Μπορεί να μην έχει φάει τους προβολείς στο πρόσωπο απότομα και συσσωρευμένα, αλλά αποτελεί μια συνολική ύπαρξη που θα μπορούσε να πετύχει κάτι τέτοιο αν το ήθελε. Όταν κέρδισε το βραβείο Χορν εμφανίστηκε ένα μονοπάτι γεμάτο σε εκτυφλωτικό φως. Μόνο τέτοιο.
Το ακολούθησε όσο το ακολούθησε, αλλά έχοντας προστατευτεί από το φως. Δεν έχασε το πού ήθελε να πάει. Και μέχρι σήμερα πηγαίνει. Προσφάτως έμαθε και να σταματάει. Όχι μόνο να πηγαίνει.
Ο Αργύρης Πανταζάρας είναι αυτό που είναι στο μυαλό του κάθε θεατή ως ηθοποιός. Αυτό που δεν έχει την ευλογία κάθε θεατής είναι να δει πως συμπορεύεται το επί σκηνής του με το υπό της σκηνής. Εκμεταλλευόμενος πλήρως την ιδιότητα μου, απομύζησα τούτη την ευκαιρία.
Το βράδυ του Σαββάτου ο Αργύρης ξεκίνησε την πέμπτη του παράσταση ως επικεφαλής, ως σκηνοθέτης, και ύστερα από αρκετές συζητήσεις με ανθρώπους του θεάτρου, μπορώ να πω ότι φέρει μια σφραγίδα, μια δική του διαδοχή στο πως βλέπει το θέατρο.
Το Elephant Song που θα παίζεται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων ως τις 31 Μαΐου έρχεται να αποτελέσει την δική του συνέχεια. Να σταθεί πλάι και ταυτόχρονα κι αντιμέτωπο με όσα έχει κάνει ως τώρα.
Συνειδητοποιώ τώρα ότι τον αποκάλεσα εγκάρδιο άνθρωπο. Μα, όλοι οι άνθρωποι είναι εν-κάρδιοι. Φέρουν καρδιά. Ο Αργύρης Πανταζάρας επιλέγει όμως και να την χρησιμοποιεί σε όλη της τη λειτουργία αποδεχόμενος πλήρως τα καλά μα και τα στραβά που έρχονται με αυτό. Γιατί για εκείνον είναι πιο δύσκολο να υπάρχει έξω από τις σχέσεις με τους ανθρώπους του.
Αυτά από εμένα. Ο αφηγητής πάει στον πάγκο για να μπει στο γήπεδο ο πρωταγωνιστής.
Ο ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΝΤΑΖΑΡΑΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
«Όλο αυτό είναι μια προσπάθεια εκτός από το να διευρύνω το πεδίο, να ανακαλύψω καινούργια όρια. Είναι για να θέτει κανείς τον πήχη όχι μόνο ψηλά, αλλά πιο βαθιά, πιο μακριά, κάθε πιθανή διάσταση εν πάση περιπτώσει. Αναζήτηση ενός εσωτερικού πλούτου και χώρου θα έλεγα καλύτερα. Όχι μόνο ως καλλιτέχνης, αλλά και ως άνθρωπος. Αυτό που ανακαλύπτω σιγά σιγά είναι ότι βλέπω πολύ πιο έντονα τις πληγές, τα τραύματα του ταξιδιού, αυτών των μαχών που δίνονται. Βλέπω τις ρυτίδες αν θες με το πέρασμα του χρόνου. Μέσα σε μία σύντομη φράση θα έλεγα ότι το θέατρο μας γερνάει. Μας ωριμάζει μεν, μας γερνάει τα σωθικά δε».
«Όλα ξεκινάνε από μια λευκή σελίδα. Κι έχω μεγάλη επαφή με αυτές. Όμως κάθε τι νέο που έρχεται, δε γίνεται παρά να αποτελεί μια συνέχεια του προηγούμενου. Απλώς παρουσιάζεται αναδιατυπωμένο ή εξελιγμένο σε κάτι περαιτέρω. Μέχρι και οι επιθυμίες, τα όνειρα, οι σκέψεις έχουν μια συνοχή».
«Η εμπειρία δεν είναι βάρος. Το μόνο βάρος που φέρουμε είναι η νοοτροπία. Αν δεν κάνουμε αυτή τη δουλειά με στόχο να εξελισσόμαστε και να αφήνουμε μια ευστοχία σε αυτό το ταξίδι, μια αποτελεσματικότητα, τότε όλο αυτό συσσωρεύεται ως βάρος. Στην πράξη είναι η μελέτη μιας διαρκούς εξέλιξης από το ένα έργο στο άλλο, από μια φράση στην άλλη, από έναν θίασο σε έναν άλλο, από μια ομάδα συντελεστών με την επόμενη παραλλαγή της.
Έτσι, κρατάμε έναν διάλογο ανοιχτό, έναν διάλογο ανάμνησης της εξέλιξης και της επιθυμίας του πώς θα θέλαμε να ζούμε. Είναι μικρά πειράματα οι παραστάσεις. Πειράματα-προτάσεις για το πώς θα θέλαμε να ζούμε. Από το ήθος μέχρι τις συνθήκες εργασίας και τις λογιστικές αποδόσεις. Γι΄αυτό πάντα επιστρέφω στο κομμάτι της ευθύνης, της υπευθυνότητας. Στο κάτω κάτω της γραφής αφηγούμαστε μια ιστορία περί της ζωής μας.
Ο διάλογος παραμένει ίδιος είτε κάνουμε χιούμορ, είτε μιλάμε για τον έρωτα, είτε για το θάνατο, για τη συμπεριφορά του ανθρώπου, για τις αξίες. Μόνο ο τρόπος αλλάζει. Σίγουρα υπάρχει μια συνέπεια. Αυτό το αναγνωρίζω τώρα πριν την παράσταση. Αυτή η υφολογική συνοχή έχει να κάνει, αν δηλαδή κάποιος έπρεπε να με παρατηρήσει και να με εξηγήσει, με το ότι πιστεύω στην κινηματογραφική δομή και προσπαθώ να την εντάξω στο θέατρο.
Γι΄αυτό κι έχω κινηματογραφιστές συνεργάτες που αναγνωρίζουν τη δραματουργία, το κάδρο. Γιατί είμαστε στην εποχή των κάδρων. Στην εποχή της πληροφορίας και της υψηλής αισθητικής. Κι ίσως εγώ μένω σε αυτό ώστε να φτιάξω ένα αντίστοιχο πλαίσιο σε παρόντα χρόνο κι όχι σε οθόνη. Αυτός ο παρόντας χρόνος είναι και ένα μοναδικό κτήμα του θεάτρου. Κανείς δε μπορεί να του το αφαιρέσει αυτό. Οπότε υπάρχει μια συνέπεια στην εσωτερική κραυγή, στο κατεπείγον, σε αυτό που ειπώνεται μέσα σε έναν συμπυκνωμένο χρόνο.
Ποντάρω επομένως στην αφαίρεση των μέσων. Όχι των εκφραστικών, αλλά των υπόλοιπων. Δύο φωτιστικά, ένα σκηνικό χώρου, ένα σκηνικό αντικείμενο, ένα κουστούμι. Ή είναι έντονα τα στοιχεία του backstage. Δεν κρύβουμε. Φανερώνουμε τα tricks. Δεν κάνουμε ότι δεν υπάρχουν οι ραφές του θεάτρου. Ίσα ίσα. Προσπαθούμε να τις δείξουμε και να φτιάξουμε μια υψηλή ραπτική.
Είναι μια απενοχοποίηση του μέσου, των συναισθημάτων, των ατελειών, των κρυφών επιθυμιών. Και κάπου εκεί καταλήγει να διαμορφώνεται ένα προσωπικό μας μανιφέστο. Ένα προσωπικό μας είδος, το οποίο δεν πρέπει ποτέ να τελειοποιηθεί και να ολοκληρωθεί. Πρέπει να είναι συνεχώς μεταβαλλόμενο. Γι΄αυτό και η ομάδα μας λέγεται Momentum accelerated evolution».
«Εμένα με συμφέρει όταν ο θεατής είναι πιο απαιτητικός. Γιατί έτσι γίνομαι κι εγώ απαιτητικός στη δουλειά μου. Ο μοχλός πίεσης μας ωθεί να υπερβαίνουμε τα όρια μας. Εγώ είμαι σε μια κατάσταση δημιουργικού άγχους. Αν αυτό το άγχος με βοηθά να οργανωθώ καλύτερα, τότε καλώς υπάρχει. Αν όχι, χρειάζεται άλλη διαχείριση. Αλλά αυτό το άγχος σημαίνει πως αντιλαμβάνομαι ότι ο θεατής δεν συγχωρεί εύκολα.
Αυτό δεν θα αλλάξει τον τρόπο που στήνουμε τη γιορτή μας. Δεν θα αλλάξει την ευγένεια και τον σεβασμό που έχουμε προς τη σκηνή ή την εντιμότητα των συναισθημάτων. Είναι απλώς ένας μικρός δείκτης που πρέπει να λειτουργεί σαν μια πηγαία ευθύνη απέναντι σε αυτόν που καλείσαι να μοιραστείς κάτι καινούργιο. Κι αυτό το καινούργιο, ακόμα κι αν πηγάζει από πολλά κλισέ, οφείλει να γεννιέται μπροστά στον θεατή».
«Σωματικά νιώθω και κατανοώ ότι ισχύει αυτό που λες για την έννοια της αίσθησης του κενού μετά από μια δουλειά όπως αυτή στο Φάουστ ή το 1984. Αυτό όμως έχει να κάνει με τις προσδοκίες του κοινού. Και οι προσδοκίες του κοινού γίνονται μετά και προσωπικές προσδοκίες. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που χρειάζεται ο ηθοποιός είναι ένα περιβάλλον ανθρώπων που να του επιτρέπει να μένει σε αυτόν τον εσωτερικό διάλογο και να προσπαθεί να διατηρεί τα προσωπικά του ρεκόρ ως εμπειρία, όχι ως πήχη.
Τώρα μπορώ να σου πω τώρα με μεγαλύτερη διαύγεια ότι η παράσταση που φτιάξαμε πέρσι, το Ένας Καλός Λόγος, ερμηνευτικά ήταν πιο επικίνδυνη και πιο δύσκολη από πολλά άλλα. Αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με την επιτυχία της επικοινωνίας με το κοινό ούτε με την επιτυχία της παράστασης. Έχει να κάνει με τις συνθήκες υπό τις οποίες υποβάλλεις τον εαυτό σου. Είναι μια αναμέτρηση σε διαφορετικό κλίμα και ρυθμό.
Προφανώς έχω μια τάση να αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου μέσα από μια αδρεναλίνη, έναν πρωταθλητισμό. Τι σημαίνει να είσαι σολίστ σε ένα κοντσέρτο δωματίου; Τι σημαίνει να στέκεις μόνος πάνω στη σκηνή. Αυτά είναι υλικά για μελέτη που τα σκαλίζω για να μπορώ να επανέρχομαι. Ο μονόλογος με κάνει καλύτερο επαγγελματία στον θίασο. Μετά με κάνει καλύτερο σε μια δική μου παραγωγή. Το κάθε τι πρέπει να είναι διάλογος για το άλλο. Ειδάλλως δεν έχω κανένα λόγο να ανοίγω αυτές τις πόρτες».
«Θα ήθελα το κοινό να περιμένει από μένα αυτό που περιμένω κι εγώ από μένα. Οι παραστάσεις έχουν ένα τρομερό προνόμιο. Μένει η ανάμνηση ως εμπειρία. Αυτό είναι το όμορφο και αφηγείται ένα κομμάτι της ζωής. Επικοινωνούμε μέσω αναμνήσεων και συναισθημάτων, εμπειριών. Αν δεις όμως το βίντεο της παράστασης 5 χρόνια μετά, μπορείς να πεις “α, αυτό ήταν…μπορούσα και καλύτερα”.
Τι εννοώ…άσε με να ξέρω εγώ ως ερμηνευτής ποια κατεύθυνση θα ήθελα να συνεχίσω να σκαλίζω. Αν έχουμε επικοινωνήσει ως άνθρωποι, εμπιστεύσου με σε αυτό. Κι εγώ κατάφερα μετά από καιρό λόγω τρομερής ανάγκης και βρήκα την ευκαιρία να μπορώ να απέχω όποτε θέλω από την θεατρική μου υπόσταση. Να ανθίζει, να την αφήνω και να επιστρέφω πιο μετά. Αυτό είναι και μια πολυτέλεια. Πρέπει να ησυχάσεις ως άνθρωπος για να γίνεις ένας θεατής που πάει σε μια παράσταση, πρέπει να γειωθείς.
Η διαδικασία του θεάτρου είναι διαδικασία πτήσης, αλλά πρέπει να ξέρει και να σε προσγειώνει. Αλλιώς θα σπας τα μούτρα σου και στη ζωή. Πάω σε παραστάσεις και επιστρέφω στο ρόλο του θεατή. Συγκινούμαι με τα απλά πράγματα εκεί. Με την αλήθεια, την εντιμότητα και την πρόθεση των καλλιτεχνών. Στο τέλος καταλαβαίνω ότι δεν μετράει η καλή ή κακή παράσταση. Μετράνε οι ειλικρινείς προθέσεις.
Αυτή την ευκαιρία να αγαπήσω ξανά το θέατρο και να αναρωτηθώ γιατί θέλω να ανέβω στη σκηνή – άλλωστε ως θεατές ξεκινήσαμε όλοι – μου τη δίνει ο συνάδελφος ηθοποιός και μένα. Στο τέλος της ημέρας, ηθοποιοί και θεατές βγαίνουν από την ίδια πόρτα με τα καθημερινά, προσωπικά τους ρούχα κι επιστρέφουν ως πολίτες, υπεύθυνοι και δημιουργοί».
«Το κακό που μου συμβαίνει είναι ότι δε διαχωρίζω το θέατρο σε είδη. Σε όσες παραστάσεις έχω αναμετρηθεί υπάρχουν απ΄όλα. Είναι και θέμα σύνθεσης. Δηλαδή ένα δράμα μπορεί να έχει κωμικά στοιχεία. Ή μπορεί να είναι τα κωμικά στοιχεία που το κάνουν ακόμα πιο έντονο. Μέσα από το χαμόγελο βγαίνει το πραγματικό δάκρυ. Αυτός είναι ένας χορός συναισθημάτων.
Ο Ρήσος ήταν μια ιλαροτραγωδία με κωμικά στοιχεία που τελείωνε με πένθος. Ο Φάουστ είναι ένα δραματικό θρίλερ, υπαρξιακό που όφειλε να έχει σπίθες ακραίας ευδιαθεσίας. Ένας θεατρικός δαίμονας. Ο Καλός Λόγος κατέληξε να έχει μια κυνικότητα που είναι περισσότερο αστεία, γελοία. Δείξαμε ένα πολιτικό ον από τη γελοία του πλευρά. Δε μπορώ ακόμα να σου πω ότι θα κάνω κωμωδία ή δράμα. Λέω ότι θα συντονιστώ με κάτι».
«Είναι δουλειά μας να βρίσκουμε επαφή με τον παλμό του έργου, να καλούμαι να συναντηθώ με αυτό που πραγματεύεται το έργο».
Ο ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΝΤΑΖΑΡΑΣ ΣΤΑ «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ»
«Το να μη θεωρείς τα πράγματα δεδομένα σου ενεργοποιεί ένα ένστικτο επιβίωσης. Αυτό αλλάζει ανάλογα την εποχή και σε επιστρέφει σε πηγαία συναισθήματα».
«Μέχρι πρόσφατα έκανα το λάθος να τρελαίνομαι που δεν υπερέβαινα τα όρια μου κάθε φορά. Από ένα σημείο κι έπειτα αυτό είναι μια ψυχική κακοποίηση. Το να περιμένεις τα πάντα από τον εαυτό σου, ότι θα ανέβεις τώρα δύο σκαλιά παραπάνω. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο βάρος που είχα ως άνθρωπος. Συνειδητοποίησα πολύ πρόσφατα ότι πρέπει να εμπεριέχεις σε όλα τα εγχειρήματα την αποτυχία, το λάθος. Γιατί αυτό το στοιχείο κάνει τη ζωή πιο όμορφη. Αυτή η θνητότητα, η φθαρτότητα των πραγμάτων κάνει τη ζωή πιο μαγική.
Οπότε θα σου έλεγα πως η απόφαση μου κάποιες φορές είναι να πάω δύο βήματα πίσω, όχι μπροστά. Να πάψω να απαιτώ και επαιτώ από τον εαυτό μου τη συνεχόμενη εξέλιξη. Αυτό οδηγεί και σε λάθος μονοπάτια. Χρειάζεται επομένως να κάνεις λίγο πίσω για να μείνεις συνεπής στο ήδη υπάρχον. Εκεί μπορούμε να ανοίξουμε μια άλλη κουβέντα για τη μανιέρα, για τον τρόπο που ο καθένας εκδηλώνεται. Αυτός δεν πρέπει ντε και καλά να αλλάζει σε κάθε επόμενη δουλειά».
«Η ελευθερία δεν έχει να κάνει με το να κάνω ό,τι θέλω. Ελευθερία σημαίνει, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να σημαίνει υπευθυνότητα. Έλευση ορίων. Τοποθετείσαι σε πλαίσιο. Το άλλο δεν είναι ελευθερία είναι χάος. Εμείς πρέπει να οργανώσουμε το χάος, να χαράξουμε πορείες, όχι να διαλύσουμε. Είμαστε όλοι κάτω από το ίδιο παρόν, τα ίδια ερεθίσματα.
Ο τρόπος που τα αντιλαμβανόμαστε αλλάζει. Υπάρχει μια παρεξήγηση της έννοιας της ελευθερίας. Αυτή η παρεξήγηση μπορεί να οδηγήσει σε λάθος αιματοχυσίες. Κι η παρεξήγηση υπάρχει γιατί δεν γνωρίζουμε να διαχειριστούμε την ατομική μας ελευθερία. Οπότε πώς διεκδικούμε τη συλλογική;»
«Νομίζω ότι είμαι σε όλα στυγνός επαγγελματίας με την έννοια του ότι θα κάνω τα πάντα ώστε να μπορώ να αφοσιωθώ και να δεθώ με τον τρόπο που θέλω. Άλλο στυγνός επαγγελματίας κι άλλο στεγνός. Εγώ μπορεί να είμαι σε ένα 15ωρο γύρισμα και να κάνω τη δουλειά μου σωστά, να υπάρχει ψυχολογική ισορροπία, εμπιστοσύνη, ομορφιά, όλο αυτό.
Στο τέλος όμως είμαστε αυτοί που πρέπει να βρούμε στόχο. Η διαφορά του ερασιτέχνη με τον επαγγελματία είναι πως ο πρώτος κάνει μόνο ότι του αρέσει. Ο επαγγελματίας βρίσκεται στην πρώτη γραμμή θέλει δεν θέλει. Κι αυτό που μας κάνει μοναδικούς είναι ότι φτάνουμε στο σημείο να κάνουμε τα πράγματα με τον τρόπο που μας αρέσει».
«Η έμπνευση καλλιεργείται από εμμονές που έχουμε. Μετά απλά καλείσαι να τις διαχειριστείς, να τις παρατηρήσεις, να τις εξελίξεις. Δηλαδή δεν είναι η έμπνευση ένα οποιοδήποτε κέρμα που βρίσκεις στο δρόμο. Είναι το γούρι, η επαφή, το ραντεβού, αυτό που μαθαίνεις να προσεύχεσαι, να επιθυμείς και να φροντίζεις κατά κάποιο τρόπο.
Γιατί στο τέλος της ημέρας καταλαβαίνεις ότι η επαφή είναι το ζήτημα, όχι η υλοποίηση. Η επαφή με τα όνειρα και η στιγμή που λες ότι θες να δεις κάτι να συμβαίνει. Αυτό είναι το μαρτύριο του Οιδίποδα που έχουμε μέσα μας. Θέλουμε να αναμετρηθούμε με την ταυτότητα μας, τη συνείδηση μας. Θέλουμε να δούμε ποιος πραγματικά είμαστε. Όχι ως σεναριακό μελόδραμα, αλλά ως μια συνάντηση με το μέσα μας. Αυτό έρχεται από τις εμμονές.
Αν συζητήσουμε το κομμάτι της έμπνευσης και πως δομείται κάτι, αυτό έχει να κάνει με τις προσλαμβάνουσες. Είμαστε σε μια τρομερά απελευθερωμένη εποχή που έχουν γίνει όλα, τα έχουμε δει όλα και είναι ελεύθερα προς όλους. Τίποτα δε μπορεί να σε κάνει διαφορετικό, εξαιρετικό. Έχουμε περάσει την εποχή της ανακάλυψης του τροχού.
Αλλά μπορούμε να αρχίσουμε να βλέπουμε πως χρησιμοποιούμε τον τροχό, τον τρόπο που υπάρχει στη ζωή μας. Αυτό για μένα είναι τρομερά απενοχοποιητικό. Είμαι επιφυλακτικός με το κυνήγι της πρωτοπορίας, της καινοτομίας. Η τέχνη στο τέλος της ημέρας πρέπει να είναι ένα εργαλείο, όχι ένα ντεκόρ».
«Μάχομαι τα τελευταία χρόνια σε βαθμό αφοσίωσης, ώστε να επιτρέπω σε αυτόν τον δαίμονα μέσα μου να χωράει στη ζωή του και την ανάπαυση. Μια σημαντική περίοδο ωριμότητας που νομίζω οι άνθρωποι την έχουμε παραβλέψει. Κι αυτό θα το πληρώσουμε στο μέλλον. Γιατί είμαστε, όπως φερόμαστε και στις εποχές. Όπως έχουμε πολλά φρούτα όλες τις εποχές του χρόνου, έτσι γινόμαστε άνθρωποι που παράγουν συνεχώς, αλλά δεν ξαποσταίνουν».
«Νομίζω ότι είχα πάντα καλή επαφή με τον κόσμο των ονείρων και σαν πηγή έμπνευσης και σαν περιοχή παρατήρησης. Ήμουν σε μια φάση που κατέγραφα τα όνειρα. Από ένα σημείο και μετά αποδεχόμουν ότι αυτό που συλλαμβάνω, χάνεται. Εκεί θέλει να προσθέσεις από μόνος σου, οπότε τα μετέτρεπα. Μετά σταμάτησα να τα καταγράφω γιατί κατάφερνα να τα θυμάμαι. Από το ένα βράδυ έφτασα στο μήνα.
Αυτή ήταν μια προσωπική μου άσκηση, ένα προσωπικό ημερολόγιο. Βρέθηκα όμως σε ένα σημείο που έπρεπε να καταλαγιάσει αυτός ο κόσμος και να επενδύσω ξανά στον κόσμο της πραγματικότητας. Όχι ότι η πραγματικότητα ακυρώνει τα όνειρα ή το ανάποδο. Αλλά το ένα δεν πρέπει να παίρνει περισσότερο χώρο από τον άλλον. Οπότε τον κόσμο των ονείρων τον εμπιστεύομαι ως την πιο αγνή πηγή έμπνευσης και με copyrights μάλιστα. Το εμπιστεύομαι ως αίσθηση, ως συναίσθημα, παρά ως ένα θέαμα. Κάπως έτσι παύει να υπάρχει η διάκριση σε εφιάλτη και καλό όνειρο».
«Δεν μετράω τι δίνω στις σχέσεις. Αλλά αν το πράγμα στραβώσει, κάθομαι να μετρήσω τι πήρα. Όλα έχουν όριο και πλαίσιο. Οι σχέσεις είναι υπό προϋποθέσεις, δεν είναι λευκή επιταγή. Αλλάζουν, εξελίσσονται, γεννιούνται απαιτήσεις. Δεν είναι όλες υπό το ίδιο πρίσμα. Μια σχέση πεθαίνει όταν δεν εξελίσσονται μαζί τα μέλη της κι όταν δεν έχουν τις ίδιες απαιτήσεις από τον εαυτό τους και από τον άλλον».
«Ένα μεγάλο ερωτηματικό στη σκέψη μου που εμφανίζεται πολύ συχνά είναι το πότε ο άνθρωπος θα σταματήσει να σκοτώνει. Και σε συνέχεια, τι είναι αυτό που αποζητά με αυτόν τον τρόπο, με την αιματοχυσία αθώων; Τι είναι αυτό που γεννάει τον εχθρό στο πρόσωπο του απέναντι μας;
Άλλο ερωτηματικό είναι το γιατί, ενώ ο πλανήτης έχει αυτό το σήμα του Emergency να αναβοσβήνει κόκκινο πιο έντονα από ποτέ και υπάρχει μια κινητοποίηση, για άλλη μια φορά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Παρατηρούμε, συνειδητοποιούμε, αλλά εδώ συμβαίνει ένα τέλος κι εμείς απλώς το βιώνουμε. Αφήνουμε μια πηγή ζωής να πεθαίνει. Πόσο εγωιστικό μπορεί να είναι αυτό από το είδος μας;»
Ταυτότητα Παράστασης:
Μετάφραση: Ελίνα Μαντίδη
Σκηνοθεσία: Αργύρης Πανταζάρας, Ελίνα Μαντίδη
Διασκευή – Δραματουργική Επεξεργασία: Ελίνα Μαντίδη, Αργύρης Πανταζάρας, Χρήστος Κυριακόπουλος
Σκηνικά-Κοστούμια: momentum
Σχεδιασμός Ήχου-Μουσική: Νικόλας Καζάζης
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Νίκος Κούρος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Κλεοπάτρα Γκίνη
Production Manager: Αναστασία Καβαλάρη
Executive Producer: Μαρία Κακάρογλου
Production Development: Χρήστος Κυριακόπουλος
Photography-Poster Design: Νίκος Πανταζάρας
Video & Motion Graphic: Νίκος Κούρος
Παραγωγή: momentum
Παίζουν: Μάξιμος Μουμούρης, Ίρις Πανταζάρα, Αργύρης Πανταζάρας
Πληροφορίες: Θέατρο Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής, Διάρκεια παράστασης: 70΄, Μέχρι 31/5, Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή στις 21:00, Για εισιτήρια εδώ.
* Φωτογραφίες: Θοδωρής Κώτσικας