Το καλοκαίρι του 2016, σε μια κινηματογραφική λέσχη κάπου στο κέντρο της Αθήνας, είχε γίνει μια προβολή της ταινίας «Απόντες» του Νίκου Γραμματικού με αφορμή τα 20 χρόνια από την κυκλοφορία της, παρουσία του ίδιου του σκηνοθέτη, ο οποίος μετά την προβολή της συνομίλησε με το κοινό.
Η συγκεκριμένη ταινία ανήκει σε μια ιδιαίτερη κατηγορία ελληνικών ταινιών των 90s που αν και είχαν πάει άπατες στο box office της εποχής, με τα χρόνια η φήμη τους γιγαντώθηκε και εν τέλει υπεραγαπήθηκαν από ένα κοινό που τις ανακάλυψε ετεροχρονισμένα – το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» του μεγάλου Σταύρου Τσιώλη, που πέθανε πριν λίγες μέρες, είναι το πιο χαρακτηριστικό μέλος αυτής της κατηγορίας.
Στη συζήτηση που ακολούθησε μετά από εκείνη την προβολή του «Απόντες», οι ερωτήσεις που έγιναν στον Γραμματικό από το κοινό είχαν να κάνουν κατά βάση με το μεταπολιτευτικό ελληνικό σινεμά. Οι διάφοροι σινεφίλ που είχαν βρεθεί στην εκδήλωση τοποθετούνταν ξεκάθαρα με βάση το δίπολο «Θόδωρος Αγγελόπουλος-Νίκος Νικολαΐδης», το δίπολο δηλαδή των πιο δημοφιλών auteur του μεταπολιτευτικού ελληνικού σινεμά και με βάση αυτόν τον -κατά πολλούς- αυτονόητο διαχωρισμό, ο Γραμματικός καλούνταν από το κοινό να τοποθετηθεί.
Κάποια στιγμή, στα μέσα της συζήτησης, ο Γραμματικός είπε κάτι που για πολλούς θα φάνταζε ιεροσυλία. «Ακούστε να δείτε: εμένα δεν μου αρέσει ούτε ο Αγγελόπουλος, ούτε ο Νικολαΐδης. Εντάξει, έκαναν κάποιες καλές ταινίες στην αρχή της καριέρας τους αλλά μετά έγιναν βαρετοί και επαναλαμβανόμενοι. Το ξέρω ότι αυτοί οι δυο θεωρούνται οι καλύτεροι αλλά εμένα δεν μου λένε τίποτα, δεν μου λέει κάτι να κάνεις σινεμά τις προσωπικές εμμονές σου. Για εμένα, ο καλύτερος Έλληνας σκηνοθέτης όλων των εποχών είναι ο Τσιώλης. Μπορεί να κάνει κωμωδία που είναι υποτιμημένο είδος αλλά δεν υπάρχει καμία σύγκριση ούτε με τον Αγγελόπουλο, ούτε με τον Νικολαΐδη, είναι πολύ μπροστά τους, δεν τους βλέπει καν. Εγώ θέλω να βλέπω ένα σινεμά που να κάνει κοινωνική κριτική, να μπουκάρει το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στην υπόθεση. Και κανείς δεν το έχει κάνει αυτό καλύτερα από τον Τσιώλη. Εγώ όταν είδα τις ταινίες του Τσιώλη κλονίστηκα, είπα “τι βλακείες γυρίζω τόσο καιρό, αυτό είναι το σινεμά θέλω να κάνω”. Είναι με διαφορά ο καλύτερος Έλληνας σκηνοθέτης ο Τσιώλης», είπε ο Γραμματικός αφήνοντας σχετικά σύξυλο το διανοουμενίστικο κοινό της εκδήλωσης, στο μυαλό του οποίου ο Τσιώλης έκανε απλά κάτι αστείες ταινίες.
Διότι αυτό ακριβώς ήταν ο Σταύρος Τσιώλης: ένας λαϊκός διανοούμενος, πολύ λαϊκός για να τον καταλάβει η υψηλή κουλτούρα, πολύ διανοούμενος για να τον ανταγωνιστεί. Ήταν ένας σκηνοθέτης απαιτητικός και κοινωνικός, ήταν auteur χωρίς καν να επιδιώκει να έχει αυτό το προφίλ και ως εκ τούτου, βαθιά γνήσιος. Διάφοροι παρόντες σε εκείνη την αποθέωση δια στόματος Γραμματικού στον συνάδελφό του, κατανόησαν εκείνη τη στιγμή πως μπορεί κανείς να μην κατάφερε να μιμηθεί το στυλ του Τσιώλη αλλά υπάρχει μια σχολή ελληνικού κινηματογράφου που έχει επηρεαστεί από το σινεμά του σε δεύτερο και σε τρίτο επίπεδο.
Για παράδειγμα, ο «Βασιλιάς», η ταινία δηλαδή που έβγαλε το 2002 ο Γραμματικός, είναι μια ταινία βαθιά επηρεασμένη από το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», έχει ακριβώς την ίδια αιχμηρή ματιά απέναντι στον 90s συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας και την ίδια λογική αναπαράστασής της ελληνικής επαρχίας. Μπορεί να πρόκειται για δράμα και όχι για κωμωδία αλλά κάτω από το υπόστρωμα έχουμε να κάνουμε με δυο ταινίες που ανήκουν στην ίδια σχολή: οι ρόλοι που κάνει ο Ζουγανέλης στις δυο ταινίες είναι ουσιαστικά ο ίδιος άνθρωπος, απλά στο «Ας περιμένουν οι γυναίκες» το ανθρωπότυπο του συντηρητικού μικροαστού σατιρίζεται χωρίς έλεος ενώ στον «Βασιλιά» αναδεικνύεται η τρομακτική υπόστασή του.
Ναι, ο Σταύρος Τσιώλης υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας απλός κωμικός δημιουργός, όπως άλλωστε και όλοι οι μεγάλοι κωμικοί δημιουργοί. Δίδαξε σε μια σειρά σκηνοθετών πως κινηματογραφείται η ελληνική κοινωνία, τι σημαίνει να φτιάχνεις αυτοαναφορικούς και αυτοσαρκαστικούς χαρακτήρες χωρίς αυτοί να κλέβουν από το σύμπαν σου ρεαλισμό και υπόσταση, χωρίς να αναιρούν τον κοινωνικό σχολιασμό που οφείλει να κουβαλάει η ιστορία σου.
Γενικά, ο Τσιώλης κουβαλούσε στην οπτική του διάφορα χαρακτηριστικά που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν αντιφατικά μεταξύ τους αλλά αυτός κατάφερε να τα συνδυάσει αρμονικά. Κάθε, μα κάθε ταινία του ήταν επί της ουσίας μια σπουδή πάνω στην έννοια της ματαιότητας: αυτός είναι μάλλον και ο λόγος που οι δημιουργίες του διακατέχονται από μια διαρκή αίσθηση στατικότητας και είναι γεμάτες από ατάκες που την ενισχύουν. Από το «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε» όπου δυο αγιογράφοι βρίσκονται σε ένα βουνό και δεν λένε να σταματήσουν να αμπελοφιλοσοφούν περί έρωτα μέχρι το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» όπου το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Θάσος μοιάζει με την αέναη πορεία του Σίσυφου και από εκεί σε κάθε ταινία του, η αίσθηση της ματαιότητας της ανθρώπινης πορείας απορρέει από κάθε πτυχή των ταινιών του.
Θα λείψει ο Σταύρος Τσιώλης. Θα λείψει ο αυτοσαρκασμός του στην ανδρική ματαιοδοξία, η αιχμηρή κοινωνική του κριτική, το βαθιά γλυκόπικρο βλέμμα του, το τρομακτικά σουρεαλιστικό του χιούμορ. Θα λείψει γιατί η κινητήριος δύναμη της παρουσίας του στον κόσμο της κωμωδίας είχε ως εφαλτήριο μια πολύ μελαγχολική ψυχοσύνθεση. Αρκεί να δει κανείς το υποτιμημένο δράμα «Σχετικά με τον Βασίλη» του 1986, που γύρισε πριν παραδοθεί εντελώς στην κωμική του πλευρά για να καταλάβει το σκοτάδι που επιμελώς έκρυβε μέσα του – ας είναι καλά το φεστιβάλ «Η Χαμένη Λεωφόρος του ελληνικού σινεμά» που το ξέθαψε και το πρόβαλε δυο σερί χρονιές αλλιώς δεν θα το βλέπαμε ποτέ μάλλον.
Θα λείψει ο Σταύρος Τσιώλης αλλά δεν έχει τόση σημασία. Γιατί ο καθένας μας θα έχει πάρει κάτι διαφορετικό από εκείνον και θα έχει πορευτεί με βάση αυτό. Αλλά όσοι όσοι είχαμε την τύχη να καθοριστούμε από το περιεχόμενο του σινεμά του υιοθετώντας το σύνολο των αντιφατικών του στοιχείων, μπορούμε να λέμε ότι ένα κομμάτι του σημερινού μας εαυτού το χρωστάμε στον κύριο Σταύρο.
Αντίο κύριε Σταύρο μας.