Στο ελληνικό σινεμά είναι ένας πολύ ιδιαίτερος καλλιτέχνης για τα θεατρικά και κινηματογραφικά δρώμενα. Ο Βασίλης Κουκαλάνι έχει αποκτήσει μια υποκριτική παιδεία που μαγνητίζει με ευκολία τον θεατή.
Το ίδιο ισχύει κι όταν μιλάει έξω από τον χώρο δράσης του ηθοποιού. Ένας ακροατής του πάλι θα πιαστεί εύκολα στα δίχτυα. Είναι αυτή η ηρεμία του λόγου του που δεν επιτρέπει στον συνομιλητή να αδιαφορήσει ή να φωνάξει για να τον υπερκαλύψει. Η ηρεμία του γεννά την ηρεμία και τη σιωπή της βαθύτερης σκέψης.
Από το 2011 ο Βασίλης Κουκαλάνι είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες ενός θεάτρου διαπαιδαγώγησης και ενσυναίσθησης από και προς τα παιδιά. Μαζί με τον Γιώργο Παλούμπη, τον Φοίβο Δεληβοριά, τον Γιώργο Κατσή και όλους όσοι έχουν συμβάλλει, είτε λίγο είτε πολύ, στη Συντεχνία του Γέλιου, συνθέτουν μια κωμική καλλιτεχνική σέχτα, θα έλεγα.
Όλοι τους πέτυχαν κάτι σπουδαίο. Για δεύτερη φορά. Να συμπεριληφθούν στο φεστιβάλ On A Child’s Side που διοργανώνει το φημισμένο θέατρο Grips στο Βερολίνο για να γιορτάσει τα 50 του χρόνια. Αυτή τη φορά η παρουσία του ελληνικού θεάτρου γίνεται με δύο παραστάσεις. Το Πιο Δυνατός κι από τον Σούπερμαν θα ανέβει με μετάκληση στη σκηνή του Grips, ενώ ο Μορμόλης θα ανέβει στην Ακαδημία Τεχνών του Βερολίνου.
Την ίδια στιγμή, ο γεννημένος στην Κολωνία Βασίλης Κουκαλάνι θα σκηνοθετήσει μια παράσταση αποκλειστικά για το Grips, που θα παίζεται εκεί για τα επόμενα τρία χρόνια εκκινώντας από την 6η Ιουνίου. Το Κενό Στον Φράχτη. Αυτός είναι ο τίτλος μιας παράστασης που ο Βασίλης Κουκαλάνι μας εξηγεί στη συνέντευξη που μας παραχώρησε ότι επικεντρώνεται στο παιδί και το παιχνίδι. Εστιάζει σε αυτή την κάπως παρά φύσιν αποξένωση μεταξύ των δύο.
Κι επειδή αυτό είναι κάτι που με βασανίζει αρκετά τα τελευταία χρόνια, επέμεινα πολύ στην οπτική του ως προς αυτό. Όπως τον ρώτησα για τις διαφορές που βλέπει στη στήριξη της τέχνης από τη Γερμανία εν προκειμένω κι από την Ελλάδα.
Πώς γίνεται μια παράσταση της Συντεχνίας του Γέλιου να ανακαθόρισε την πορεία του Grips από το 2014, να αναγνωρίζονται με τόση σπουδαιότητα στο Βερολίνο και η Ελλάδα να μην τους αναγνωρίζει ούτε καν στο μισό;
Τα υπόλοιπα από τον Βασίλη Κουκαλάνι:
«Είναι ένα έργο που κυρίως μιλάει για την ελευθερία των παιδιών στο παιχνίδι, για την ανάγκη να είναι κυρίαρχη η συμμετοχή τους στη ζωή, στη ζωή της πόλης, είναι ένα έργο-ύμνος προς αυτό. Πώς είναι τα παιχνίδια που μας πάνε παρακάτω; Πώς είναι οι εμπειρίες μέσα από τις οποίες μαθαίνουμε; Πώς είναι οι αισθήσεις, η αλληλεγγύη, η ανάγκη να ανήκουμε κάπου, ασφαλείς και με αυτοπεποίθηση; Αυτό δηλαδή που διερωτάται το έργο είναι το πού βρίσκονται οι εμπειρίες των παιδιών που τους αλλάζουν ακαριαία και για πάντα;»
«Επειδή είμαστε μόνιμα σε μια ανταγωνιστική πραγματικότητα, τότε και τα παιδιά μπαίνουν σε ένα καλούπι ρυθμισμένης ώρας με το σχολείο και τις διάφορες άλλες δραστηριότητες. Ο χρόνος δεν ανήκει πια στα παιδιά για να τον ξεχειλώνουν και να είναι οι στιγμές αυθόρμητες. Τα παιδιά ωθούνται να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά. Παύει να υπάρχει ακόμα και ο αυθορμητισμός του να μην κάνεις απολύτως τίποτα.
Οπότε η παράσταση αναζητά τη φυσική αναζήτηση των παιδιών για την περιπέτεια, για το απαγορευμένο, για την κατανόηση του περιβάλλοντός τους. Τα μεγάλα μυστήρια των παιδιών δεν είναι, πιστεύω, το σύμπαν, τα άστρα και τα παραμύθια. Το μυστήριο τους είναι να κατανοήσουν το περιβάλλον τους, την κοινωνία. Γιατί ένα παιδάκι έχει μόνο μπαμπά; Γιατί έχει δύο μαμάδες; Γιατί ένα παιδάκι είναι φοβισμένο και κρυμμένο; Νομίζω εκεί βρίσκονται οι απορίες των παιδιών».
«Οι ήρωες της ιστορίας που αφηγούμαστε έχουν διάφορες καταγωγές. Είναι πολυπολιτισμική σε επίπεδο χαρακτήρων. Μια Τουρκάλα που εκπροσωπεί το Βερολίνο πριν γίνει μεγάλη πρωτεύουσα με τον πολεοδομικό εξευγενισμό και την αναδόμησή του. Υπάρχει ένα Ελληνάκι πρόωρης μετανάστευσης και οικονομικής προσφυγιάς, φρέσκος μετανάστης δηλαδή και άλλα δύο παιδιά που είναι Γερμανάκια.
Εγώ πιστεύω τα παιδιά, ακόμα κι όταν υπάρχει πόλεμος, πόνος, προσφυγιά, βρίσκουν τρόπο να παίζουν τη ζωή, να χρησιμοποιούν το χρόνο για παιχνίδι. Το ανησυχητικό είναι στις ελεύθερες κι αναπτυγμένες κοινωνίες όπου το παιχνίδι αλλάζει ραγδαία και χάνει τις αισθήσεις του. Τα παιδιά δεν βγαίνουν έξω ώστε να φοβηθούν, να συγκρουστούν, να χαρούν χωρίς όρια. Είναι όλα δομημένα στη ζωή τους».
«Νομίζω πως όσο δεν εξασκεί κανείς τη φυσική του τάση για παιχνίδι, αυτή θα αλλοτριωθεί. Νομίζω πως αυτό το ένστικτο θα μεταλλαχθεί σε κάτι που σίγουρα δεν θα είναι παίγνιο και περιπέτεια».
«Οι πραγματικότητες μας πια είναι τόσο γρήγορες, η πληροφορία παίρνει τόσο πολλές διαστάσεις και γρήγορες, ώστε καμιά φορά, παρά το ότι είμαστε σε ένα επάγγελμα που προϋποθέτει το παιχνίδι ή την προδιάθεση γι΄αυτό, κι αυτό μετατρέπεται σε κάτι μηχανικό. Αναγκαζόμαστε πολλές φορές στις παραστατικές τέχνες να δημιουργούμε προϊόντα.
Και τα προϊόντα καλούνται να ανταγωνιστούν άλλα προϊόντα σε μια αγορά που έχει ως όρο την αξία και το κέρδος. Θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητες οι παραστατικές τέχνες και να επιδοτούνται, ώστε να μη γίνονται έρμαια της αγοράς. Αυτή μας υπαγορεύει τελικά πως να αισθανόμαστε, πώς να τρώμε, πώς να κοιμόμαστε. Καταλήγουν πολύ λίγα τα ερεθίσματα για όλους μας ως προς το παιχνίδι».
«Όταν παύει η καλλιτεχνική πρόκληση και αρχίζεις να παράγεις λόγω ζήτησης ή γιατί τώρα βλέπεις ότι είναι η στιγμή σου και δεν ξέρεις αν θα έχεις ποτέ ξανά τη στιγμή σου, νομίζω πως κάπως επέρχεται ένας συμβιβασμός προς το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, την καλλιτεχνική σου αφοσίωση και διαθεσιμότητα. Παράγεις και αποδίδεις μόνο».
«Από το 2011 επενδύω ως ηθοποιός στη Συντεχνία του Γέλιου. Έκανα μια παύση τον περασμένο χρόνο επειδή είδα κι ότι δεν υπάρχουν τα μέσα, αλλά κυρίως το σθένος κι ο αυθορμητισμός για να δεσμευθώ σε μια νέα καλλιτεχνική έκφραση. Κάτι που μέσα μου απέδωσε, αφού οι παραστάσεις με τις οποίες επανήλθα, ο Μορμόλης και ο Σούπερμαν, αποδείχτηκαν καλές δουλειές που μας γέμισαν».
«Σπάνια είναι ο ρόλος που δε σε ψήνει απαραίτητα. Νομίζω είναι η ανάγνωση του σκηνοθέτη ή του παραγωγού που θα σε αφήσει αδιάφορο. Εγώ ως επαγγελματίας προσπαθώ να κάνω το καλύτερο που μπορώ, να βρω τρόπους ταύτισης ή δέσμευσης προς αυτό που κάνω, ώστε να μην υποφέρω κι εγώ ο ίδιος. Αν είναι να ανεβαίνεις δύο ώρες σε μια σκηνή ανέμπνευστος, απρόθυμος, να το κάνεις τελείως μηχανικά, το ξόδεμα κι η κούραση απ΄αυτό είναι μεγαλύτερα από την προσπάθεια να πλησιάσεις έναν ρόλο. Το να τα δίνεις όλα σε έναν ρόλο καταλήγει περισσότερο ως μη κούραση παρά ως κούραση όταν φτάνει η στιγμή να το αναγνώσουμε ως ηθοποιοί».
«Ο Λάνθιμος είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση με δική του κινηματογραφική γλώσσα. Το πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει φωνή κινηματογραφικά στο εξωτερικό. Υπάρχουν ταινίες κούρδικες για παράδειγμα που παίρνουν διεθνή αναγνώριση. Ακόμα και οι ηθοποιοί τους. Ή ιρανικές. Το γαμώτο αν θέλετε, είναι γιατί η Ελλάδα δε μπορεί να κάνει ταινίες έτσι κι ας μην είναι παραγωγές τύπου Λάνθιμου.
Αν δούμε για παράδειγμα την Πλατεία Αμερικής που ήταν η περσινή μας πρόταση για το Ξενόγλωσσο Όσκαρ και είχε μπει στο shortlist της 10άδας, ένα πράγμα που ακουγόταν ήταν ότι είχε το 1/50 των μπάτζετ που είχαν οι άλλες ταινίες. Η Πλατεία Αμερικής είχε ένα μπάτζετ 150.000 νομίζω. Η αμέσως επόμενη είχε τουλάχιστον 2.5 εκατομμύρια. Πάλι γυρνάμε στα μέσα που διαθέτουμε. Στην Τουρκία δε βρίσκεις ταινία κάτω από 2-3 εκατομμύρια».
* Μπορείς να βρεις περισσότερες πληροφορίες για τη δράση της Συντεχνίας εδώ.