Η εικόνα που έχεις για έναν άνθρωπο που γνωρίζεις διαμεσολαβημένα, σε σχέση με αυτό που θα πάρεις όταν του μιλήσεις σε πρώτο πρόσωπο, είναι αδύνατο να μην αλλάξει. Το πώς θα αλλάξει, εναπόκειται σε πολλούς παράγοντες.
Σχετίζεται με τον χαρακτήρα συνολικά του προσώπου αυτού, αλλά έχω την αίσθηση ότι περισσότερο μετράει η στιγμή που θα γίνει η επαφή σας. Αν για παράδειγμα έχει ένα στοιχείο που παλιότερα σε ενοχλούσε και τώρα το θες στους οικείους σου, αυτό αυτομάτως αλλάζει την θέση που παίρνει το άτομο στη ζωή σου.
Όλα αυτά μοιάζουν κάπως άσχετα, όμως θα καταλήξω κάπου. Η εικόνα που είχα για τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη από τα έργα του και διάφορες συνεντεύξεις του, είναι πως πρόκειται για έναν άνθρωπο με έντονη την αίσθηση της ειλικρίνειας που σου βγάζει. Ακόμα κι αν αυτή η ειλικρίνεια μπορεί να μην σου αρέσει ως περιεχόμενο ή μπορεί να σε βγάζει από τη βολική σου περιοχή, είναι αδιαπραγμάτευτη.
Αυτή την ειλικρίνεια άκουσα κι αντιλήφθηκα και στη συνέντευξη που μου παραχώρησε και την οποία θα διαβάσεις λίγες αράδες πιο κάτω. Κι ενώ σε μιαν άλλη εποχή της ζωής μου μπορεί να με ξένιζε αρνητικά, πλέον η ειλικρίνεια βρίσκεται ψηλά ψηλά στη λίστα μου κι αυτό είχε μια ευεργετική διάσταση στην πορεία της κουβέντας μας.
Εδώ και λίγες εβδομάδες ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης έχει ξεκινήσει με την παράσταση Ένα Λιοντάρι Μεσοπέλαγα, που αποτελεί για εκείνον μια πρωτόγνωρη κατάσταση, αφού, αν και βετεράνος της υποκριτικής, κάνει για πρώτη φορά θέατρο του παραλόγου. Ποια καλύτερη αφορμή απ΄αυτό για να εκφράσει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη δουλειά του και να εξηγήσει τον δρόμο που ακολουθεί πιστά και με αλήθεια αυτές τις δεκαετίες.
– Μετά από τόσα χρόνια καριέρας μου φαντάζει δύσκολο να βρίσκετε κάθε φορά ένα νέο κίνητρο για κάθε ρόλο που αναλαμβάνεται. Είναι σωστή η φαντασία μου;
Όχι, καθόλου δεν είναι έτσι. Κατανοώ πως το θέτετε, αλλά θέλω να πω ότι όταν κανείς επιλέγει έναν ρόλο, είναι δυνατόν να μην έχει κίνητρο να τον κάνει; Δεν είναι κάτι που εξηγείται εύκολα, αυτό που με ρωτάτε. Υπάρχει μια εσωτερική διεργασία που δεν περιγράφεται πάντα. Σχεδόν πάντα η ανάληψη ενός ρόλου ξεκινάει από το ενδιαφέρον που γεννάται στον ηθοποιό να καταπιαστεί με έναν συγγραφέα, με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα και μετά σαφώς τον κινεί ο σκηνοθέτης. Στο συγκεκριμένο ρόλο ήταν μια από κοινού απόφαση με τον σκηνοθέτη γι΄αυτό το έργο του Μρόζεκ.
Ο Μρόζεκ είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας κι επειδή στο παρελθόν δεν έτυχε να παίξω έργο του και συνολικά να κάνω θέατρο του παραλόγου, παρά με συναφή έργα – ο Μρόζεκ θεωρείται εξάλλου από τους κατ΄εξοχήν συγγραφείς αυτού του είδους θεάτρου μαζί με τον Μπέκετ και τον Ιονέσκο – αυτό ήταν εξίσου σημαντικό κίνητρο. Κι επειδή ήρθε σε μια εποχή που έκανα και το Τάβλι του Κεχαΐδη, ένα εντελώς διαφορετικό είδος γραφής, γεννήθηκε αυτή η επιθυμία για μια ταυτόχρονη συνδιαλλαγή με το ύφος του Μρόζεκ. Άλλωστε, το ρεαλιστικό νεοελληνικό θέατρο το έχω υπηρετήσει αρκετά με παλιότερους και νεότερους συγγραφείς.
Επιπρόσθετα, το Ένα Λιοντάρι Μεσοπέλαγα είναι ένα σχετικά άθικτο θεατρικά έργο, σε αντίθεση με το Τάβλι, στο ελληνικό θέατρο.
– Επομένως, αφού έχετε μια πρώτη αναμέτρηση εσωτερική με ένα άλλο είδος θεάτρου, υπάρχει κι η έννοια της μάθησης σαν ένας διαρκής στόχος στην πορεία ενός ηθοποιού;
Η μάθηση είναι πάντα το κίνητρο. Πάντα αναμετράσαι με έναν ρόλο, κοιτάς τις δυνάμεις σου, αλλά αυτό είναι αυτονόητο ούτως ή άλλως. Όχι μόνο στη δική μας δουλειά, αλλά γενικά στη ζωή. Δεν μπορεί όμως να σταθεί αυτό από μόνο του μέσα μας.
– Θα λέγατε πώς το timing είναι μια συνθήκη θεμελιώδης για την ανάμειξή σας με το κάθε έργο; Μετράει δηλαδή το ότι καταπιάνεστε αυτή τη στιγμή, με αυτές τις εμπειρίες συναισθημάτων, με το έργο του Μρόζεκ;
Ενδεχομένως ναι, αλλά στο συγκεκριμένο έργο όχι. Θα το έκανα και πολύ νωρίτερα. Υπάρχουν έργα στην πορεία μου που συνέβη αυτό ακριβώς που περιγράφετε, αλλά όχι εν προκειμένω.
Αν θέλετε να μιλήσουμε για την έννοια της ωρίμανσης, πάλι κι αυτή έρχεται ως φυσικό επακόλουθο, δεν είναι δηλαδή κάτι που το καθορίζει ο κάθε άνθρωπος. Λογικό είναι όσο προστίθεται χρόνος πάνω σου, να έχεις τις εμπειρίες που θα σε κάνουν να πάρεις συγκεκριμένες επιλογές για το πώς θα προσεγγίσεις έναν ρόλο. Ακόμα και πάνω στη σκηνή, όταν παίζουμε, ο τρόπος προσέγγισης αλλάζει. Όσο ασχολείσαι με κάτι, τόσο διαφοροποιείται κάθε στιγμή κι ο τρόπος που το κάνεις.
– Σε μια εποχή όπου ο ελληνικός θεατρικός χώρος χρειάζεται μια αποσυμφόρηση, κατά την ταπεινή μου άποψη, πώς αυτοτοποθετείστε;
Σωστό είναι αυτό που λέτε για την αποσυμφόρηση, αλλά εμένα προσωπικά δεν μου παραποιεί κάτι. Τοποθετώ τον εαυτό μου μέσα στο επάγγελμα μου όπως τον τοποθετούσα και πριν 35 χρόνια. Ο καθένας προσπαθεί να κάνει το καλύτερο δυνατό σύμφωνα με τις βαθύτερες επιθυμίες του και για τον λόγο που επέλεξε να κάνει αυτή τη δουλειά. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα αυτά που μου θέτετε. Δεν έχω αντικειμενική εκτίμηση της παρουσίας μου στον χώρο, είτε πρόκειται για έναν χώρο 100 παραστάσεων που γίνονταν όταν ξεκινούσα είτε για έναν χώρο 1.500 που γίνονται τώρα. Αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Ναι, είναι χαώδες το τοπίο, αλλά δεν μπορεί κανείς να πάρει μέτρα γι΄αυτό. Αυτό είναι ένα κοινωνικό σύμπτωμα που αντανακλάται και στο θέατρο. Το γιατί έχουμε τέτοια πληθώρα, μπορούμε να το συζητήσουμε θεωρητικά και να μην οδηγεί πουθενά. Από τη στιγμή που όλοι θέλουμε να παίζουμε, όλοι θέλουμε να σκηνοθετούμε και να γράφουμε, είναι φυσικά συνέπεια. Επικρατεί ένα γενικό χάος και νομίζω ότι η ερώτησή σας αφορά πιο πολύ τον θεατή.
Και εγώ όταν στέκομαι στο θέατρο ως θεατής, το σκέφτομαι γιατί δεν ξέρω τι να επιλέξω. Πιθανόν ανάμεσα σε πράγματα τελείως άγνωστα που υπάρχουν στις παραστάσεις, να υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον, αλλά δε μπορώ να το δω. Πώς να επιλέξω ανάμεσα σε 250 ενδιαφέροντα, όταν μπορώ να δω μόνο 20;
– Η απάντηση σας μου δίνει την ευκαιρία να επαναδιατυπώσω κάπως αυτό που θέλω να πω: αφού συμφωνούμε πως το κοινό μπορεί να χάσει πολλά από τα ενδιαφέροντα που μπορεί να παρουσιάζονται, γιατί δεν έχει το χρόνο και το χρήμα να ασχοληθεί με όλα, το ενδεχόμενο να βρίσκεται στα “χαμένα” το δικό σας μήνυμα, πώς επηρεάζει την στάση σας;
Με κάνει να νιώθω περίεργα αναμφισβήτητα. Αν κάτι όμως θα έχει ενδιαφέρον ή αν θα συναντήσει την αδιαφορία του κοινού, είναι διαφορετικό ζήτημα. Τι να κάνουμε..; Δεν μπορεί να καθορίσει τις επιλογές ούτε τη στάση μας απέναντι στα πράγματα. Είναι μια διαπίστωση που δεν μπορούμε να μην την κάνουμε όσοι θέλουμε να επικοινωνήσουμε κάτι σε ένα κοινό, αλλά δεν αλλάζει τις επιθυμίες μας γύρω από το εκάστοτε έργο. Εγώ θα συνεχίσω να επιλέγω τα πράγματα που κάνω με τον ίδιο τρόπο. Τώρα αν αυτά θα πιάσουν τους στόχους τους είναι μια μετέπειτα κουβέντα.
Υπάρχουν καλές παραστάσεις που δουλεύουν και καλές που δεν δουλεύουν. Όπως υπάρχουν κακές που δουλεύουν και δεν δουλεύουν. Νομίζω το έχει πει ο Σακελλάριος αυτό. Απλώς είναι δύσκολη η πρόβλεψη πια για το ποια καλή θα δουλέψει ή όχι. Καλώς ή κακώς, το κριτήριο των εισιτηρίων, της προσέλευσης, είναι ένας καθρέφτης. Αν σε κάποιον αρκεί αυτό για τη ζωή και τη δουλειά του, καλώς. Αν δεν του αρκεί, τότε…
– Σας έχει συμβεί να έχετε κρίνει μέσα σας μια δουλειά σας ως επιτυχημένη, αλλά να μην ανταποκρίθηκε αυτό στα εισιτήρια ή και το ανάποδο, να μην μείνατε απόλυτα ικανοποιημένος, αλλά να ήταν εισπρακτικά επιτυχημένη;
Υπάρχουν δύο περιπτώσεις. Τη μια φορά πολύ έντονα που εγώ πίστευα ότι ήταν πολύ σημαντικά τα έργα και οι παραστάσεις, κι αποδείχτηκε εκ των υστέρων, όμως τελικά δεν δούλεψε εισπρακτικά. Αυτό όμως είναι μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει έναν κανόνα. Είναι ένα ποσοστό 10% στη δική μου στατιστική, να θεωρήσω μια δουλειά καλή και να μη βρει τον σκοπό της. Συμβαίνει κάπου κάπου. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι γι΄αυτό. Πολλές φορές υπάρχουν οι σκέψεις ότι φταίει η επιλογή του έργου ή ο τρόπος που το κάναμε.
Εκ των υστέρων η παράσταση δεν θα αποδειχθεί ποτέ, αλλά το έργο μπορεί να αποδειχθεί ότι έχει τεράστιο ενδιαφέρον και να υπάρξουν άλλοι λόγοι. Λάθος επιλογές στο κομμάτι της παραγωγής ή ακόμα και στο timing, για να επανέλθω σε μια προηγούμενη ερώτησή σας. Μπορεί δηλαδή ένα έργο να ανέβει σε μια περίοδο που να μην ακουμπάει το κοινό και μπορεί μετά από 10 χρόνια να συνδέεται μαζί του.
Πάντα αναζητάς τις αιτίες όταν συμμετέχεις και κάνεις κάτι. Συνήθως τις βρίσκεις κιόλας, αλλά αυτό είναι κάτι που θα συμβαίνει πάντα. Και στις επιτυχίες. Θα αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που έκανε τη δουλειά σου να πάει καλά. Είναι διαρκώς εμφανιζόμενη αυτή η αναζήτηση. Δεν θα πάρεις βέβαια ποτέ την απάντηση. Το μόνο ασφαλές κριτήριο αφορά την δική σου ικανοποίηση με τις επιλογές της δουλειάς σου.
Ενδέχεται για παράδειγμα η παράσταση να είναι καλή, να πάει καλά, αλλά εσύ μέσα σου να σκέφτεσαι ότι μπορούσες να το κάνεις καλύτερα. Πολλές φορές χρειάζεται ωριμότητα. Υπάρχουν κι από την άλλη που λες μέσα σου “έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα, δεν είχε άλλο περιθώριο ο ρόλος για να προχωρήσω”.
– Η εμπειρία του κάθε χρόνου δουλειάς, σας κάνει να διαχειρίζεστε καλύτερα μια ενδεχόμενη επιτυχία ή αποτυχία;
Όχι, η εμπειρία, αν σου προσφέρει κάτι, είναι μια βεβαιότητα για τα επόμενα βήματα σου, αλλά ταυτόχρονα, υπάρχει αυτή η αντίφαση, είσαι και πιο αβέβαιος γιατί ποτέ δεν ξεκινάς από το σημείο στο οποίο έφτασες. Πάντα πρέπει να ξεκινάς από το μηδέν και στις επιλογές σου, αλλά και στο πώς θα αντιμετωπίσεις έναν ρόλο.
– Αν θυμάστε, πώς νιώσατε την πρώτη φορά που μια παράσταση ήταν συνολικά αποτέλεσμα δικών σας επιλογών γιατί ήσασταν ο σκηνοθέτης της;
Επειδή οι περισσότερες φορές στη δουλειά ήταν τέτοιες, για μένα είναι ένα δεδομένα κομμάτι αυτής της δουλειάς. Εγώ έχω κάνει και αρκετές δικές μου παραγωγές και μπορώ να σας μιλήσω για δύο κομμάτια. Από τη μία είναι το καλλιτεχνικό κομμάτι, που είναι το πιο βαρύ, πιο δύσκολο, αφορά τις σχέσεις των ανθρώπων του θιάσου. Από την άλλη, είναι το διαδικαστικό ζήτημα που βρίσκεται στους ώμους της παραγωγής και αφορά στους αριθμούς. Είναι το πιο κουραστικό για μένα. Το πρώτο είναι πιο ευχάριστο.
Έχω νιώσει πολλές φορές ότι μου αφαιρεί πολλά η ενασχόληση με αυτό το διαδικαστικό τμήμα. Δεν τα καταφέρνω καλά. Δε νομίζω ότι είμαι ο καλύτερος διαχειριστής. Γι΄αυτό προτιμώ να μην το έχω πάνω μου τα τελευταία χρόνια. Η καλλιτεχνική ευθύνη μιας παράστασης είναι αυτό για το οποίο “διψάω” κάθε φορά. Νιώθω πιο ήσυχος όταν την έχω.
– Θεωρείτε πως η μετάβαση ενός ηθοποιού προς τον τομέα της σκηνοθεσίας και της συγγραφής, ή και της παραγωγής όπως εσείς, είναι μια φυσική εξελικτική πορεία της δουλειάς ή έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του καθενός;
Θεωρώ ότι είναι καθαρά ζήτημα χαρακτήρα κι αυτό που επιθυμείς να κάνεις. Στην δική μου περίπτωση, αν δεν είχα αναλάβει κάποιες ευθύνες πέρα από το να είμαι ηθοποιός, οι περισσότερες από τις μισές μου δουλειές δεν θα είχαν γίνει. Ξέρετε υπάρχουν δουλειές που αν δεν τις κάνεις εσύ ο ίδιος, δεν θα βρεις κάποιον να τις τρέξει. Σε πολλές από τις παραστάσεις μου, όταν ξεκίνησα να τις κάνω, δεν υπήρχε παραγωγός ή άλλος για να αποφασίσει να τα ανεβάσει. Οπότε, αφού ήθελα να τα κάνω, έπρεπε να τα κάνω μόνος μου.
Αν πρέπει να προσθέσω κάποιο άλλο στοιχείο εκτός από τον χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου, θα έλεγα συγκεκριμένα για την Ελλάδα ότι πρέπει αναγκαστικά να βάλεις παραπάνω ευθύνες στην πλάτη σου, πέρα από τον ρόλο. Αν θες πραγματικά να κάνει κάτι, είναι μονόδρομος.
– Ζούμε σε μια εποχή που για το κοινό είναι από τα πιο εύκολα πράγματα να κατακρίνει με λύσσα κάποιον και να τον στήσει στον τοίχο. Με εσάς, αν και είστε τόσα χρόνια σε αυτή τη δουλειά με την τόση προβολή, δύσκολα θα βρει κανείς κάποια μομφή από το κοινό, δεν υπάρχει κάτι να σας προσάψει με σφόδρα αρνητικά τρόπο. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Εγώ αυτό που λέτε δεν το γνωρίζω και δεν είμαι σε θέση να το εντοπίσω. Αν ισχύει με ευχαριστεί, αν πάλι δεν ισχύει, εγώ μπορώ να πω μόνο πως έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να είμαι συνεπής προς τον εαυτό μου και κατ΄επέκταση προς το κοινό. Αν ο τρόπος που κάνεις μια δουλειά, έχει την εντιμότητα που απαιτείται και δεν κρύβεις τις πραγματικές σου επιθυμίες κάτω από καλύμματα, νομίζω το κοινό θα το αναγνωρίσει, είτε άμεσα είτε έμμεσα.
Μπορεί να μη σε επιβραβεύσει γι΄αυτό, αλλά θα το αναγνωρίσει. Δεν μπορείς όμως να ασχολείσαι με το τι θα πει ο κόσμος. Ο καθένας κάνει τις επιλογές του με στόχο να είναι άξιες προσοχής, προσεγμένες και τίμιες. Όλοι ξεκινάμε από τις δικές μας αρχές και όρια. Αυτά αν δεν τα παραβιάζεις, θα φανεί.
Δε νομίζω πάντως ότι υπάρχει ένα κοινό, αλλά υπάρχουν πολλές εκδοχές κοινού. Υπάρχουν άνθρωποι που θα σου αναγνωρίσουν πράγματα, αλλά υπάρχουν κι αυτοί που δεν θα τους απασχολήσεις ποτέ ή θα ενοχλούνται και μόνο που υπάρχεις. Ή κάποιοι θα ικανοποιηθούν από τη μία δουλειά σου κι όχι από μια άλλη. Κάποιοι μπορεί να σε βλέπουν με διαφορετικό μάτι σε ένα μέσο όπως η τηλεόραση και με άλλο τρόπο στο θέατρο ή τον κινηματογράφο.
Ας πούμε, η τηλεόραση έχει ένα τέτοιο εύρος προβολής που μπορεί να ταυτιστείς πιο εύκολα στη συνείδηση του κοινού με έναν ρόλο και να σε ακολουθεί αυτός ο ρόλος, γιατί θα σε βλέπουν στο δρόμο και θα σε φωνάζουν με το τηλεοπτικό σου όνομα. Αυτό όμως δεν αφορά τον ηθοποιό εσωτερικά. Είναι ζήτημα πρόσληψης του κοινού.
– Εσείς έχετε κάποιον ή κάποιους ρόλους που να κράτησαν περισσότερο καιρό μέσα σας σε συναισθηματικό επίπεδο;
Κάποιοι ρόλοι αναμφίβολα δένονται περισσότερο μαζί σου, γιατί τους αγάπησες περισσότερο ή γιατί θεώρησες ότι ψυχικά είναι πιο κοντά σε σένα, ακόμα κι αν είναι τελείως αντίθετοι ως χαρακτήρες. Μπορεί λοιπόν να σου δημιούργησε αυτή η τεράστια αντίθεση ακόμα μεγαλύτερη έξαψη γύρω από έναν ρόλο. Ε, σε τέτοιες περιπτώσεις οι ρόλοι αυτοί έχουν ένα μεγαλύτερο αποτύπωμα μέσα σου. Υπάρχουν και ρόλοι που είναι αδιάφοροι, δεν βρίσκεις ταύτιση, αν και θεωρείς πως τους έπαιξες καλά, και τους ξεχνάς εύκολα.
– Τα βιώματα της πραγματικής σας ζωής σε τι βαθμό επιφέρουν και μια καλλιτεχνική μετάλλαξη, πέρα από την ανθρώπινη;
Ακόμα και το πιο ασήμαντο, φαινομενικά, γεγονός μπορεί να σε πάει σε άλλο μονοπάτι στη ζωή σου. Απλώς δεν φτάνεις ποτέ στη θέση να το εντοπίσεις, γιατί δεν μπορείς να παρατηρήσεις τη ζωή σου έξω απ΄αυτή. Εξαρτάται πόσο σκάβεις μέσα σου. Δεν έχει να κάνει με τα εξωτερικά γεγονότα αυτό. Όλοι μας περνάμε από ίδιες ή παρόμοιες καταστάσεις. Δεν έχει σε όλους μας όμως η ίδια κατάσταση την ίδια επίπτωση. Το πώς διαχειρίζεται ο καθένας την κάθε κατάσταση έγκειται στον χαρακτήρα και τον τρόπο του. Εδώ να πω ότι η διαχείριση των επιτυχίων καθίσταται πολύ πιο δύσκολη από τα λεγόμενα άσχημα συναισθήματα. Οι άνθρωποι βιώνουν καθημερινές απογοητεύσεις και πικρίες. Αυτό είναι αδύνατο να μην ενσωματωθεί στη δουλειά σου.
– Ως συνέχεια της παραπάνω ερώτησης, θα ήθελα να σταθώ περισσότερο σε κάτι που εμένα με απασχολεί πάντοτε εσωτερικά και τείνω να το ρωτάω συχνά. Μιλάω για την απώλεια και δη την πιο σκληρή μορφή της, τον θάνατο. Σίγουρα έχετε αντιμετωπίσει τέτοιες απώλειες, με πιο πρόσφατη ως προς τη δική μου γνώση, αυτή του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Πώς σας μετασχηματίζει μια τέτοια απώλεια;
Με τον Λαυρέντη, αν και συνεργαστήκαμε μια φορά μόνο, στους Άγαμους Θύτες, γνωριζόμαστε αρκετά χρόνια κι είχαμε πάντα μια έντονη σχέση, με καβγάδες, γιατί ο Λαυρέντης ήταν λίγο ιδιόρρυθμος στη διαχείριση, αλλά μια τρομερά καλή ψυχή. Οπότε, όσο και να με εκνεύριζαν οι διαφωνίες μας πάνω στη δουλειά, μετά ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος, πέρα από σπουδαίος δημιουργός κι ερμηνευτής.
Η απώλεια του μου κόστισε εμένα και για άλλους λόγους βέβαια, γιατί όταν χάνεις έναν άνθρωπο που κατά βάθος τον αγαπάς και τον εκτιμάς, είναι μεγαλύτερη η οδύνη γιατί φτάνεις στο σημείο να μετανιώσεις για αυτές τις συγκρούσεις.
– Σας γεμίζει φόβο για το δικό σας τέλος ο θάνατος ανθρώπων της ζωής σας με τους οποίους έχετε συνδεθεί;
Καθόλου. Είμαι συμφιλιωμένος με αυτή την ιδέα. Το πιο δύσκολο είναι να διαχειριστείς την απώλεια των ανθρώπων σου. Ιδίως αν αυτούς τους ανθρώπους τους ζεις καθημερινά κι είναι πολύ οικείοι σου. Εκεί η απώλεια είναι τρομακτική.
* Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης πρωταγωνιστεί στην παράσταση Ένα Αστέρι Μεσοπέλαγα, σε σκηνοθεσία του Νικίτα Μιλιβόγεβιτς, μαζί με τους Αστέριο Πελτέκη, Θάνο Κοντογιώργη και Γιάννη Οικονομίδη, στο Θέατρο Μικρό Άνεσις.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.