Ο Ταμτάκος της βιντεοκασέτας: Το δυστύχημα που άλλαξε για πάντα τη ζωή του Μιχάλη Μόσιου

Ο ρόλος που τον καθιέρωσε και το άγνωστο χτύπημα της μοίρας

Τον γνωρίσαμε ως Ταμτάκο που μπήκε στη ζωή μας στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν μεσουράνησε η βιντεοκασέτα, αλλά ο Μιχάλης Μόσιος είχε λανσάρει την αγαπημένη περσόνα πολλά χρόνια πριν, την εποχή που άρπαξε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε στον θίασο της Ρένας Βλαχοπούλου. Λίγο νωρίτερα είχε ξεπεράσει ένα –άγνωστο σε πολλούς- χτύπημα της μοίρας.

Ελάχιστοι ακόμη και σήμερα δεν αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του Μιχάλη Μόσιου τον θρυλικό Ταμτάκο κι ας έχουν περάσει δεκαετίες από την τελευταία φορά που τον είδαν στις οθόνες τους μέσω κάποιας βιντεοκασέτας. Από αυτές που έβγαιναν με το… κιλό την εποχή που το ελληνικό σινεμά γνώριζε πρωτοφανή κρίση και συχνά το μόνο που έκανε την διαφορά μεταξύ αποτυχίας και επιτυχίας (ελλείψει καλών παραγωγών, σεναρίων και χρηματοδότησης) ήταν η ατομική «επίδοση» και η παρουσία των ίδιων των ηθοποιών.

Μέσα σε ένα τέτοιο δύσκολο περιβάλλον «μεγάλωσε» και ο Ταμτάκος. Σε ταινίες με μικρό μπάτζετ, συνήθως δίχως άλλα αναγνωρίσιμα και «βαριά» ονόματα συμπρωταγωνιστών ή άλλων συντελεστών, η χαρακτηριστική φιγούρα-καρικατούρα του «γύφτου» με το καρό σακάκι, την τραγιάσκα-σήμα κατατεθέν και τον γνωστό σε όλους τρόπο ομιλίας, ο Μιχάλης Μόσιος μετέτρεψε μια για πολλούς καταδικασμένη προσπάθεια σε one man show, η οποία γνώρισε απρόσμενη επιτυχία.

Η πρώτη επαφή με το ευρύ κοινό ήρθε το 1982 με την ταινία «Το παιδί του σωλήνα» και την επόμενη χρονιά με την «Γύφτικη κομπανία», τα οποία γυρίστηκαν για την μεγάλη οθόνη, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία, αφού εκείνα τα χρόνια το σινεμά βρισκόταν σε βαθύτατη κρίση και ελάχιστα φιλμ έκοβαν –συμπαθητικά έστω- εισιτήρια. Όλα αυτά, όπως και η τύχη του Μιχάλη Μόσιου άλλαξαν όταν στις ζωές μας μπήκε εκείνο το νέο μηχάνημα που λεγόταν βίντεο και πήρε την δική του θέση στο έπιπλο της τηλεόρασης.

Ο Ταμτάκος πήρε λοιπόν την τραγιάσκα, τα παρδαλά ρούχα του και –φυσικά- το Ντάτσουν του και μέσα σε μία και μόνο χρονιά, το 1986, γύρισε τέσσερα έργα που έγιναν ανάρπαστα σε video club που άνοιγαν παντού σε όλη την ελληνική επικράτεια.  Με τίτλους όπως «Ο γυφτοροκάς», «Γύφτικη δυναστεία», «Ο γυφτοαριστοκράτης» και «Ο τελευταίος γυφτοκράτορας» (που σήμερα δεν θα στέκονταν πουθενά) ο Έλληνας ηθοποιός ενσάρκωσε τον συμπαθή τσιγγάνο που επιχειρεί με πνεύμα, χιούμορ αλλά και πολλή πονηριά μα και αγαθή καρδιά, να επιβιώσει και τελικά να μεγαλουργήσει.

Η επιτυχία που γνώρισε ήταν τόσο μεγάλη ώστε τελικά μέσα σε διάστημα ελάχιστων ετών να γυρίσει συνολικά 14 ταινίες, όλες με τον ίδιο κεντρικό ήρωα. Όταν πλέον η μόδα της βιντεοκασέτας πέρασε, ο Ταμπτάκος έμεινε ζωντανός ως περσόνα επιστρέφοντας στον τόπο στον οποίο είχε γεννηθεί. Δηλαδή στο θεατρικό σανίδι.

Γιατί εκείνο που δεν γνώριζαν πολλοί ήταν ότι ο Μόσιος είχε εισαγάγει τον ήρωά του από μια προσωπική έμπνευση της στιγμής όταν χρειάστηκε να αντικαταστήσει τον Θέμη Μάνεση στο θίασο της Ρένας Βλαχοπούλου. Το μακρινό 1975 είχε ανεβάσει την παράσταση «Η Χαρτορίχτρα», όπου ο νεαρός τότε Μάνεσης έπαιζε τον ρόλο του θρυλικού παπατζή. Όταν ένα βράδυ εκείνος ήταν ασθενής, ζητήθηκε από τον Μόσιο ο οποίος έπαιζε ήδη στο έργο, να ενσαρκώσει δύο ρόλους ταυτόχρονα, αντικαθιστώντας και τον άρρωστο συνάδελφό του. Πράγματι το έκανε, προσθέτοντας όμως την δική του «πινελιά» και μιλώντας με τον χαρακτηριστικό τρόπο των Ρομά. Οι άνθρωποι του θιάσου δεν γνώριζαν το παραμικρό για τις προθέσεις του και εξεπλάγησαν, όπως και το κοινό, που όμως ξετρελάθηκε και ξέσπασε σε γέλια και χειροκροτήματα. «Εσύ παιδί μου κάνεις για επιθεώρηση» του είπε η Βλαχοπούλου, που δικαιώθηκε για την πρόβλεψή της, αφού μετά το ’90 ο Μόσιος έπαιζε κάθε χρόνο σε τέτοιου τύπου παραστάσεις.

Ο ίδιος βέβαια  είχε σπουδάσει υποκριτική στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και η καριέρα του είχε ξεκινήσει με κλασικούς ρόλους σε έργα αρχαίας κωμωδίας και τραγωδίας του Αριστοφάνη, του Αισχύλου και του Σοφοκλή! Ακολούθησαν συμμετοχές στον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ και στον «Φάουστ» του Γκαίτε, πριν τελικά πάρει την απόφαση να κατέβει στην Αθήνα το 1972 όπου είχε την τύχη να παίξει δίπλα στον τεράστιο Δημήτρη Χορν στην παράσταση «Ριχάρδος Γ’».

Άλλο ένα άγνωστο σε πολλούς στοιχείο της προσωπικής ζωής του ήταν ότι την περίοδο που ο Μιχάλης Μόσιος προσπαθούσε να φτιάξει την καριέρα του συνέβη ένα περιστατικό που του άλλαξε την ζωή και λίγο έλλειψε μάλιστα να του την στερήσει. Είχε ένα πολύ σοβαρό τροχαίο με δίκυκλο, στο οποίο ο ίδιος τραυματίστηκε αλλά η αρραβωνιαστικιά του δεν είχε ανάλογη τύχη. Αφού νοσηλεύτηκε για λίγες μέρες, έχασε την μάχη και ξεψύχησε. Γεγονός που κόστισε πολύ στον ηθοποιό ο οποίος κατόρθωσε να ξεπεράσει αυτό το χτύπημα κυρίως χάρη στην βοήθεια των φίλων του και αφού πέρασε ένα σημαντικό διάστημα όπου πάλεψε με την στα όρια της κατάθλιψης μελαγχολία.

Ίσως ακόμη και αυτή η περσόνα που έφερε στο προσκήνιο περίπου ένα χρόνο μετά από το συγκεκριμένο περιστατικό να ήταν κομμάτι της απόπειράς του να αφήσει πίσω του εκείνη την τραγική περίοδο και να βρει ξανά το χαμόγελό του. Ένα χαμόγελο που τον συντρόφευε έκτοτε πάντοτε και το μοίραζε απλόχερα στους θεατές των παραστάσεων στις οποίες συνέχισε ακούραστα να συμμετέχει.