. Σκέφτομαι τι αναπτύσσουν οι άνθρωποι για να διαχειριστούν όλο αυτό. Τι σκαρφίζονται, τι επινοούν μέσα τους…Με τρομάζει που μου φαίνεται τόσο εύκολο πλέον».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ΛΕΝΑ ΔΡΟΣΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΖΑΝΑΚΙ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΕ
«Οι φόβοι αντιμετωπίζονται με θέληση. Πολύ δύσκολα μεν, αλλά αντιμετωπίζονται. Με το να σταθείς απέναντι τους και να τους κοιτάξεις όσο πιο βαθιά μπορείς. Αν κάνεις πως δεν υπάρχουν, έχεις χάσει το παιχνίδι.
Ένας από τους φόβους που έχω εγώ είναι ότι φοβάμαι πως θα πεθάνω από τρένο. Θα περνάω τις γραμμές και θα με πατήσει. Κι είναι φοβερό γιατί στο σπίτι μου στην Πάτρα, για να πάω περνάω από ράγες. Τώρα εκεί που μένω, πάλι, είτε με πόδια είτε με αμάξι, περνάω από ράγες. Σαν να το κυνηγάω.
Φοβάμαι προφανώς το θάνατο. Το λέω αυτό γιατί φοβάμαι τα γηρατειά πιο πολύ. Ίσως επειδή δε μπορώ να το ξεστομίσω ότι φοβάμαι τον θάνατο. Τώρα που στο είπα έτσι αβίαστα, είναι η πρώτη φορά που το λέω και με εντυπωσιάζει. Αυτό που ήξερα ως τώρα είναι ότι φοβάμαι την ανημπόρια, την εξάρτηση από άλλους για να κάνω και το πιο απλό. Να πάω στην τουαλέτα, να φάω. Έχω την αίσθηση ότι αυτό είναι το κάλυμμα και πίσω απ΄αυτό κρύβεται ο θάνατος».
«Ζούσα με τη γιαγιά μου και εγώ την έκανα μπάνιο, τη χτένιζα κτλ. Ίσως λόγω αυτού να νιώθω έτσι. Δεν μου είναι ξεκάθαρο. Αλλά βλέπω και γύρω μου ανθρώπους που βρίσκονται σε αυτό το ηλικιακό και οργανικό στάδιο. Μπορεί να κρύβεται και λίγος εγωισμός πίσω απ΄όλα αυτά. Πώς εγώ θα εναποθέσω τις ανάγκες μου σε κάποιον άλλον. Γιατί να μη μπορώ; Αλλά αυτή είναι η φύση μας αυτή».
«Προφανώς και πρέπει να είμαστε ανοιχτοί, να δενόμαστε, να αναπτύσσουμε σχέσεις. Γιατί μέσα απ΄αυτές φτάνουμε στο θεϊκό, αν μπορώ να το πω έτσι. Συνδεόμαστε με την ανώτερη πλευρά μας. Μόνοι μας δε μπορούμε να φτάσουμε εκεί. Για μένα είναι ομορφιά η ανάγκη μου να συνδέομαι. Δεν ξέρω αν το καταφέρνω. Είναι κάτι το τέλειο πάντως.
Αλλά κι από την άλλη είναι κατανοητό. Μόνο με αθωότητα μπορείς να το αντιμετωπίζεις κάθε φορά. Σαν ένα παιδί που πέφτει, χτυπάει, ζητάει την αγκαλιά της μαμάς του, εκείνη τον αγκαλιάζει, ηρεμεί, σταματά να κλαίει και μετά πάει πάλι να παίξει, να πατήσει στο ίδιο σημείο που έπεσε.
Αυτό βέβαια δεν μπορείς να το πεις σε έναν ενήλικα ή ηλικιωμένο να ξεχάσει όλες τις εμπειρίες της ζωής του. Δηλαδή εγώ θυμάμαι τη γιαγιά μου που δεν ήταν εύκολο να σηκωθεί, έλεγε “όχι, θα πάω μόνη μου να πάρω το νερό μου”. Δε μπορούσε να το διανοηθεί. Αυτή που δούλευε στα χωράφια, μεγάλωσε τέσσερα παιδιά, να μη μπορεί να πάρει ένα νερό μόνη της. Δε μπορεί να ξεχάσει ο άνθρωπος εύκολα».
«Δεν ξέρω τι παθαίνουμε όταν είμαστε παιδιά και αναζητάμε να πάρουμε την ευθύνη του εαυτού μας από τόσο νωρίς. Κι όταν τελικά έρχεται η στιγμή, είμαστε μεγάλοι και δεν τη θέλουμε αυτή την ευθύνη. Συνειδητοποιούμε το λάθος μας. Έχει κάτι μαγικό αυτή η ευθύνη που προσελκύει. Μετά καταλαβαίνουμε τι σημαίνει.
Βλέπουμε από μικρά τη μαμά να φοράει ό,τι θέλει, να τρώει ό,τι θέλει, πράγματα ασήμαντα για εκείνη, αλλά στα δικά μας μάτια, αυτά των παιδιών που ήμασταν, φαίνονται σαν μεγάλωμα. Μεταφράζονται ως “έχω την ευθύνη της ζωής μου”. Αυτό μεγεθύνεται κι από την έντονη επέμβαση των γονιών στη ζωή του παιδιού τους. Ίσως αυτή η στέρηση μας ωθεί να επιθυμούμε να μεγαλώσουμε γρηγορότερα».
«Δεν ξέρω αν έφυγα ποτέ από τη μαμά μου. Πρακτικά συνέβη όταν έφυγα από το σπίτι. Ουσιαστικά όμως…; Το δουλεύω ακόμα. Χρειάζεται και μεγάλο κουράγιο για μια μαμά να αφήσει το παιδί της να ενηλικιωθεί.
Υπάρχει μια συγκεκριμένη στιγμή που το ένιωσα αυτό. Όχι πολλά χρόνια πριν. Εδώ στην Αθήνα μου συνέβη. Είναι αστείο. Είχε χαλάσει κάποια στιγμή το καζανάκι στο σπίτι μου στην Αθήνα και περίμενα να έρθουν οι γονείς μου για να το φτιάξουν. Δεν έπαιρνα εγώ τον υδραυλικό. Ώσπου ήρθε ο λογαριασμός και είδα ότι… το έχω αφήσει πολύ καιρό χαλασμένο (γέλια).
Και σκέφτομαι ότι είναι παιδιάστικο και κουτό να περιμένω συνέχεια να βγάλει το φίδι από την τρύπα ο μπαμπάς ή η μαμά. Εκεί κατάλαβα πόσο εξαρτώμαι από τη μαμά και τον μπαμπά μου. Όταν πήρα τον υδραυλικό νόμιζα ότι είχα κάνει κάτι τρομερό, ότι πέρασα ένα τελετουργικό ενηλικίωσης.
Αφήνοντας τη μαμά και τον μπαμπά, παίρνεις ρίσκο. Κι αυτό είναι μια…κοσμογονική συνείδηση όταν την αποκτάς. Για το λάθος θα πρέπει να κατηγορήσεις τον εαυτό σου. Αντίστοιχα όμως και για το σωστό θα τον επαινέσεις».
«Πριν λίγα χρόνια με έκρινα σκληρά για κάτι που θεωρούσα εγώ αποτυχία μου. Φερόμουν με μια βία πάνω μου. Τώρα προσπαθώ να είμαι πιο συγκαταβατική, πιο μαλακή ως προς εμένα. Οκ, δε μου βγήκε αυτό σήμερα, θα βρω γιατί δε μου βγήκε και θα πάω παρακάτω. Χωρίς σκληρότητα.
Αυτή είναι μια διαφορά μου στο σήμερα και το χθες. Παλιότερα έλεγα πολύ το “πρέπει”. Αλλά τι σημαίνει “πρέπει”; Νομίζουμε ότι μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα, αλλά δε μπορούμε. Αυτό που μπορούμε είναι να το απολαύσουμε. Μέσα απ΄αυτό γινόμαστε πιο δυνατοί. Εννοώ μέσα από την αποτυχία. Νομίζω ότι είναι αναγκαία η αποτυχία».
«Το ανικανοποίητο δεν είναι πολύ ωραίο συναίσθημα. Αρνούμαι να δεχτώ ότι αυτό μας εξελίσσει και μας έφτασε ως εδώ. Νομίζω ότι μας φέρνει μπροστά σε ένα αδιέξοδο και σε μια βαθιά θλίψη. Κι αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι ως κοινωνία δεν επιτρέπουμε το λάθος. Δεν δίνουμε περιθώριο, ειδικά όσο μεγαλύτερος είσαι. Είναι σχεδόν απάνθρωπο. Πώς γίνεται να μην κάνουμε λάθος; Είναι η φύση μας. Μέσα από το λάθος μαθαίνουμε. Είναι υποχρέωση μας να κάνουμε λάθος. Γιατί δεν είμαστε ατρόμητοι».
«Υπάρχει ένας εθισμός στον πόνο και τη λύπη. Στο τέλος της διαδρομής μου θέλω να είμαι ήρεμη κι ευτυχισμένη. Να γυρίζω πίσω και να έχω συμφιλιωθεί με τις πράξεις μου. Με όλα τα λάθη. Μου επιτρέπω πια να κάνω λάθη. Πιο παλιά είχα την αίσθηση ότι η ευτυχία είναι στα 100, την τρέλα, να τα διαλύσουμε όλα. Η ευτυχία δεν είναι κάπου εκεί. Είναι στη μέση. Εκεί, στην ηρεμία. Ούτε βαθιά λύπη, ούτε ακραία τρέλα».
«Η μοναξιά υπάρχει μέσα σε όλους τους ανθρώπους. Επειδή βρίσκεται στη δική μου επιφάνεια κι επειδή το δουλεύω, θέλω να υπάρχω μαζί της πια. Να ανταμώνω την προσωπική μου μοναξιά. Δεν κάνω πια ότι δεν υπάρχει και βγαίνω έξω. Ξέρεις αυτή την πρώτη αντίδραση. Τώρα μπορώ να κάτσω μόνη μου και να με δω.
Όταν είμαι μόνη μου προσπαθώ να δω στο τώρα τι μου συμβαίνει. Νιώθω αυτό, γιατί το νιώθω, θέλω να το αλλάξω ή μήπως δεν θέλω; Προσπαθώ να αντιληφθώ τι μου συμβαίνει. Αποφεύγω να κοιτάζω το μέλλον. Το έκανα κι αυτό και την εμμονική νοσταλγία. Με νοιάζει το τώρα. Όπως κι αν είμαι. Είμαι φοβισμένη; Οκ, ας το βιώσω».
«Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη ονείρων. Για διάφορους λόγους. Αν όμως εγώ έχω ένα όνειρο που πρέπει να πολεμήσω γι΄αυτό, γιατί να μην το κάνω; Είναι η ύπαρξη μας τα όνειρα, η κινητήριος δύναμη μας. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να είμαστε παρόντες και ανοιχτοί στα μηνύματα της ίδιας της ζωής.
Ζωές έχουν πέσει σε θλίψη επειδή επέμεναν σε κάτι που δεν τους έβγαινε, ενώ θα μπορούσαν να πετύχουν σε κάτι παρεμφερές ή διαφορετικό. Κάτι που θα ήταν ευτυχισμένοι. Πολλές φορές επιμένουμε σε κάτι που νομίζουμε ότι θα μας κάνει ευτυχισμένους, αλλά δεν το καταφέρνουμε και είμαστε δυστυχισμένοι».
* Για τον μονόλογο της Λένας «Με το ένα χέρι κρατούσε τον Καραγάτση με το άλλο το τσιγάρο» μπορείς να βρεις όλες τις πληροφορίες εδώ.
** Για το «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές» δες εδώ.
Φωτογραφίες: Θοδωρής Κώτσικας