Τον Θανάση Γιαννακόπουλο θα τον κρατάμε ζωντανό όσο αντέχει η μνήμη μας

Ο πατέρας, ο παππούς, ο φίλος μας.

Κάθε φορά που πεθαίνει ένα πρόσωπο του δημόσιου βίου και με απήχηση, ο ρόλος ο δικός μας επιτάσσει να γράψουμε κάτι. Είτε γιατί ξέρουμε ότι θα διαβαστεί είτε γιατί υπάρχει κάτι που μας ξύνει την ψυχή και την γδέρνει. Κάτι που θέλει να εξωτερικευτεί.

Συνήθως αναγκαζόμαστε να γράψουμε κάτι γιατί μας το ζητάει ο αρχισυντάκτης, ο διευθυντής, ο ανώτερος εν πάση περιπτώσει. Τα λόγια μας τότε στερούνται νοήματος. Είναι ξύλινα. Δεν μπορούμε να το αποφύγουμε, συμβιβαζόμαστε με αυτό, αλλά δεν παύει να βρίσκεται εκεί.

Στην περίπτωση του Θανάση Γιαννακόπουλου δεν υπάρχει κανένα πρέπει στα χέρια. Μιλώ για τα δικά μου κι όχι εξ ονόματος όλων, αλλά νομίζω ότι η πλειοψηφία βρίσκεται στην από δω μεριά του ποταμού.

Πρώτα και κύρια θέλω να πω κάτι που οφείλουμε να το κατανοούμε. Ο Θανάσης Γιαννακόπουλος ανήκει στους συγγενείς του, τους ανθρώπους που τον έζησαν μια ζωή, τους κοντινούς του. Αυτούς που δε νιώθουν μια απλή στενοχώρια όπως εμείς. Ανήκει σε αυτούς που τώρα πονάνε και αγαπάνε αυτόν τον πόνο, γιατί ξέρουν ότι αξίζει να τους γεννηθεί για τον Θανάση.

Σίγουρα αυτοί που πονούν θέλουν τη λήθη κι αυτοί που δεν πονούν θέλουν να θυμούνται. Αυτός είναι ο δικός μας ρόλος. Ο ρόλος των ανθρώπων που δεν μοιράστηκαν στιγμές εκ του σύνεγγυς με τον Θανάση Γιαννακόπουλο, αλλά έχουν μια σειρά από αναμνήσεις που αυτός είναι εκεί. Όχι στη γωνία. Αλλά στο επίκεντρο. Μια φιγούρα πραότητας, μα και πάθους. Ένας πατέρας των πολλών.

Ο Θανάσης Γιαννακόπουλος «έφυγε» και για πολλούς κλείνει ένας κύκλος δεκαετιών. Για εμάς τους Παναθηναϊκούς είναι μια μορφή ταφόπλακας. Αλλά αν το δούμε καθαρά, τίποτα δεν κλείνει όσο το θέλουμε.

Αύριο βράδυ στο ΟΑΚΑ ο κόσμος θα κοιτάζει την πολυθρόνα του σαν να είναι εκεί. Θα φωνάζει για εκείνον. Στο τέλος της χρονιάς θα τον μνημονεύουμε ξανά. Την επόμενη που λογικά θα γίνει τουρνουά προς τιμήν του εξίσου. Κι αυτό θα συνεχίζεται. Κι αυτό να συνεχίζεται.

Κάποιες φορές γελάω μέσα μου με τον τρόπο που με αγγίζουν απώλειες ανθρώπων, στις οποίες δεν είχα καμία ανάμειξη. Μετά όμως συνειδητοποιώ ότι αυτή είναι η ομορφιά των ανθρώπων που πεθαίνουν. Ότι δε μαθαίνουν ποτέ πραγματικά πόσο μας αγγίζουν, αλλά μας αγγίζουν.

Ο Θανάσης Γιαννακόπουλος πάει να καθίσει πια δοξασμένος στο τραπέζι που τον περιμένουν τα αδέρφια του και μαζί τους θα χαμογελά για όλη αυτή την άδολη αγάπη που του στέλνουν τόσοι άνθρωποι. Αυτοί που έμειναν εδώ. Εμείς που μείναμε εδώ και αντέχουμε να θυμόμαστε. Και θα αντέχουμε για όσο αντέχουμε.