Η «Γλυκιά Συμμορία» διαλύθηκε οριστικά: Αντίο Τάκη Σπυριδάκη

Ένα χαμηλόφωνο (όπως θα ήθελε και ο ίδιος) αντίο σε έναν αγαπημένο ηθοποιό που μας άφησε στα 61 του.

Σε ένα από τα ομορφότερα ποιήματά του, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι λέει: «Πρέπει να απογοητευτείς από φίλους, να γελάσεις με κρύα ανέκδοτα και να υπομείνεις βαρετές ταινίες μέχρι εκείνη που ασυναίσθητα θα σε αλλάξει για πάντα».

Μια ιδιαίτερη υποκατηγορία των ταινιών που «σε αλλάζουν για πάντα» είναι εκείνες που το κάνουν χωρίς να το καταλαβαίνεις. Που τις βλέπεις πολύ μικρός για να κατανοήσεις τις βαθύτερες αλήθειες τους με αποτέλεσμα να μην μπορείς να συγκεκριμενοποιήσεις τι ακριβώς είναι αυτό που τις κάνει ξεχωριστές, αλλά κάτι σε ωθεί στο να επιστρέφεις ξανά και ξανά σε αυτές. Τελικά, όταν πλέον γνωρίζεις συνειδητά τους λόγους που αποτελούν αριστουργήματα και είσαι σε θέση να τις ορίσεις ως τέτοια χωρίς υποσημειώσεις, μένεις να αναρωτιέσαι: κατέληξες να τις αγαπάς εξαιτίας αυτού που αυθόρμητα εξελίχτηκες ή εξελίχτηκες σε αυτό που είσαι επειδή κάποτε αυθόρμητα τις αγάπησες;

Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τότε που ολόκληρη η ελληνική κοινωνία χωριζόταν ξεκάθαρα σε δυο μεγάλα πολιτιστικά και κοσμοθεωρητικά στρατόπεδα, τότε που ήταν κάτι πάραπάνω από αυτονόητο το να δηλώνεις αδιάλλακτα αριστερός ή αδιάλλακτα δεξιός αλλά σε κάθε περίπτωση ποτέ αδιάφορος σε σχέση με τον μεγάλο διαχωρισμό της Αριστεράς και της Δεξιάς, υπήρχαν κάποια παιδιά που ένιωθαν πως δεν χωράνε πουθενά. Μισούσαν τους δεξιούς, μια άβυσσος τους χώριζε από αυτούς αλλά δεν μπορούσαν με τίποτα να ταυτιστούν με τους αριστερούς, άλλωστε οι τελευταίοι τους μισούσαν εξίσου, τους αποκαλούσαν «φρικιά» υποτιμητικά – φυσικά η απέχθεια ήταν αμφίδρομη.

Ο Νίκος Νικολαΐδης ήταν ένας δημιουργός που μέσω των ταινιών του μιλούσε για εκείνα τα παιδιά, επιχειρούσε να τα προσεγγίσει, να τα κάνει να βρουν τη δική τους πολιτιστική παράδοση. Και αν το «Τα Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» του 1979 το έκανε με παράδοξο τρόπο, η «Γλυκιά Συμμορία» του 1983 δεν εξελίχθηκε τυχαία σε ευαγγέλιο για αυτά τα παιδιά. Αλλά ούτε και υπήρξε τυχαία μια τόσο διαχρονική ταινία: μπορεί η λατρεία για αυτή να μην υπήρξε ποτέ μαζική, μπορεί να μην έγινε ποτέ pop με την στενή έννοια του όρου αλλά κατά καιρούς, γινόταν αντιληπτή από έναν κόσμο που έβλεπε σε αυτή κάτι πολύ προσωπικό και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την αγαπούσε.

Ο Τάκης Μόσχος, που μας άφησε τον περασμένο Απρίλιο και ο Τάκης Σπυριδάκης, που τον ακολούθησε πέντε μήνες αργότερα, θα αποτελούν πάντα δυο φιγούρες ταυτισμένες με την «Γλυκιά Συμμορία». Ο «Αργύρης» και ο «Ανδρέας», οι δυο παλιόφιλοι που ζούσαν σε ένα μεγάλο εγκαταλελειμμένο σπίτι, αυτοσαρκαζόντουσαν και αμπελοφιλοσοφούσαν λες και αυτό ήταν προϋπόθεση για να ζουν, είχαν αγκαλιάσει την ημιπαρανομία και την έβγαζαν με μικροποσά από χαζό-κομπίνες, ερωτευόντουσαν με όλη τους την ψυχή και προτιμούσαν να πεθάνουν από το να γονατίσουν, ήταν δυο νουάρ χαρακτήρες, εντελώς αρχετυπικοί, φτιαγμένοι για να βλέπουν κάποιοι στα πρόσωπά τους αυτό που θα ήθελαν να μπορούσαν να είναι.

Μετά τη «Γλυκιά Συμμορία», ο Σπυριδάκης είχε μια αξιοπρεπή πορεία στην υποκριτική. Αν έπρεπε να ορίσει κανείς τα highlight της -εκτός, φυσικά, της «Γλυκιάς Συμμορίας»- μάλλον θα τα έβρισκε στο «Λούφα και Παραλλαγή», στην «Βραδυνή Περίπολο» (το ελληνικό «Blade Runner» όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί και δεύτερη συνεργασία ανάμεσα στον ίδιο και τον Νικολαΐδη) και στα διαφημιστικά όπου ερμήνευε τον πρόεδρο ομάδας, τον λεγόμενο «Αγαπούλα». Όμως, η πιο βαθιά προσωπική του στιγμή και ως τέτοια, η πιο συγγενική της «Γλυκιάς Συμμορίας», η στιγμή που απέδειξε πως τα όσα ερμήνευε στην πρώτη του ταινία με τον Νικολαΐδη τον συνόδευαν και στην ζωή του, ήταν η πρώτη και τελευταία σκηνοθετική του προσπάθεια.

Ο «Κήπος του Θεού» του 1994, μια ταινία που «γονάτισε» οικονομικά τον Σπυριδάκη προκειμένου να την γυρίσει και αποτύπωνε την καθημερινότητα μια ομάδας κρατούμενων και του τρόπου που ζουν και αναπνέουν για τις ρωγμές ελευθερίας που με το σταγονόμετρο μπορούσαν να βιώσουν μέσα στην έγκλειστη ζωή τους, υπήρξε η δική του παραβολή για τον τρόπο που αντιλαμβανόταν την ζωή στη σημερινή κοινωνία. Τι κι αν η ταινία δεν βρήκε ποτέ καμιά φοβερή και τρομερή αναγνώριση (πάτωσε για την ακρίβεια); Τι κι αν ελάχιστοι γνωρίζουν την ύπαρξή της; Μέσω αυτής, ο Σπυριδάκης έδειξε πως υπήρξε και στην κανονική του ζωή ένας πραγματικός «συμμορίτης». Και ένας πραγματικός «συμμορίτης» δεν θα γινόταν ποτέ να αναγνωριστεί ευρέως.

Δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα οι βαρύγδουπες αποχαιρετιστήριες ατάκες για τον Σπυριδάκη. Το μόνο που έχει νόημα όσον αφορά τη φυγή του από αυτόν τον κόσμο είναι η υπενθύμιση πως ο τελευταίος έχει ανάγκη από «Γλυκιές Συμμορίες» για να γίνεται καλύτερο αλλά και λιγότερο μονότονο μέρος.