Ήταν κάπου στις αρχές Μαρτίου όταν συναντηθήκαμε με την Κάτια Γέρου για μια συνέντευξη με επίκεντρο την παράσταση Stand Up Tragedy που θα ανέβαζε.
Ήταν μια περίοδος περίεργη, καθώς η κατάσταση με τον κορωνοϊό δεν είχε δείξει που θα οδηγήσει, ενώ πρώτο θέμα συζήτησης ήταν η κατάσταση στις Καστανιές με τους πρόσφυγες. Όταν συζητούσαμε για το πότε θα ανέβει η συνέντευξη, είχαμε πει να κρατηθούμε μέχρι να βγει στον “αέρα” η ιστοσελίδα της με τον επί χρόνια συνοδοιπόρο και σύντροφο, τον κ. Κυριάκο Κατζουράκη.
Μέσα σε λίγα 24ωρα όλα είχαν ανατραπεί. Η παράσταση είχε ακυρωθεί ελέω καραντίνας, η συνέντευξη έμοιαζε να έχει “αδυνατίσει” εν μέσω όλων όσων εισέβαλαν στη ζωή μας και είχε μπει στο pause. Ύστερα από εκ νέου επικοινωνία, αυτή η κουβέντα μοιάζει τώρα να έχει πολύ μεγαλύτερη αξία κι από τη στιγμή που θα δημοσιευόταν αν δεν εμφανιζόταν η καραντίνα.
Συναντηθήκαμε σε μια παλιά μονοκατοικία απ΄αυτές που θα μπορούσαν να διεκδικούν την Αθήνα για κτήμα τους. Αυθεντικό δείγμα μιας άλλης εποχής. Εν τούτοις, οι κάτοικοι της δεν είναι μιας άλλης εποχής. Η Κάτια Γέρου δείχνει να κυνηγάει με υψηλό κίνητρο την κάθε εποχή και όπως μου λέει αρκετές φορές “η ηλικία είναι αριθμός, υπάρχουν σαφώς διαφορές, αλλά στο τέλος όλοι μας, είτε 30 είτε 70, βρισκόμαστε στις ίδιες αναζητήσεις και στοχαζόμαστε τα όσα κάνουμε”.
Το ελληνικό θέατρο μπαίνει σε μια πολύ ανοίκει εποχή και μέχρι να βρεθεί θεραπεία για τον κορωνοϊό, θα μοιάζει σαν να λειτουργεί σε μικρότερο ποσοστό. Οι άνθρωποι του θεάτρου παίρνουν κάποια μαθήματα αυτή την περίοδο και με αφορμή αυτά εκτυλίσσεται ξανά η κουβέντα με μια ηθοποιό, καλλιτέχνιδα, δημιουργό που έχει καταφέρει ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα για ανθρώπους του επαγγέλματος της και με τόσο μακρόχρονη πορεία: να μην νιώθει ως βάρος το όνομα της, το παρελθόν και την εικόνα που μπορεί να έχουν σχηματίσει για εκείνη.
Σε μια κουβέντα που ξεπέρασε τη μία ώρα, μου μίλησε με πάθος για την ταινία Ουσάκ που έκαναν με τον κ. Κατζουράκη πίσω στο 2016, αλλά και για το project “Ο Δρόμος προς την Δύση” που από το 2001 μέχρι σήμερα καταφέρνει να αποκαλύπτεται σε νέους δέκτες και να αποκτά νέο νόημα.
https://vimeo.com/21444544
Καθώς η κάθε στιγμή προσδιορίζει αλλιώτικα κάτι που στέκει πίσω της, αυτή η συνέντευξη μοιάζει να μπορεί να αποκτήσει διαφορετικά πρίσματα σε μερικούς μήνες, μερικά χρόνια, μερικές δεκαετίες.
– Σε αυτό το διάστημα της καραντίνας πάρα πολλές θεατρικές παραγωγές έγιναν διαθέσιμες στο κοινό είτε εντελώς δωρεάν είτε με κάποιο ελάχιστο αντίτιμο. Είναι αυτή μια περίοδος που μαθαίνει στην θεατρική κοινότητα τρόπους σύνδεσης της με το κοινό που ίσως θα έπρεπε να ισχύσουν και εκτός καραντίνας;
Από την ενδιαφέρουσα ερώτηση σας θα αφαιρούσα το «ίσως». Σαφώς θα έπρεπε να ισχύουν και εκτός καραντίνας. Και θα έπρεπε να έχουν ισχύσει πολύ πιο πριν. Γιατί παρ’ όλο που μετά τη μεταπολίτευση ζήσαμε «εν ειρήνη» επί δεκαετίες, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κυκλοφορούσαμε μέσα σε αμέτρητους «ιούς», απ’ τους οποίους η τέχνη πάντα βοηθάει να προστατευτούμε.
Ας αναφέρω μερικούς: τον ιό της αδιαφορίας για το τι συμβαίνει γύρω μας, τον ιό της καλοπέρασης πάση θυσία, της άλογης κατανάλωσης, του φαίνεσθαι, τον ιό του δε με νοιάζει αν καταστρέφεται ο πλανήτης, βαριέμαι να ενημερώνομαι, βαριέμαι και να το συζητάω κ.λπ. Μία λίστα ιών τεράστια.
Προσωπικά δε, αυτός ο εναλλακτικός τρόπος σύνδεσης με το κοινό, δηλαδή να μην έρχεται αυτό σε σένα, αλλά να πας εσύ σ’ αυτό, είναι κάτι που απ’ τα νεανικά μου χρόνια με απασχολούσε. Γιατί είναι γνωστό ότι μόνον ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού έχει πρόσβαση στις τέχνες.
Θα ήταν πολύ χρήσιμο επομένως οι καλλιτέχνες να προσφέρουμε τη δουλειά μας, μια καλή δουλειά γιατί προφανώς δεν μας πετυχαίνουν πάντα. Αυτή η σκέψη μας ώθησε, τον Κυριάκο και εμένα, να στήσουμε το σάιτ simatakapnou.art ( μετά από επίπονη δουλειά ενός χρόνου ) και να το ανεβάσουμε μια βδομάδα πριν την καραντίνα, σα νάχαμε κάποια διαίσθηση.
– Καθώς το θέατρο είναι μια τέχνη που απαιτεί τεράστια σωματικότητα και επαφή και έχει τέτοιο πάθος που είναι αναπόφευκτη μέχρι και η ανταλλαγή σάλιου με τους συμπρωταγωνιστές, πιστεύετε ότι έρχεται μια περίοδος που το θέατρο θα αναγκαστεί να υπάρξει με αλλοιωμένο χαρακτήρα;
Τι εύστοχη έκφραση χρησιμοποιήσατε: ανταλλαγή σάλιου! Μόνο τέτοια σκέφτομαι αυτόν τον καιρό. Λέω στον σύντροφό μου: «μα εμείς στο θέατρο δουλεύουμε στόμα με στόμα. Τι θα κάνουμε τώρα; Θα ακροβολιζόμαστε στα τέσσερα σημεία της σκηνής και από κάτω θα είναι οι θεατές ακροβολισμένοι κι αυτοί και σε απόσταση μεταξύ τους; Μα θα φυσάει ένας κρύος αέρας και στη σκηνή και στην πλατεία. Το θέατρο είναι εγγύτητα, ανταλλαγή θερμοκρασίας, αλλιώς δεν είναι θέατρο».
Μετά όμως σκέφτομαι ότι μέχρι να περάσει η επιδημία, ακόμα κι αν χρειαστεί μέχρι τότε να κάνουμε παραστάσεις «επιστημονικής φαντασίας» δηλαδή από απόσταση, η θερμοκρασία θα υπάρχει. Τα μοναχικά σώματα των ηθοποιών θα στέλνουν ένα μήνυμα για τη διατήρηση του δώρου της ζωής, θα είναι μια ελεγεία για την εγγύτητα που χάθηκε προσωρινά, θα εκφράζουν μια παράφορη επιθυμία να επιστρέψει η εγγύτητα το συντομότερο, και έτσι το σώμα του σύγχρονου περφόρμερ θα συνδέεται με τον μακρινό πρόγονο μας που χόρευε για να φέρει τη βροχή σε καιρούς ξηρασίας.
Θα χορεύει το επείγον αίτημα για μια άλλη ζωή με πνευματικότητα και σύνεση, ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, ενάντια στους εμπόρους όπλων που καμώνονται τους ηγέτες, ενάντια στην τρέλλα που κυριαρχεί στον πλανήτη.
Ή, ξέρω γω, θα φτιάχνουμε βιντεάκια! Οι νεαρές νοσοκόμες με τις μάσκες τους που χορεύουν, είναι από τα πιο συγκινητικά πράγματα που έχω δει τα τελευταία χρόνια, ξέροντας από που βγήκαν για να φτιάξουν το βίντεο τους: από τις εντατικές! Ή…ή… ό,τι άλλο σκεφτούμε. Ο καθείς και τα όπλα του.
– Παραλλάσσεται πια το μήνυμα που θέλει να δώσει ο ηθοποιός στο εκάστοτε κοινό, καθώς εμφανίζονται περίοδοι τόσο συνταρακτικές όπως η σημερινή; Μπορεί να μεταμορφωθεί αυτό που θέλατε να κάνετε με ένα έργο από τη στιγμή που το στήνετε μέχρι τη στιγμή που ολοκληρώνεται;
Όχι, το μήνυμα δεν παραλλάσσεται. Ο ηθοποιός μιλάει πάντα για τη ζωή και το θάνατο, τη δικαιοσύνη και την αδικία, τον έρωτα, τη σύγκρουση, την εξέγερση, περιγράφει δηλαδή την ανθρώπινη περιπέτεια και σε καιρούς «ειρήνης» και σε καιρούς «πολέμου».
Σε κάθε δουλειά που ξεκινάω, η έγνοια μου είναι αν θα μπορέσω να πω από σκηνής δυο πράγματα επί της ουσίας. Να μιλήσω με έναν ουμανιστικό τρόπο. Έτσι όμως όπως είναι δομημένος ο κόσμος, η ουσία της έννοιας άνθρωπος αλλοιώνεται, η μνήμη του απειλείται. Μένει μετέωρος μέσα σε ένα απάνθρωπο, παγκοσμιοποιημένο σύμπαν. Γι’ αυτά τα θέματα πρέπει να μιλάμε από σκηνής και να παλεύουμε ως πολίτες, αυτό πιστεύω.
– Καθώς όμως ο άνθρωπος οδηγείται, είτε από την περίοδο των τελευταίων 10-15 ετών είτε και ανεξάρτητα αυτής, σε μια εποχή εξατομίκευσης όπου δυσκολεύεται να δει πέρα από τη δική του επιβίωση, πόσο εφικτό είναι να σταθούμε όλοι ουμανιστικά;
Εκεί χρειάζεται μια υπέρβαση από τον καθένα μας, ανεξαρτήτως γενεών, ανεξαρτήτως ηλικίας. Θέλει να πιέσεις το μυαλό σου, να κάνεις το κλικ, να πεις μέσα σου ότι “ναι, θα ζήσω 7-8 δεκαετίες, αλλά σ’ αυτή τη μικρή διάρκεια, δεν πρέπει να πάρω, αλλά και να δώσω κάτι;” Και επειδή στον περίγυρο δεν υπάρχει πια έκρηξη ιδεών, μια φλόγα, ένας ενθουσιασμός, νιώθω ότι για να γίνει αυτή η υπέρβαση θα πρέπει ο καθένας μας να τιμήσει με κάθε τρόπο τα όσα καλά συναπαντήματα έχει στη ζωή του: βιβλία, δασκάλους, ανθρώπους που μας ενέπνευσαν με τη ζωή και τη δουλειά τους.
Ίσως τότε υπάρξει μια μικρή ελπίδα το μέλλον να γίνει λιγότερο ζοφερό. Θέλει συλλογικότητα. Ο καθένας μόνος δεν μπορεί. Τα όσα πράγματα μπορούμε να κάνουμε μόνοι μας είναι μια χαρά. Αλλά δεν είναι αρκετά. Χρειάζεται κάτι περισσότερο, η συλλογικότητα.
– Ξέρετε, νιώθω πως επειδή οι τωρινές γενιές δεν είχαν ένα δυνατό αφήγημα όπως η γενιά του Πολυτεχνείου για παράδειγμα, αδυνατούν να βρουν αυτή τη δύναμη και επιλέγουν να κλειστούν στο καβούκι τους.
Αν εστιάσουμε σ’ αυτή τη σκέψη, είναι σαν να δίνουμε συγχωροχάρτι, μια άφεση αμαρτιών σε εαυτούς και αλλήλους. Δηλαδή η εποχή μας δίνει προφανώς άλλοθι για να παραιτηθούμε. Δεν υπάρχει όμως πεδίο για να κάνουμε κάτι; Υπάρχει. Μπορούμε να βρούμε συνοδοιπόρους, να ψάξουμε το think tank μιας εναλλακτικής σκέψης, το τι προτείνουν άνθρωποι που δεν συμφωνούν με τη ζωή έτσι όπως έχει παγιωθεί.
– Επανερχόμενος στα της υποκριτικής, ένα από τα πράγματα που με εντυπωσιάζουν στο επάγγελμα του ηθοποιού είναι πως εκτίθεται εθελούσια και αποδέχεται την επιτυχία, την αποτυχία, τη σκληρή κριτική, το χτύπημα κάτω από το στομάχι. Νιώθετε να σας γονατίζει μια πιθανή αποτυχία και σκληρή κριτική;
Η ταινία που κάναμε με τον Κυριάκο, το Ουσάκ, υπέστη σκληρό υβρεολόγιο και ανορθόδοξη επίθεση από την επίσημη κριτική. Όμως εμείς πριν φάμε τα χτυπήματα κάτω από το στομάχι, είχαμε ήδη σχεδιάσει το ταξίδι της ταινίας σε όλη την Ελλάδα και μάλιστα προσφέροντας την αφιλοκερδώς. Μιλούσαμε για την περίφημη Κρίση, επιδιώκαμε την συνομιλία με το κοινό, κάτι που επιβεβαιωνόταν συνεχώς στο ταξίδι του Ουσάκ που κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο. Επομένως η κριτική ούτε μας γονάτισε ούτε κατάφερε να μας κλείσει το στόμα.
– Θα μπορούσατε να είχατε ακολουθήσει ένα δρόμο που θα διευκόλυνε την “εμπορικότητα” των πονημάτων σας, όμως δεν το κάνατε. Το μετανιώνετε; Αν γυρνούσατε το χρόνο πίσω θα θέλατε να το είχατε πάρει αλλιώς, ίσως με μια τηλεοπτική παρουσία;
Δεν γίνεται ο ηθοποιός να εργάζεται έχοντας στο νου του την επίτευξη της αναγνωρισημότητας. Άλλα πράγματα πρέπει να τον απασχολούν. Η φόρμα και το περιεχόμενο της εργασίας του, το πως κάθε φορά να εξελίσσεται και να μην «τρώει από τα έτοιμα», ο ακτιβισμός μέσα από τη δουλειά του, το πως δηλαδή να βοηθήσει με τις μικρές του δυνάμεις να γίνει η ζωή πιο φιλόξενη. Αυτά για να γίνουν χρειάζονται δέκα ζωές.
Τελικά ο έρμος ο καλλιτέχνης δε ξέρει πως μπορεί η δουλειά του να φτάσει στο ευρύ κοινό. Αυτό εξαρτάται από άλλους, κριτικούς, μηχανισμούς προμόσιον κ.λπ. εν ολίγοις η όποια μου επιλογή ήταν συνειδητή και δεν μετάνιωσα που έμεινα πιστή σ’ αυτά που μου ταιριάζουν και με εμπνέουν.
– Ένα στοιχείο αξιοθαύμαστο της δουλειάς σας, ιδίως του θεάτρου, είναι που μπορείτε να βρείτε σημείο επαφής με ανθρώπους που στη ζωή τους ίσως να απέχουν παρασάγγας από τις αντιλήψεις σας. Ίσως να είναι ακραίων και άσχημων αντιλήψεων. Αυτό πώς το αντιμετωπίζετε;
Πάντοτε σε όλη μου την πορεία έψαχνα και κυνηγούσα ένα κοινό που να έχουμε ντε και καλά τις ίδιες αντιλήψεις, την ίδια κοσμοθεωρία, τα ίδια γούστα. Με ένα τέτοιο κοινό υπάρχει προφανώς εξ’ αρχής μια τεράστια απόσταση για να διανύσουμε μέχρι να φανεί αν μπορούμε να βρεθούμε. Αυτή η απόσταση κινητοποιεί και τις δύο πλευρές. Αυτό είναι τέχνη για μένα.
Οι πεισμένοι είναι πεισμένοι, πλήρεις και χορτάτοι. Δεν χρειάζονται εμένα για να τους επιβεβαιώσω την πληρότητα τους.
– Δεν είναι όμως απωθητικό να πρέπει να συνδιαλλαγείτε με ανθρώπους που μπορεί να είναι ακόμα και…μη άνθρωποι, για να το θέσω κομψά..;
Πιστεύω πάντα ότι πίσω από τα προσωπεία που βάζει στον καθένα μας η ζωή και οι συνθήκες της, υπάρχει ένα καθαρό πρόσωπο, μια αγνή μούρη, μια εν δυνάμει καλοσύνη στην ψυχή. Πιστεύω στην καλή φύση του ανθρώπου. Πιστεύω στη δυνατότητα του να βελτιώνεται. Σ’ αυτό βοηθάει και η παιδεία και η τέχνη. Όλοι μας έχουμε μέσα μας και το κομμάτι του φωτός και του σκοταδιού. Το ζήτημα πάντα στην τελική σούμα είναι ποιο κομμάτι υπερίσχυσε.
– Σε μια περίοδο όπως αυτή που ενέχει το στοιχείο της εσωστρέφειας και της διαρκούς ενδοσκόπησης, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το μέσα μας, με τους φόβους μας. Ποιο θα λέγατε πώς σας φοβίζει πια σε αυτό το σημείο της ζωής σας;
Με παραλύει η σκέψη της αρρώστιας και του θανάτου των κοντινών μου ανθρώπων. Όταν κάποια στιγμή έχασα σε 13 μήνες τους δύο γονείς μου και τον πνευματικό μου πατέρα, τον Γιώργο Λαζάνη, άρχισα για πρώτη φορά να φοβάμαι τον δικό μου θάνατο. Μέχρι που έκανα μια εξέταση στον πνεύμονα επειδή είμαι καπνίστρια και το πρώτο που σκέφτηκα είναι τι εκκρεμότητες έχω και πώς να τις κλείσω πριν φύγω από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Τότε μπήκε μέσα μου μια αρκετά ιλαρή σκέψη ότι το ξόρκι προς τον θάνατο είναι η νοικοκυροσύνη μου και το ότι δε θέλω να έχω εκκρεμότητες και έτσι γέλασα με το φόβο μου του θανάτου! Θυμάμαι ήμουν μικρή και κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς πήγαινα σε μια γωνία και έκλαιγα γιατί συνειδητοποιούσα ότι μεγαλώνουν οι γονείς μου. Αυτό είναι το τραγικό της ύπαρξης μας: ο φόβος της απώλειας. Σ’ αυτό βοηθάει η τέχνη.
* Μπορείς να δεις όλο το έργο ζωής της Κάτιας Γέρου, από κοινού με τον Κυριάκο Κατζουράκη, στην ιστοσελίδα τους simatakapnou.art.