Ο Θάνος Τοκάκης θα ήθελε να ζει σε έναν κόσμο όπου όλα βιώνονται στο μέγιστο βάθος

Ένας υπέροχος άνθρωπος για να πιάσεις κουβέντα μαζί του.

Μία συνέντευξη όπου ο συνεντευξιαζόμενος την κάνει καθαρά για λόγους προώθησης της δουλειάς του, δεν πρόκειται να οδηγήσει πουθενά. Θα είναι βαρετή γι΄αυτόν που ρωτάει και θα καταφύγει σε τετριμμένες ερωτήσεις, χωρίς να ακούει τις απαντήσεις. Θα κοιτάζει το μπλοκάκι.

Μια συνέντευξη όμως όπου ο πρωταγωνιστής της είναι διατεθειμένος να συζητήσει και να μοιραστεί, κάνει πιο εύκολο το έργο του ανθρώπου που ρωτά. Γιατί τα ωραία ακούσματα οδηγούν αυτομάτως και σε ερωτήσεις που πιάνονται απ΄αυτά. Δεν πας by the book. Πας όπου σε πάνε οι λέξεις.

Αυτό μου συνέβη με τον Θάνο Τοκάκη. Αυτόν που όλοι μάθαμε ως γαμπρό του Φιλιππίδη στο 50-50, αλλά σε αυτά τα 12 χρόνια από τότε που τέλειωσε η σειρά – δεν βάζω καν στην εξίσωση τον τρίτο κύκλο – έχει συστηθεί με πολλές περισσότερες ιδιότητες μέσα από τους θεατρικούς του ρόλους. Όπως αυτός που κάνει τώρα στο Μικρό Γκλόρια.

Στην παράσταση Μισά Μισά είναι ο ένας από τους δύο γιους (ο Θανάσης Δήμου υποδύεται τον έτερο) μιας Ισπανίδας γυναίκας που βρίσκεται στα τελευταία της. Οι δυο τους βρίσκονται σε μια κατάσταση που σκέφτονται έντονα να ολοκληρώσουν τη δουλειά του θανάτου. Να τη σκοτώσουν.

Είναι μια παράσταση για την οποία ο Θάνος μου λέει ότι τον αναζωογονεί κάθε φορά που ανεβαίνει στη σκηνή. Που δεν τον ικανοποιεί απλώς το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αλλά επαναπροσδιορίζει την επαφή του με το κοινό και το θέατρο. Κάτι που το κάνει συχνά και διαλέγοντας ορισμένες φορές μη προφανή μονοπάτια.

Δεν θα βρεις εύκολα ηθοποιό με τέτοιο όνομα και ταλέντο να έχει κάνει τόσες πολλές παραστάσεις «δωματίου». Να απευθύνεται δηλαδή σε μετρήσιμο κοινό κάθε βράδυ. Να κοιτάζει τον κάθε έναν στα μάτια. 

Αυτά που απλώθηκαν στα πόδια του μετά το 50-50 πολλά. Κι όχι άδικα. Το κωμικό του ταλέντο έκανε μπαμ σε κάθε σκηνή. Κι εκεί δεν διάλεξε τον προφανή δρόμο. Διάλεξε αυτόν που κάνει εμάς στο κοινό να αναρωτιόμαστε «γιατί χάθηκε από την τηλεόραση;». Ευτυχώς όμως αυτή η κυρία δεν είναι το πρωτεύον κριτήριο.

Ας μην μακρηγορώ όμως. Από δω και πέρα αναλαμβάνει ο Θάνος Τοκάκης. Για το θέατρο και τη ζωή. Για τις υπαρξιακές του αγωνίες και τα στάδια της ζωής που έχει περάσει. Ελπίζω να το απολαύσετε όσο κι εγώ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ: Ο ΘΑΝΟΣ ΤΟΚΑΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟ…ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΠΑΘΟΣ

«Είναι το πιο δύσκολο πράγμα στη δουλειά μας να προετοιμάζεσαι για πάνω από έναν ρόλο σε κάθε σεζόν. Αλλά δε γίνεται αλλιώς. Αναγκαζόμαστε να μειώσουμε την ποιότητα για την ποσότητα. Δε γίνεται να δουλεύεις έναν χαρακτήρα, να εισάγεσαι στον κόσμο ενός συγγραφέα και ταυτόχρονα να κάνεις και κάτι άλλο, και μετά κάτι τρίτο. Που έτσι κι αλλιώς συμβαίνει, γιατί μπορεί να είσαι σε μια σειρά ή μια ταινία. Οπότε φαντάσου να έχεις δύο θεατρικές παραστάσεις»

«Έχει πολλή σημασία η ηλικία και η ψυχική κατάσταση που έχεις όταν διαβάζεις ένα έργο σε σχέση με τη στιγμή που θα το παίξεις. Είναι ένα διαφορετικό βίωμα, μια άλλη προεργασία. Αυτό το έχουν ούτως ή άλλως τα διαχρονικά έργα. Απομυζείς άλλα πράγματα. Όταν διαβάζω για παράδειγμα Τσέχοφ, συγκινούμαι το ίδιο, έχοντας όμως και την εμπειρία των χρόνων που πέρασαν από τη σχολή που το διάβασα, μέχρι τη στιγμή που καλούμαι να γίνω μέρος ενός έργου»

«Σε μια ιδεώδη κατάσταση, αν μπορούσα να επιλέξω, θα έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο η ψυχική μου θέση ως προς το έργο που θα επιλέξω. Δεν είναι μόνο ο ρόλος που θα κάνω. Είναι ο σκηνοθέτης, είναι το έργο, σε τι ατμόσφαιρα χρειάζεται να εισαχθεί όλο αυτό το πράγμα».

«Η ταύτιση που θεωρεί το κοινό ότι αποκτούμε εμείς οι ηθοποιοί με τον ρόλο, δεν είναι έτσι. Δεν ακολουθούμε τη ζωή ενός χαρακτήρα. Αυτό γίνεται στο Χόλιγουντ. Αυτό που γίνεται εδώ είναι να μπούμε στην ψυχική διαδικασία μιας εποχής, ενός συγγραφέα και αυτό επιχειρούμε να το φέρουμε στο σήμερα.

Αυτή τη σύνδεση προσπαθούμε να δώσουμε και αυτή είναι η ψυχική κατάσταση που μπαίνουμε. Μιλάμε βεβαίως για μια πολύ βαθιά διείσδυση. Είναι μια τρομερή ζύμωση. Δεν είναι απλώς ότι μπαίνουμε σε έναν ρόλο. Αυτό θέλει χρόνο κι είναι φθορά. Όταν το κοιτάξεις πίσω σου, ακόμα κι αν είναι καταστροφικό, σου έχει αφήσει σίγουρα αποτύπωμα».

«Υπάρχει ένα ποσοστό ανθρώπων που παρακολουθεί κι είναι εκπαιδευμένο στο θέατρο, αλλά νομίζω ότι το μεγαλύτερο κομμάτι είναι ένα κοινό χωρίς θεατρική παιδεία, όπως η Αγγλία για παράδειγμα. Οκ, είναι το ύψιστο στάνταρ, αλλά απέχουμε πολύ από αυτό. Νομίζω ότι στη δεκαετία του ’50 ή του ’60, το κοινό, αν και πιο απαίδευτο σε θέμα συνολικής παιδείας, ήταν πιο εκπαιδευμένο στο θέατρο. Υπήρχε ένας σεβασμός.

Τώρα σπάνια βλέπω ανθρώπους που διαβάζουν πριν ή μετά. Όχι μόνο το λεγόμενο απλό κοινό. Αλλά και δημοσιογράφους. Και άνθρωποι του χώρου είναι απαίδευτοι με το τι προσφέρουμε. Ως προς αυτό δεν με αγχώνει το πως θα αναμετρηθώ με τον ρόλο και μετά με το κοινό. Άλλωστε, θα ξέρω από πριν πόσο χρόνο έχω για να το προετοιμάσω. Ιδανικά, αν μπορούσα να επιλέξω, θα απασχολούμουν με έναν μεγάλο ρόλο το χρόνο».

«Υπάρχει υπερπληροφόρηση του κόσμου. Βομβαρδισμός στα πάντα. Αυτό δημιουργεί την εποχή της ημιμάθειας. Το ότι εγώ μπορώ να ανοίξω μια σελίδα στο Internet και να διαβάσω για τη ρώσικη επανάσταση φερ΄ειπείν, με κάνει να νιώθω πως γνωρίζω το θέμα καλά. Δεν είναι πραγματική εμβάθυνση αυτή. Αυτό είναι επιφανειακό. Το ίδιο συμβαίνει και με τις παραστάσεις. 1900 παραστάσεις το χρόνο σχεδόν. Είναι αδύνατον. Σαν αγώνας επιβίωσης, εμφύλιος. Αυτό δε μπορεί να αντέξει.

Δεν πρέπει σώνει και καλά να παίζουμε όλοι και να παίζουμε και όλη την ώρα. Αλλά δυστυχώς είναι τέτοιες οι συνθήκες που δε μπορείς να ζητήσεις να κοπεί κάτι. Αυτό είναι η καταπάτηση της φαντασίας. Όχι μόνο για τον δημιουργό, αλλά και για το κοινό.

Αυτή η υπερπληθώρα θα σκάσει κάποια στιγμή. Ίσως και με μια αποκέντρωση. Δεν είναι μόνο η Αθήνα. Είναι δυνατόν η υπόλοιπη Ελλάδα να έχει ένα πολύ μικρό ποσοστό δικών της θεατρικών παραγωγών και να περιμένει το καλοκαίρι που πάνε τα πολύ εμπορικά; Ποια είναι η θεατρική εκπαίδευση που παίρνει το εκεί κοινό; Τι γίνεται με τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. που φυτοζωούν;»

«Όταν ξεκινάς να κάνεις ένα καλλιτεχνικό επάγγελμα, ειδικά του ηθοποιού ή του τραγουδιστή που είναι λαοπρόβλητα, φαντάζεσαι τον εαυτό σου με μια δημοσιότητα. Συνήθως δεν έχουμε την αίσθηση του τι σημαίνει αυτό το πράγμα. Και οι εντός του χώρου, αλλά κυρίως οι εκτός. Το κοινό πιστεύει ότι αυτό σου κάνει τη ζωή πιο εύκολη. Αυτό απέχει από την πραγματικότητα. Όχι γιατί σου κάνει τη ζωή δύσκολο. Τίποτα από τα δύο. Στην κάνει απλώς διαφορετική. Και στο λέω εγώ που δεν είχα μια προβολή τόσο μεγάλη.

Ωστόσο, η ζωή μου μετά το 50-50 έγινε διαφορετική τελείως. Κι αυτό το κουβαλούσα. Πέρασα πολλά στάδια για να το διαχειριστώ. Στην αρχή έπρεπε να το πάρω πάνω μου σχεδόν ψυχαναγκαστικά, μετά το απέβαλα και είπα “εγώ δεν είμαι αυτό” και στο τέλος συμφιλιώθηκα με την κατάσταση. Τώρα μπορώ να ζω με αυτήν. Τότε, μπορώ να σου πω, ήταν μια διαδικασία που περισσότερο με έφθειρε. Και δεν εννοώ ότι είχε αρνητικό αποτέλεσμα. Απλώς αυτό συνέβη κι αυτό ένιωσα».

«Πρέπει να αποφασίσουμε σε αυτή τη ζωή τι έχουμε ανάγκη σε κάθε φάση της. Θέλουμε να βγάλουμε λεφτά, θέλουμε να αγαπηθούμε; Θέλω εγώ να κάνω εξώφυλλα και να βγαίνω στα περιοδικά; Όλα έχουν να κάνουν με αυτό.

Εγώ κατάλαβα τότε με το 50-50, παρά το ότι ήμουν εξαιρετικά ανώριμος σε εκείνη τη φάση της ζωής μου, ότι θέλω να ακολουθήσω το ένστικτο μου. Έχω να προσάψω πολλά πράγματα στο εαυτό μου εξαιτίας αυτής της ανωριμότητας, όμως στην προκειμένη ακολούθησα το στομάχι μου, κατάλαβα τι μου ταίριαζε, αισθανόμουν κι ακολουθούσα τον εαυτό μου.

Αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο έχει να λογοδοτήσει το είναι μου σε μένα. Ίσως αν δεν το έκανα να είχα πιο πολλά λεφτά. Χέστηκα όμως. Δε με νοιάζει. Το να κάνεις μια δουλειά στην τηλεόραση έχει μια φθορά. Εγώ έπρεπε να συνυπολογίσω αυτή τη φθορά, αν θα είναι επαρκής στο ζύγι και να αποφασίσω αν αξίζει να κάνω τη δουλειά.

Το γεγονός ότι διάλεξα να παίζω στα υπόγεια με τον φίλο μου τον Προμηθέα τον Αλειφερόπουλο για 15-20 άτομα, έχει μια φθορά. Όμως ζυγίζεις τα πράγματα μέσα σου, βλέπεις τι σημάδι σου αφήνουν και επιλέγεις γνωρίζοντας πως όλα έχουν το κόστος τους. Ποιο κόστος μπορείς να αντέξεις, αλλά και ποιο κέρδος δε μπορείς να αντέξεις»;

«Μου αρέσει να κάνω την τέχνη μου, να είμαι ερασιτέχνης, τεχνίτης, αλλά και να δουλεύω. Δηλαδή η δουλειά μας έχει και τα δύο. Από τη μία αυτό που θα λέγαμε καλλιτεχνικό, να φανταστούμε τον χαρακτήρα μας, τον τόπο του, τον χρόνο του, αλλά κι από την άλλη υπάρχει και το ότι πρέπει να βρίσκομαι στο θέατρο στις 9 και βαριέμαι. Δεν είναι κάτι αδιανόητο. Αυτά πρέπει κάπως να συνδυάζονται για να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου.

Όπως συμβαίνει φαντάζομαι με όλους, προσπαθώ κι εγώ να κάνω όσο καλύτερα μπορώ τη δουλειά μου. Ο χώρος της τέχνης έχει ένα κακό. Παίρνουμε τους εαυτούς μας πιο σοβαρά από τη δουλειά μας. Πιστεύουμε ότι εμείς είμαστε πάνω από το ρόλο, πάνω από το θέατρο.

Δεν είναι έτσι. Η δουλειά μας είναι στις 9 κάθε βράδυ να αποδίδω. Το πως θα γίνει αυτό δεν αφορά το θέατρο, ούτε τον θεατή. Κι αυτή είναι η συνδιαλλαγή για όλους. Αυτό θέλει κόπο και χωρίς κόπο δεν υπάρχει καύσιμο γι΄αυτή τη συνδιαλλαγή. Αυτό είναι κάτι που στο πέρασμα των ετών παίρνει διαρκώς διαφορετικές μορφές μέσα στον καθένα».

«Πολύ συχνά μου συμβαίνει να σκέφτομαι ότι η δουλειά με διώχνει. Τώρα είμαι σε αυτή τη φάση. Δεν έχω ας πούμε κλείσει κάπου για το καλοκαίρι. Απλώς τώρα υπάρχει εμπειρία, άρα και γνώση. Άρα δεν πανικοβάλλομαι. Κατανοώ μέσα μου ότι παίζει το ενδεχόμενο να μη βρω δουλειά κάποιους μήνες».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟ: Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΑΡΞΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ

«Για μένα είναι ζήτημα πνεύματος και ποίησης των πραγμάτων; Ποια είναι η επαφή του σύγχρονου ανθρώπου με αυτή την ποίηση; Είναι πολύ σωστό ότι τα αποζητάμε όλα σε μια πρόωρη στιγμή, σε μια υπερβολική ταχύτητα. Έχει χαθεί το παρόν. Να κάτσει ο σύγχρονος άνθρωπος μια στιγμή και να φανταστεί. Ακόμα και να βαρεθεί. Έχουμε ξεχάσει πως είναι να βαριόμαστε. Δεν αφήνουμε τον εαυτό μας να το ζήσει αυτό. Κι όχι μόνο στις περιόδους δουλειάς.

Ακόμα και στις διακοπές. Μπορεί να μην έχεις κινητό κι αισθάνεσαι ότι κάτι θα πάθεις. Χωρίς αυτή την προέκταση, δεν υπάρχεις. Κι αυτό είναι τρομακτικό. Όλη αυτή η ψυχολογία έχει περάσει μέσα σε όλους μας. Γι΄αυτό θέλουμε να κάνουμε συνεχώς πράγματα. Όλα γίνονται πιο νωρίς. Και ξαφνικά θέλουμε να πεθάνουμε πιο νωρίς. Γινόμαστε καταθλιπτικοί γιατί ζούμε τα πάντα, αλλά δεν ζούμε πραγματικά τίποτα. Δεν μπαίνουμε μέσα στην κατάσταση των πραγμάτων.

Δεν πας διακοπές να βουτήξεις στη θάλασσα και να το απολαύσεις αυτό. Σκέφτεσαι την ξαπλώστρα, το ποτό, το like, όλο αυτό το βίωμα πια. Αυτό ισχύει και στον χώρο μας. Αν με ρωτάς, ναι θα έκανα μόνο μια δουλειά το χρόνο. Αλλά πιστεύω ότι υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό που αν τους έλεγες ότι θα μπορούσαν να ζήσουν άνετα από μια μόνο δουλειά, θα έκαναν κι άλλες. Από κενοδοξία και μόνο. Αυτή μας κινητοποιεί, αλλά μας φρενάρει κιόλας».

«Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια καταθλιπτική μάζα και ο καθένας θέλει να μοιραστεί ένα τέτοιο βίωμα, να γίνει μέρος της αγέλης. Φτάνουμε στο σημείο να κυνηγάμε το σκοτεινό, το ζοφερό, μόνο και μόνο για να συνδεθούμε με αυτή τη μάζα».

«Δεν μ΄αρέσει να κυνηγάω μια κάποια τελειότητα είτε στην ερμηνεία μου είτε στη ζωή. Ούτε όμως είμαι και σε μια διαδικασία διαρκούς αμφισβήτησης. Άλλα πράγματα ζητάω από αυτή τη δουλειά. Αυτό που κάνω είναι να αναζητώ νέα πράγματα και να επιτρέπω σε πράγματα να μου εμφανίζονται έστω και ετεροχρονισμένα. Όχι όταν εγώ νόμιζα ότι τα χρειαζόμουν, αλλά όταν αυτά θεώρησαν ότι θα μου φανούν χρήσιμα. Ψάχνομαι, αν θες να το πούμε έτσι».

«Αυτές οι μεγαλόσχημες έννοιες όπως η ευτυχία, δεν είναι αυθύπαρκτες και διά παντός ίδιες. Δεν έχουν το ίδιο μέγεθος. Τουλάχιστον για τον εξωτερικό παρατηρητή. Εξαρτάται σε ποιο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο τοποθετείς την ευτυχία και την τελειότητα. Για μένα τα πάντα παράγονται από μέσα προς τα έξω, ως προς το κομμάτι της ευτυχίας για παράδειγμα. Γιατί όμως να πρέπει να κατονομάσεις κάτι που σου συμβαίνει;

Από την άλλη, άμα κυνηγάς διαρκώς την τελειότητα, σημαίνει ότι δε νιώθεις και δεν είσαι ποτέ αρκετός. Κι η ευτυχία που μου λες, νομίζω ότι τοποθετείται σε μια ολότητα, μια μεγάλη κατάσταση. Ενώ υπάρχουν οι ευτυχισμένες στιγμές, για μας δεν είναι ευτυχία. Τις βάζουμε μακριά μας ως κάτι στιγμιαίο και ως εκεί. Το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχω αυτή τη στιγμή, είναι μια ευτυχία. Είναι και το άλλο. Ότι για κάποιο λόγο μπαίνουμε στη λογική να συγκριθούμε.

Ένας άνθρωπος που πάει να συγκριθεί, δεν έχει κάτσει να στοχαστεί. Είναι αυτό που λέμε ανακλαστική στοχαστικότητα. Να μας προσφερθεί δηλαδή κάτι πίσω απ΄αυτό που στοχαζόμαστε. Είμαι ερωτευμένος; Κι αν είμαι, γιατί είμαι; Αυτά τα ερωτήματα τα κάνουμε μέσα μας, αλλά τις απαντήσεις δεν τις ψάχνουμε εκεί. Τις ψάχνουμε στους άλλους. Στα social media. Έχουμε καταντήσει μεγάλα κενά. Με ωραίο αμπαλάζ εξωτερικά και μέσα είμαστε τζούφιοι. Ζούμε σε μια τρομακτική ψευδαίσθηση που την αφήνουμε να μεγαλώνει».

«Το να πω μέσα μου ότι αναίρεσα τον εαυτό μου, είναι μια ψυχανάλυση. Κατ΄αρχάς μόνο που βρίσκει κανείς το χρόνο να το αναλογιστεί αυτό, είναι πολυτέλεια. Από τη στιγμή που κάθομαι να πω τι έκανα και τι δεν έκανα, εκείνη τη στιγμή κάνω βήματα μπροστά. Ο κόσμος έχει σταματήσει να επιθυμεί να σκέφτεται. Θέλει να φαντάζεται, όχι να σκέφτεται. Κι αυτό τον κάνει να μη θέλει να αισθάνεται.

Είναι ευτυχία να αυτοαναιρείται κανείς. Έτσι γινόμαστε καλύτεροι. Πώς προχωράνε δηλαδή οι κοινωνίες; Με την αυτοκριτική. Αν κάθομαι να λέω τι καλός που είμαι, δεν έχει νόημα. Οφείλεις να αλλάζεις διαρκώς. Πρώτα εσύ ο ίδιος και μετά να γυρνάς να το απαιτείς από τον διπλανό σου».

«Το κομμάτι του θανάτου είναι ο τρόπος που ζούμε. Για μένα είναι ταυτόχρονα τόσο μακρινό, μα και κοντινό. Δηλαδή συνεχώς βιώνουμε μικρούς θανάτους μέσα μας. Ο χωρισμός, ο αποχωρισμός, είναι μικροί θάνατοι. Ο μεγάλος ο θάνατος είναι κάτι φαντασιωσικό για μένα.

Παλιότερα το φανταζόμουν αλλιώς. Όσο μεγαλώνεις έρχεται προφανώς σε μια άλλη συναλλαγή με τον θάνατο. Συμφιλιώνεσαι μαζί του και με τον εαυτό σου. Όλοι μας θέλουμε να υπάρξουμε για πάντα, να είμαστε αθάνατοι. Προσπαθώ, όσο μπορώ, να ξεφύγω απ΄αυτή τη λογική.

Γενικώς δεν έχουμε αγκαλιάσει τη φύση των πραγμάτων. Γι΄αυτό δεν είμαστε φυσικοί ως είδος. Δεν αντέχουμε τους κύκλους που κλείνουν. Ευτυχώς που δεν ζούμε για πάντα. Μόλις κατανοήσουμε αυτό, κατανοούμε και όλη την ύπαρξη. Κατανοούμε και την αξία του εδώ και τώρα. Αν είναι να έρθει ο θάνατος, θέλω να ξέρω ότι αγάπησα και με αγάπησαν πραγματικά. Αυτή είναι η υπέρτατη αξία. Θέλω εκείνο το δευτερόλεπτο πριν πεθάνω, να το ζήσω χαρούμενος. Δεν έχω ανάγκη να απευθυνθώ γι΄αυτό σε μια ανώτερη ύπαρξη.

Φιλοσοφικά είναι αδιανόητο και βάναυσο να το αποδεχτούμε, αλλά εγώ πιστεύω ότι έτσι γίνεται. Εδώ αρχίζουμε και εδώ σταματάμε. Αλλά δεν πειράζει. Κανείς μας δεν είναι το κέντρο του κόσμου. Η ανθρωπότητα εξακολουθεί και αν κάτι πρέπει να κάνουμε, είναι να συνεχίζουμε για τους επόμενους. Δεν τελειώνει μαζί μας ο κόσμος. Δε μπορείς να πεις “να πάει να γαμηθεί η επόμενη γενιά”. Κι αυτό δυστυχώς διακατέχει τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε».

Πληροφορίες παράστασης:

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Σκηνοθεσία: Γιάννος Περλέγκας
Σκηνικά/κοστούμια: Λουκία Χουλιάρα και Γεωργία Μπούρα
Κίνηση: Δήμητρα Ευθυμιοπούλου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάγδα Καυκούλα

Ερμηνεύουν: Θανάσης Δήμου, Θάνος Τοκάκης

Θέατρο Γκλόρια Μικρό, Ιπποκράτους 7, Αθήνα, 2103642334, Έως: 21/04/2019, Τετάρτη, Κυριακή στις 19:00 | Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00

* Φωτογραφίες: Θοδωρής Κώτσικας