Πριν τρία χρόνια, τότε που ζούσαμε στον αστερισμό του Survivor, ήταν από τα πρόσωπα που δέχτηκαν τα πιο σκληρά μηνύματα από τους χρήστες των social media. Όχι για τον χαρακτήρα της φυσικά, μα για το σώμα της.
Οι αμέμπτου ηθικής (sic) κριτές των social media δε μπορούσαν να την δεχτούν με κάποια κιλά παραπάνω, ούτε της συγχωρούσαν που το σώμα της άλλαζε ενώ βίωνε μια τέτοια εμπειρία όπως το Survivor, όπου η διατροφή αλλάζει τον οργανισμό άρδην.
Τρία χρόνια μετά, η Λάουρα Νάργες δείχνει να έχει διαχειριστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτή την αθλιότητα και πλέον αντιμετωπίζει το σώμα της με αγάπη, προσπαθώντας παράλληλα να ευαισθητοποιήσει και να ισχυροποιήσει ανθρώπους που ενδεχομένως να μην έχουν την ίδια ψυχική και πνευματική δύναμη.
Αυτό ήταν το βασικότερο μου κίνητρο για να την αναζητήσω και να κανονίσουμε συνέντευξη. Αυτό και το ότι, το θυμήθηκα στην πορεία της κουβέντας, είχε υπάρξει η ώθηση για να αποφασίσω να ταξιδέψω στο εξωτερικό για πρώτη φορά μόνος μου.
Ανοίγω μια παρένθεση εδώ. Κάθε φορά που προσεγγίζω κάποιον άνθρωπο για συνέντευξη, το κάνω γιατί εκείνη τη στιγμή μου έχει γεννηθεί ένα πλαίσιο, ένα όραμα αν θέλετε και φαντασιώνομαι το πώς θα εξελιχθεί και το τελικό αποτέλεσμα. Τις περισσότερες φορές βρίσκομαι κοντά σε αυτό που θέλω. Άλλες πάλι αυτός που δίνει τη συνέντευξη με πηγαίνει σε κάτι που δεν ήξερα ότι το θέλω, αλλά στην πράξη μου γίνεται πιο επιθυμητό από το πρωταρχικό.
Κατόπιν αρκετής σκέψης, κατέληξα ότι η Λάουρα Νάργες βρίσκεται στην δεύτερη κατηγορία. Κι αυτό το γράφω γιατί στο ξεκίνημα της απομαγνητοφώνησης η εγγραφή αναγράφει 2 ώρες και 42 λεπτά. Τόσος ήταν ο χρόνος που συζητούσαμε και άλλος τόσος αυτός που δεν κατεγράφη.
Μέσα σε αυτό το διάστημα η κουβέντα μας πήγε από τις πιο περίεργες σκέψεις που διαβαίνουν το μυαλό μας μέχρι τα πιο βαθιά ψυχικά.
Για παράδειγμα, η Λάουρα Νάργες όταν ήταν μικρή σκεφτόταν ότι αν φάει κουκούτσι από καρπούζι, τότε θα φύτρωνε καρπούζι μέσα της. Όταν μεγάλωσε το ντουετάκι καρπούζι-φέτα έγινε αγαπημένο της.
Αν μπορούσε να έχει κάτι άμεσα, αυτό θα ήταν μια κορυφή βουνού για να πηγαίνει και να φωνάζει στο κενό όταν νιώθει να πνίγεται.
Κάποτε έφαγε κλήση στη Γερμανία γιατί δεν είχε βάλει αμέσως τη ζώνη της σε κινούμενο όχημα. Γι΄αυτό όταν ήρθε στην Ελλάδα και είδε ότι όσα απαγορεύονται, γίνονται μέσα από…παραθυράκια, είχε ξαφνιαστεί σε βαθμό σοκαριστικό.
Είναι επίσης πολύ περήφανη για τις πατάτες τηγανητές της. Όχι τόσο για το πώς τις τηγανίζει, αλλά κυρίως γιατί διαθέτει ένα δυσεύρετο μπαχαρικό που φέρνει από τη Γερμανία, όπου ζει η οικογένεια της.
Όταν ήρθε από τη Γερμανία στην Ελλάδα σε ηλικία 17 ετών, τα ελληνικά της δεν ήταν όπως είναι σήμερα και αυτό αποτέλεσε αρκετές φορές αιτία για να τη σχολιάσουν. Παρόλα αυτά, μια από τις πρώτες λέξεις που έμαθε για τα καλά εδώ ήταν…το ΤΕΒΕ.
Ένας άμεσος στόχος της είναι να κάνει ένα διδακτορικό, καθώς έχει ήδη πτυχίο και μεταπτυχιακό στο μάρκετινγκ.
Κάτι άλλο που αξίζει να γνωρίζει κανείς για εκείνη, είναι ότι πιστεύει στη μετενσάρκωση και το ταξίδι της ψυχής, ασπάζεται το ζήτημα της πνευματικότητας και της ενέργειας.
Αυτά είναι όσα μπορώ να μοιραστώ μαζί σας σε έναν πιο επιγραμματικό τρόπο. Από δω και πιο πέρα, όπως τραγουδούσε το 1996 η Καίτη Γαρμπή, μ΄ένα βήμα θα φύγω για να δοθεί ο χώρος στη Λάουρα να μιλήσει εκείνη για τη ζωή της.
Δεν έχω δει μέχρι σήμερα το Survivor πέρα από λίγα στιγμιότυπα. Ήθελα να κρατήσω την εικόνα που αποκόμισα απ΄αυτή την εμπειρία όπως την έζησα.
«Παρόλο που ξεχνιέσαι από τη ζωή σου σε αυτή την εμπειρία, όμως εγώ, επειδή είχα την τηλεοπτική εμπειρία, μπόρεσα να διατηρήσω στο μυαλό μου κι ότι αυτό που κάναμε στο Survivor ήταν κυρίως δουλειά. Επομένως, ήμουν από τους λίγους παίχτες που στο κάτω κάτω της γραφής στάθηκα όσο πιο σωστά επαγγελματικά και προς τους συμπαίχτες και προς την παραγωγή. Είδα ακραίες συμπεριφορές από διαγωνιζόμενους που, όσο δύσκολες κι αν ήταν οι συνθήκες, δεν τις δικαιολογώ».
«Εγώ αυτό που έκανα σε σχέση με τους άλλους, λόγω του ότι είχα δει από καιρό πριν το Survivor τι σημαίνει να σε κριτικάρουν κακόβουλα και να σε σχολιάζουν – έχω μάλιστα πληγωθεί πολύ από πράγματα που είχα ακούσει πριν το παιχνίδι και να φανταστείς πως τότε δεν υπήρχε ακόμα ο πανζουρλισμός που επικρατούσε στα social media την περίοδο του Survivor. Ήταν πιο ήρεμα τα πράγματα. Μετά το παιχνίδι λοιπόν δε μπήκα καν στη διαδικασία να διαβάσω το οτιδήποτε. Θυμάμαι ότι αποχώρησα από το παιχνίδι και για δύο μέρες δεν είχα το κινητό μου, ώστε να έρθω σε επαφή.
Σε αυτές τις δύο μέρες προσπαθούσαν να με προετοιμάσουν για τον χαμό που γίνεται. Εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να γυρίσω πίσω στους δικούς μου και να τους κάνω έκπληξη. Ήθελα μάλιστα να μετακινηθώ με το μετρό μόλις έφτασαν στην Αθήνα. Μου εξήγησαν ότι αυτό δεν είναι εφικτό γιατί θα με περιμένουν τα κανάλια. Εκεί άρχισα λίγο να προετοιμάζομαι.
Είχα πει σε όλους στην παραγωγή να μου πουν στο περίπου τι έχει ειπωθεί και γραφτεί για μένα, στο περίπου ποιος με έχει κράξει άσχημα κτλ. Κάποια μας τα έλεγαν από μόνοι τους. Θυμάμαι μάλιστα είχε ειπωθεί κάτι για μένα και είχε γίνει αναφορά και στη Βουλή, κάτι τέτοιο μου είχαν πει. Δεν το διασταύρωσα κιόλας. Ήξερα ότι με σχολίαζαν για τα κοτσιδάκια μου, ότι με έλεγαν χοντρή κι ότι διέσπειραν φήμες πως κάτι έκανα με τον Κοκκινάκη και τον Bo.
Δε μπήκα όμως ποτέ στην ουσία των σχολίων και να κάτσω να διαβάσω τα όσα γράφτηκαν. Εδώ δεν έκατσα να δω ποτέ ολόκληρο το παιχνίδι. Δεν έχω δει ποτέ όλα τα επεισόδια, ούτε για το κλασικό του να δω πως με σχολίαζαν οι υπόλοιποι όταν μιλούσαν στην κάμερα. Ήθελα να κρατήσω αυτή την εμπειρία όπως τη βίωσα εκεί χωρίς να την αλλοιώσω από την αντίληψη που θα διαμόρφωνα αν έβλεπα όσα συνέβαιναν εν τη απουσία μου. Δεν ήθελα να πικραθώ, αν έπαιζε τέτοιο σενάριο. Ήταν μια φανταστική εμπειρία, δεν θα άφηνα τίποτα να μου τη χαλάσει.
Τα μόνα πράγματα που είδα από το Survivor ήταν αυτά που προβλήθηκαν στον τελικό και όσα είχε δείξει η Μελέτη στο Panorama όταν είχα πάει μετά την αποχώρησή μου».
Πέρασα δύσκολα με τα σχόλια για το σώμα μου και παλεύω ακόμα να το αντιμετωπίσω μέσα μου για να είμαι εντάξει. Μου φαίνεται αστείο να πρέπει να βγω να απολογηθώ για τα κιλά που πήρα και να λογοδοτήσω για την προσπάθεια που κάνω ή δεν κάνω να τα χάσω.
«Η αποστασιοποίηση μου από την τηλεόραση είναι προϊόν της ψυχοθεραπείας που έκανα, όχι αποτέλεσμα των όσων άκουσα από το Survivor και ιδίως μετά. Μετά το παιχνίδι ήταν που εντάθηκαν και αυξήθηκαν τα σχόλια για τα κιλά μου και τον πωπό μου. Είχαμε μπει τόσο έντονα στην καθημερινότητα και στο σπίτι του κάθε απλού τηλεθεατή, ενός τηλεθεατή του 75-80%, πρακτικά όλη η Ελλάδα, ώστε πολλοί ένιωσαν πως έχουν κάθε δικαίωμα να μας σχολιάσουν για τα πάντα.
Εκεί άρχισε η υπόθεση με το σώμα μου. Εγώ έχω ένα ιστορικό υγείας με το βάρος μου. Δεν ήταν επομένως κάτι που μπορούσα να το εμποδίσω να με επηρεάσει. Τα σχόλια χτύπησαν ευαίσθητη χορδή και σίγουρα έγιναν λόγος να αναγκαστώ να πω “τέρμα ως εδώ, καιρός να κάνω κάτι”. Απ΄αυτό προήλθαν και κάτι μακροσκελείς αναρτήσεις στο Instagram όπου μιλάω για τη σχέση μου με τις αλλαγές στο σώμα μου.
Θυμάμαι να έχω αντιδράσεις στο δρόμο του στυλ “καλέ, εσύ δεν είσαι τόσο χοντρή όσο λένε”. Αυτό μπορείς να το δεις κολακευτικά, αλλά στην πραγματικότητα σκέφτεσαι ότι σε θεωρούν χοντρή, άρα θεωρούν έγκλημα και κακό να είναι κάποιος πιο παχύς ή να μεταβαίνει από το αδύνατο στο παχύ, ιδίως στην τηλεόραση, και βρίσκεσαι να σε κατηγορούν γιατί δεν έχεις την τέλεια τηλεοπτική εικόνα.
Διάβαζα και τις προάλλες ότι κάπου με χαρακτήριζαν plus size μοντέλο και αναρωτιόμουν πώς φτάσαμε σε αυτό. Πώς γίνεται να υπάρχει ακόμα αυτή η διαφοροποίηση του μοντέλου σε normal και plus size; Είναι τραγικό. Οι εποχές των 90’s που τα supermodels έπρεπε να είναι ανορεξικά και τα μοντέλα έτρωγαν σκουλήκια και βαμβάκι για να παραμένουν αδύνατα, μας έβαλαν σε ένα τριπάκι να αποδεχόμαστε μόνο τον σούπερ αδύνατο. Ο μη αδύνατος δεν έχει το δικαίωμα καν να υπάρχει.
Πρέπει να έχεις το τάδε σώμα, αυτά τα μαλλιά, αυτό το μακιγιάζ και όλα τ΄άλλα είναι κατακριτέα. Εκεί εκ των πραγμάτων οδηγείσαι στο να προσαρμοστείς και καταπιέζεις τον εαυτό σου. Κι ο τηλεθεατής δεν μπορεί να το καταλάβει. Δε μπορεί να καταλάβει ότι για παράδειγμα η τηλεόραση σου προσθέτει 6-11 κιλά ανάλογα το σωματότυπό σου. Είναι εκπαιδευμένος μόνο να σε στοχοποιεί.
Επομένως, αναγνωρίζω εγώ ένα τέτοιο πρόβλημα που έγινε πολύ πιο αδυσώπητο στην εποχή των social όπου κυριαρχούν τα φίλτρα για το κάθετι, δε σου επιτρέπεται να είσαι ο εαυτός σου, πρέπει να μπεις σε ένα πλαίσιο για να σε αποδεχτούν, κι αυτό είναι ψυχοφθόρο. Πέρασα δύσκολα με όλο αυτό και παλεύω ακόμα να το αντιμετωπίσω μέσα μου για να είμαι εντάξει. Μου φαίνεται αστείο να πρέπει να βγω να απολογηθώ για τα κιλά που πήρα και να λογοδοτήσω για την προσπάθεια που κάνω ή δεν κάνω να τα χάσω. Καταλήγω σε μια θέση να πρέπει να πείσω τον άλλον ότι είναι οκ να βρίσκομαι στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο με αυτό το σώμα και όχι το σώμα που είχα πριν χρόνια».
«Δεν μπαίνω στη διαδικασία να αναλογιστώ αν με σχολίασε άντρας ή γυναίκα. Σημασία έχει ότι θα το πει ένας άνθρωπος. Από την άλλη, δεν ξέρω αν μπορώ να τον κατακρίνω, γιατί κι αυτός έχει φάει πλύση εγκεφάλου για να εκφέρει αυτές τις απόψεις σχετικά με τον αποδεκτό τρόπο ύπαρξης στην κοινωνία.
Να πω εδώ ότι διακρίνω πως αυτή την εποχή πολλοί αυτολογοκρίνονται και πιέζονται να πουν αυτό που είναι σωστό να ειπωθεί, ενώ στην πραγματικότητα δεν το πιστεύουν. Με πιο απλά λόγια, αυτό το πολιτικά ορθό έχει καταφέρει να καλύψει τις πραγματικές απόψεις κάποιων, οι οποίοι συμπεριφέρονται προσποιητά και για το θεαθήναι με τον αντικειμενικά ορθό τρόπο. Λένε κάτι για να μην τους κράξουν κι όχι γιατί το νιώθουν.
Αντιλαμβάνομαι πως υπάρχει έντονα κι αυτό. Τουλάχιστον όμως θα το δεχτώ να συμβεί, ειδικά από ανθρώπους που βρίσκονται σε ένα τόσο επιδραστικό μέσο. Ας πουν το καλό, ακόμα κι αν δεν το υιοθετούν στη ζωή τους. Ποιο είναι το καλό; Ότι το bodyshaming είναι μια ψυχική βία. Άσε τον άλλον να απολαύσει τη ζωή και το σώμα του με τον τρόπο που επιθυμεί.
Ακόμα και για περιπτώσεις που τίθενται ζητήματα υγείας και θες να παρακινήσεις για παράδειγμα τον άλλον να αλλάξει, δεν έχεις το δικαίωμα να το κάνεις αδιάκριτα κι επειδή στο υπαγορεύει η δική σου αισθητική. Αν δω για παράδειγμα ότι η φίλη μου δε νιώθει καλά με τον εαυτό της, τότε μόνο θα πάω να της μιλήσω. Κι αυτό όχι με εκφράσεις του τύπου “πόσο χοντρή είσαι..; Έχεις παχύνει”. Ποτέ δεν θα έκανα κάτι τέτοιο σε κάποιον, φίλο ή παντελώς άγνωστο. Κυρίως το δεύτερο. Είναι θέμα αρχών. Μετράει πολύ και ο τρόπος που θα προσεγγίσεις κάποιον.
Δε μπορεί να ισχυρίζεσαι ότι σε νοιάζει το καλό του άλλου και γι΄αυτό παρεμβαίνεις στο σώμα του, αλλά την ίδια στιγμή να του το λες με τρόπο μειωτικό και να επιχαίρεις γι΄αυτό. Υπάρχουν δεκάδες τρόποι να το πεις χωρίς να τον κάνεις να νιώσει σκατά.
Μόνο με ευγένεια έχεις δικαίωμα να το διαχειριστείς. Έτσι είμαι εγώ ως άνθρωπος. Είμαι φουλ υπέρ της ευγένειας. Θέλω και ο άλλος να αισθάνεται όμορφα, χωρίς να κλαίει το βράδυ στο σπίτι του εξαιτίας μου, θέλω και εγώ να νιώθω καλά με μένα που τον αντιμετώπισα με ευγένεια και δεν του προκάλεσα κάτι τόσο άσχημο, όπως είναι το να αντιπαθήσεις τον εαυτό σου και να βάλεις τα κλάματα επειδή δεν είσαι κάτι άλλο που κάποιος στο πλάσαρε ως το ιδανικό και ως το μόνο αποδεκτό.
Εγώ περνάω κάθε βράδυ σκεπτόμενη τι έκανα μέσα στην ημέρα, πώς ήμουν στις συναναστροφές μου με τους ανθρώπους, αν έκανα κάτι που δεν ταιριάζει στις αρχές μου και, εφόσον το έκανα, πώς θα το διορθώσω την επόμενη κιόλας ημέρα. Πάντα θα πάω να πιάσω τον άλλον και να του πω συγγνώμη για κάτι που του έκανα ή να του εξηγήσω πως ο δικός του τρόπος προς εμένα με έκανε να νιώσω άβολα. Όχι με τρόπο επιθετικό, μα με ειλικρίνεια και προσπάθεια αλληλοκατανόησης.
Βρίσκομαι τόσα χρόνια σε αυτό που λέμε τηλεόραση και όλα τα πέριξ, μα ποτέ δεν έκατσα να αντιμετωπίσω κάποιον με αγένεια και μειωτικούς χαρακτηρισμούς. Δεν έτυχε κιόλας να βρεθώ σε προγράμματα που να μου ζητήσουν κάτι τέτοιο. Κι αν βρέθηκα, όπως π.χ. στο Πρωινό που ήμουν πάνελ, δεν ήμουν καθόλου καλή στο να επικρίνω κάποιον για ζήτημα εξωτερικής εμφάνισης.
Δε λέω με αυτό ότι κακώς υπάρχουν τα πάνελ. Λέω όμως ότι απαιτούν κάποια…προσόντα, δεξιότητες που σε φέρνουν σε θέση να δώσεις ένα σχόλιο. Εμένα αυτό προς το παρόν δεν με αντιπροσωπεύει και δε μπορώ να το κάνω. Προτιμώ να κάνω entertainment χωρίς να προσβάλλω κανέναν και χωρίς να φέρω κάποιον σε δύσκολη θέση.
Ειδικά μετά το Survivor, όπου είδα κάτι που μου έμεινε και δούλεψα για να μην το ξεχάσω. Θυμάμαι να περνάμε οι παίχτες μέσα από χωριά για να πάμε από την παραλία στο αγώνισμα ή στο συμβούλιο και έβλεπα ανθρώπους που είχαν μια κάλτσα, ένα σκισμένο ρούχο, ήταν απεριποίητοι κτλ και δεν τους ένοιαζε. Ήταν χαρούμενοι. Παιδάκια έπαιζαν με ένα πλαστικό μπουκάλι και ήταν τα πιο ευτυχισμένα. Αυτό που ένιωσα τότε βλέποντας το χαρούμενο πρόσωπό τους, έκανα και κάνω ό,τι μπορώ για να μην πέσει στη λήθη. Κι όχι μόνο, αλλά προσπαθώ να εφαρμόσω αυτή την ολιγάρκια τους στη ζωή μου και να μην παρασύρομαι εύκολα σε αχρείαστες σπατάλες».
Με ενοχλούσε που με κακολογούσαν για τα ελληνικά μου, ενώ είχα έρθει από μια άλλη χώρα. Αντί να χαρούν που 17 χρόνια στη Γερμανία μάθαινα και ελληνικά γράμματα, την ελληνική γραμματεία και κράτησα την ελληνική σημαία, με επέκριναν κι από πάνω
«Μέσα από όλα αυτά τα χρόνια κι από λάθη που έχω κάνει, έχω δει τι μου ταιριάζει και που μπορώ να φτάσω. Γι΄αυτό κιόλας δεν έχω βρεθεί σε αρκετά προγράμματα που μου έχουν προτείνει. Είμαι πολύ συναισθηματική, πολύ ευαίσθητη, δε μπορώ να πατάω επί πτωμάτων. Δεν έχω την ιδιοσυγκρασία να κάνω όσα μου ζητήθηκαν στο παρελθόν. Εγώ θέλω να τίθεται ένας στόχος από την ομάδα και όλοι να παλεύουμε μαζί για τον στόχο, δίχως να καταστρατηγήσουμε το ποιοι είμαστε. Αν αυτό μπορεί να φέρει νούμερα και έσοδα, θα είναι ιδανικό. Δε θα έμπαινα στη διαδικασία να αλλάξω τα πιστεύω μου για να ικανοποιήσω κάποιους άλλους».
«Δεν έχω παρατηρήσει ο κόσμος εκτός τηλεόρασης να επιβάλλει τις δικές του επιθυμίες για την πορεία μου πάνω μου. Έχω δει όμως να συμβαίνει αυτό από άτομα της τηλεόρασης, ιδίως από πρόσωπα που είναι πίσω από τις κάμερες, είτε διοικητικά στελέχη είτε δημοσιογράφους. Άνθρωποι που με λίγα λόγια λειτουργούν μέσα στα κανάλια. Αυτοί οι άνθρωποι δεν με νοιάζουν, γιατί έχουν στοιχεία ανθρωποφάγου και δείχνουν να τους ενδιαφέρει μόνο το αρνητικό. Αυτό πουλάει γι΄αυτούς, αυτό θα κάνουν για τα νούμερα.
Δεν θα μπω στη διαδικασία να σταθώ απέναντι τους. Θα προσπαθήσω σίγουρα να μπω στα παπούτσια τους για να βρω την εξήγηση που πράττουν έτσι κι όταν τη βρω, θα μπορώ τουλάχιστον να είμαι ήρεμη απέναντι σε όσα κάνουν και λένε, αντί να κλαίω και να οδύρομαι γιατί μου συμπεριφέρονται έτσι. Αυτό με βοηθάει και να τους κατανοήσω, αλλά και να φιλτράρω όσα λένε, παίρνοντας κάποια πράγματα που ισχύουν και προσπαθώντας να τα διορθώσω.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν πρωτοήρθα, με σχολίαζαν αρνητικά για τα ελληνικά μου. Αισθανόμουν φουλ αδικημένη. Έχω έρθει από το εξωτερικό, γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια ξένη χώρα και αντί να σεβαστεί ο άλλος ότι δεν αμέλησα τα ελληνικά, ακολούθησα και ελληνική εκπαίδευση, άρα στην οικογένεια μου δεν πέθανε το ελληνικό στοιχείο, με κατακρίνει γιατί δεν μιλάω φαρσί τα ελληνικά;
Εγώ χαίρομαι που η μητέρα μου μαγείρευε ελληνικά φαγητά και με πήγαινε και σε ελληνικό σχολείο τα απογεύματα για να μάθω να γράφω, να μιλάω, να εκπαιδευτώ στον Όμηρο, να λέω ποιήματα στις εθνικές επετείους και να κρατάω την ελληνική σημαία, γιατί – το πιστεύεις είτε όχι – ήμουν η καλύτερη μαθήτρια εκεί. Οπότε με ενοχλούσε που δεν μου αναγνωριζόταν έστω αυτό. Κατανοούσα μολαταύτα πως μια καριέρα στην ελληνική τηλεόραση απαιτούσε και άρτια εκφορά της ελληνικής.
Αυτό όμως δε γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη για έναν άνθρωπο που έζησε 17 χρόνια στη Γερμανία. Θέλει χρόνο. Κι εγώ δεν πίεσα ποτέ κανέναν να με βάλει στην τηλεόραση. Δεν κοιμήθηκα με κάποιον, δεν μπήκα σε μια κλίκα για να μου δίνουν θέσεις. Η τηλεόραση ήρθε με κάποιον τρόπο σε μένα. Με άρπαξαν και με έβαλαν σε αυτή αποδεχόμενοι ότι δεν μιλάω άψογα τα ελληνικά.
Κι εγώ επέλεξα αυτό που οι άλλοι μου πρόσαπταν, να το κάνω πλεονέκτημα και να το έχω ως το στοιχείο που με έκανε να ξεχωρίζω, δίχως να παραμελώ την προσπάθεια μου να καλυτερεύσω τα ελληνικά μου. Έκανα ορθοφωνία για να φύγει η γερμανική προφορά, ρωτούσα χωρίς ντροπή όταν δεν ήξερα μια λέξη.
Όμως η εικόνα της ξανθιάς χαριτωμένης λολίτας με τα σπαστά ελληνικά φαίνεται πως επικρατεί ακόμα και δύσκολα θα μου αναγνωρίσουν κάποιοι ότι έχω προοδεύσει σε αυτό το κομμάτι. Ίσως κι εγώ να μην μπήκα στη διαδικασία να επικοινωνήσω μια διαφορετική εικόνα, αυτό που είμαι σήμερα, μια 30χρονη καστανομάλλα γυναίκα. Δεν έκατσα να διεκδικήσω κάτι άλλο στην τηλεόραση για παράδειγμα. Αυτό σίγουρα δείχνει πως δεν είναι προτεραιότητα για μένα σε αυτή την περίοδο της ζωής μου.
Όλο το παραπάνω στην τελική καταλήγει θέμα συστήματος και έλλειψης επαγγελματισμού. Είναι ο συνολικός προσανατολισμός της ελληνικής βιομηχανίας θεάματος, ίσως και όχι μόνο αυτής. Θεωρείσαι καλλιτέχνης ή προϊόν, άρα επικεντρώνεσαι σε αυτό που θέλεις να πλασάρεις. Εγώ σαν Λάουρα είμαι υπεύθυνη και για την ουσία της δουλειάς μου και για το pr μου, για την εικόνα που υπάρχει για μένα εκεί έξω, για την γενικότερη διαχείρισή του εαυτού μου. Αυτό δεν θα έπρεπε να είναι έτσι.
Θα έπρεπε να φροντίζει το κανάλι να βάζει στα πρόσωπα που πιστεύει και επενδύει, 2-3 ανθρώπους με γνώσεις στο media-pr-booking management και να τους δίνει τα εφόδια να διαχειριστούν αυτό για το οποίο προσλήφθηκαν, δηλαδή το τηλεοπτικό περιεχόμενο. Δε γίνεται να παίρνεις ένα πρόσωπο με συμβόλαιο 3-4 ετών και να το πετάς κατευθείαν στα βαθιά και να περιμένεις να σου φέρει στον πρώτο μήνα 20 και 30%.
Τα κανάλια σε παίρνουν 2 βδομάδες πριν ξεκινήσει η εκπομπή, σε βάζουν με ανθρώπους που πιθανώς δεν τους ήξερες, και σου ζητούν άμεση επιτυχία. Κι ενώ βλέπουν κάθε μα κάθε φορά ότι αυτό δεν τραβάει, δεν έχει αποδοτικότητα, δεν το αλλάζουν. Επιμένουν στο ίδιο τροπάριο. Δεν ασχολούνται με την προετοιμασία που απαιτείται για να φτάσει ένα πρόσωπο να ηγηθεί μπροστά από τις κάμερες.
Κι αυτό συμβαίνει γιατί μπροστά και πίσω από τις κάμερες υπάρχουν άτομα με ένα τεράστιο κενό στο εγώ τους. Αυτό που λένε “δώσε λεφτά και εξουσία σε ένα άτομο και θα καταλάβεις τι είναι”, το βλέπεις κάθε στιγμή σε αυτή τη δουλειά. Προσπαθούν να γεμίσουν αυτό το κενό τους με συμπεριφορές που εκ προοιμίου θα οδηγήσουν σε αστοχία. Κι αν δεν οδηγήσουν, θα είναι κάτι σπάνιο και τυχαίο, όχι βασισμένο στα λογικά δεδομένα.
Σου λέει ο άλλος “εγώ είμαι 30 χρόνια στην τηλεόραση, πού πας εσύ το 20χρονο τσουτσέκι να μου υποδείξεις” και δεν αποδέχεται την όποια ιδέα μπορείς να του προσφέρεις».
Η στιγμή που μετακόμισα εδώ στην Ελλάδα, που ξαφνικά στα 17 μου είχα να κοιτάξω ένα νοικοκυριό, να ασχοληθώ με το ΤΕΒΕ, να γεμίσω το ψυγείο μου, ήταν η στιγμή που ένιωσα να κάνω πράγματα πέρα από την ηλικία μου.
«Θα πίστευε κανείς ότι επειδή είχα την πορεία στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο θα με περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες. Όμως, όταν ξεκίνησα στα 25 μου, βρήκα πολλές κλειστές πόρτες. Δέχτηκα αρκετή απόρριψη μέχρι κάποιος να πιστέψει σε μένα και αυτό που μπορώ να συνεισφέρω ως προσωπικότητα. Παρόλο που είχα πια μια εντελώς άλλη αντίληψη όταν επέλεξα να δοκιμάσω ραδιόφωνο. Δεν ήμουν η 17χρονη Λάουρα, είχα μάθει από τα λάθη μου, είχα εμπειρία και εξέλιξη.
Για τη γερμανική τηλεόραση που με ρωτάς, είχε υπάρξει στο παρελθόν μια επικοινωνία, είχα πάει να κάνω και κάστινγκ. Δεν ξέρω γιατί δεν ευδοκίμησε αυτό. Σκεπτόμενη όμως να πάω στη Γερμανία και να δοκιμάσω την τύχη μου εκεί, ένιωσα, επειδή κι εδώ στην Ελλάδα ήταν πολύ δύσκολο το ξεκίνημα, ότι θα κάνω ένα restart που δεν ένιωθα έτοιμη να κάνω. Ακόμα κι αν μιλάμε για τη χώρα που ζουν οι δικοί μου. Αυτό που έζησα εδώ από τα 17 ως τα 20 μου, αν το γνώριζα πριν έρθω, μάλλον δεν θα ερχόμουν.
Σίγουρα κέρδισα πολλά, γιατί αντιλαμβάνομαι μια εξέλιξη στην προσωπικότητα μου, που συγκρίνοντας με τους συνομιλήκους μου στη Γερμανία, αισθάνομαι ότι έχω μια εμπειρία ζωής παραπάνω, άρα για κάποιο λόγο μου δόθηκε αυτό, αλλά…μου βγήκε η πίστη μέχρι να φτάσω εδώ».
«Η στιγμή που μετακόμισα εδώ στην Ελλάδα, που ξαφνικά στα 17 μου είχα να κοιτάξω ένα νοικοκυριό, να ασχοληθώ με το ΤΕΒΕ, να γεμίσω το ψυγείο μου, ήταν η στιγμή που ένιωσα να κάνω πράγματα πέρα από την ηλικία μου. Βιολογικά ήμουν 17, αλλά ψυχικά είχα περάσει ηλικιακά στάδια.
Δεν θα ξεχάσω που χρειάστηκε να ανοίξω μπλοκάκι, ενώ την ίδια περίοδο έπρεπε να κουμαντάρω ένα σπίτι και να αγοράσω αυτοκίνητο, να μάθω να οδηγώ στην Αθήνα με τα…οδικά έθιμα των Ελλήνων και να διαχειριστώ μια καριέρα στην ελληνική σοουμπίζ με τρομακτικές για μια σχεδόν ενήλικη κοπέλα απαιτήσεις.
Εγώ 17 χρονών και γύρω μου, συνάδελφοι και καλλιτέχνες που έρχονταν στο MAD, όλοι από 25 χρονών και πάνω. Εκεί βίωνα για τα καλά την αίσθηση ότι δεν είμαι 17 ετών. Δεν είχα μια ζωή χωρίς έννοιες, δεν έκανα φοιτητική ζωή ανέμελη. Σπούδασα, αλλά δεν έκανα φοιτητική ζωή κι αυτό είναι κάτι που μου λείπει μέσα μου.
Είχα το νου μου στο πώς να γεμίσω το ψυγείο μου. Δεν είχα τον μπαμπά μου να μου στέλνει λεφτά, ήμουν μια 17χρονη σε μια άγνωστη ελληνική κοινωνία που μόλις έμπαινε στην κρίση κι επειδή δεν ήξερα καλά ελληνικά, νόμιζα πως με αντιμετωπίζουν σαν χαζή οι πάντες. Δεν ήξερα να οριοθετούμαι γιατί φοβόμουν. Δεν είχα να γυρίσω σε μια φωλιά, σε ένα σπίτι με ανθρώπους που ήξερα ότι με αγαπούν ό,τι κι αν γίνει. Αυτό με έκανε να μάθω να βάζω τα όρια μου και ως και σήμερα το δουλεύω, δεν έχω κατασταλάξει».
Υπάρχει η λογική ότι αφού έχεις ήδη εκτεθεί στην τηλεόραση, αν δε συνεχίσεις, σημαίνει πως απέτυχες ή δεν σε θέλει κανείς και ξαφνικά γίνεται κάπως τζιζ να χτυπήσεις εσύ πόρτες
«Δεν θα έλεγα ότι μένω πεισματικά στο παρελθόν και ότι μειώνω τις νέες εμπειρίες προς τέρψιν των παλαιών. Κάνω την καταμέτρηση της κάθε εμπειρίας ξεχωριστά και κοιτάζω ποια εφόδια πήρα ώστε από την εμπειρία αυτή να πάω στο επόμενο στάδιο. Θα έλεγα πως περισσότερο με ενθουσιάζει αυτό που θα ακολουθήσει, γιατί νιώθω ότι πέρασα μια διαδικασία ωρίμανσης. Αυτό που θα έρθει με συναρπάζει κι ας ξέρω πως θα έρθει με χίλια δυο εμπόδια, γιατί ούτως ή άλλως είναι μέρος της διαδικασίας αυτό. Πολλώ δε σε αυτή τη χώρα, σε αυτή την εποχή.
Σε αυτό ίσως με έχει βοηθήσει ότι δε μπαίνω στη λογική να ονομάσω αποτυχία ή επιτυχία κάτι που μου συνέβη. Είναι βαριές λέξεις. Εγώ τα λέω λάθη ή σωστά μου. Ναι, πέρασα μια περίοδο που ήμουν drama queen και έμπαινα σε διαδικασία αυτολύπησης. Προσπαθώ όμως πια, ακόμα κι όσα προέκυψαν από λάθη μου, να δω πως κάτι που συνέβη, γίνεται για να πάω από ένα σημείο που στόχευα σε ένα άλλο, ώστε να αποκομίσω κάτι εντελώς διαφορετικό.
Στο ξεκίνημα της τηλεοπτικής μου πορείας τα πράγματα πήγαιναν κάπως μόνα τους, γιατί δεν ήξερα που βρίσκομαι και τι κάνω. Όταν πήγα στην Ά Εθνική της τηλεόρασης, είχα πάρα πολλές προτάσεις και δεν ήξερα πού να πάω και τι να επιλέξω. Δεν είχα όμως εμπειρία ως τηλεθεάτρια ώστε να κρίνω καλύτερα τα πρόσωπα που μου πρόσφεραν κάποιες επιλογές. Μετά το Πρωινό λοιπόν πίστευα ότι η πορεία μου στην τηλεόραση είχε τελειώσει.
Το αναγνώριζα αυτό και μπορώ να σου πω πως με στενοχωρούσε. Προχωράω όμως παρακάτω και τότε αρχίσω την προσπάθεια για να μπω στον κόσμο του ραδιοφώνου που ήταν με το ζόρι στην αρχή. Το ότι όμως εκείνο το διάστημα δε μου έβγαινε η τηλεόραση, με ώθησε να κυνηγήσω κάτι. Υπήρχε τότε και η λογική ότι αφού έχεις ήδη εκτεθεί στην τηλεόραση, αν δε συνεχίσεις, σημαίνει πως απέτυχες ή δεν σε θέλει κανείς και ξαφνικά γίνεται κάπως τζιζ να χτυπήσεις εσύ πόρτες.
Πρέπει να περιμένεις να σου κάνουν πρόταση, ειδάλλως είσαι απελπισμένη. Κι αν κανείς δε σου προτείνει, πρέπει να μείνεις άνεργη, αλλιώς είσαι ένα τίποτα. Αυτό πιστεύει και ο κόσμος και οι άνθρωποι στην τηλεόραση, ότι είναι ντροπή να ζητάς εσύ δουλειά στην τηλεόραση. Κι αυτό είναι κάτι που χωρίς εμπειρία και ψυχική ισορροπία, δεν είναι διαχειρίσιμο και μπορείς εύκολα να βυθιστείς στα υπαρξιακά σου.
Τότε ευτυχώς μπήκα στα περιοδικά του ΑΝΤ1, πήρα απόσταση από την τηλεόραση, την απομυθοποίησα κιόλας, χάρη και στην ψυχοθεραπεία που έκανα επειδή είχα χάσει τον μπαμπά μου, και σε πληροφορώ ότι η εργασιακή μου εμπειρία εκεί ήταν κάτι υπέροχο και είμαι ευγνώμων γι΄αυτό.
Τότε ήταν που μου ήρθε η πρόταση για το Survivor – μου είχαν μόλις κλέψει το σπίτι τότε και ήθελα απλώς να φύγω από τη ζωή μου εδώ, γι΄αυτό αποδέχτηκα την πρόταση – και είναι η εμπειρία που πήρα από τα περιοδικά που με έκανε να διαχειριστώ μετέπειτα την εικόνα της Λάουρας προς τον κόσμο. Προσπαθώ λοιπόν να μου υπενθυμίζω όλη αυτή την πορεία που με βοήθησε».
Όταν πρωτοήρθα εδώ με θεωρούσαν χαζή, χαζοχαρούμενη, ότι ζω στην κοσμάρα μου. Σήμερα μπορώ να αντιληφθώ γιατί το θεωρούσαν αυτό.
«Έχω μεγαλώσει με μια πολύ διαφορετική αντίληψη και από μικρή ήμουν πολύ χαρούμενη στις παρέες μου και τις διαπροσωπικές μου σχέσεις. Είχα πάντα αυτό το χαμόγελο που δείχνει ότι χαίρομαι να βλέπω τον άλλον. Όταν πρωτοήρθα εδώ με θεωρούσαν χαζή, χαζοχαρούμενη, ότι ζω στην κοσμάρα μου. Σήμερα μπορώ να αντιληφθώ γιατί το θεωρούσαν αυτό. Τις πρώτες φορές που έμπαινα στο λεωφορείο τότε, έβλεπα θλιμμένα πρόσωπα, μίζερες εκφράσεις. Ακόμα και σήμερα δύσκολα θα δω έναν άνθρωπο που η πρώτη του έκφραση θα είναι χαράς. Εγώ δεν είμαι έτσι. Κι αυτό το νιώθω πάρα πολύ στο ραδιόφωνο. Ευτυχώς έχω μια πάρα πολύ καλή συνεργασία με τον Σπύρο τον Μαργαρίτη.
Η όλη συζήτηση που κάνουμε σε κάθε εκπομπή, γεμάτη σεβασμό και χωρίς εγωισμούς, μας έχει φέρει μια ηρεμία και η ηρεμία αυτή εμένα με χαροποιεί πραγματικά, το να βλέπω στα μάτια του άλλου πως υπάρχει συνεννόηση και πως κατανοούμε και οι δύο ότι υπάρχει αρκετός χώρος, δεν χρειάζεται κάποιος να καπακωθεί. Δεν φοβάμαι να εκφραστώ επίσης στο ραδιόφωνο. Στο ραδιόφωνο επειδή υπάρχει η μαγεία της κοινότητας, επειδή η φωνή σου συντροφεύει ανθρώπους και σε νιώθουν δικό τους, δε γίνεται να μην αισθανθείς μια πληρότητα επικοινωνίας. Άρα εύλογα για μένα υπάρχει αυτό το χαμόγελο που θα δει κανείς στα stories μου από το στούντιο.
Συνέβαλλε σε όλο αυτό κι ότι τώρα πια έχω βρει την ταυτότητά μου. Με βοήθησε πολύ ο Νικόλας Ράπτης σε αυτό που έχει μεγάλη εμπειρία από το ραδιόφωνο. Απ΄αυτή τη διαδικασία συνάντησα τον εαυτό μου και πήρα μια διαδρομή που την νιώθω σωστή, συμβατή με τα θέλω μου».
Γαντζωνόμουν στις ερωτικές μου σχέσεις, οι οποίες ήταν ή κατέληγαν χειριστικές προς εμένα. Είχα λάθος και χειριστικούς ανθρώπους δίπλα μου, αλλά ήταν κάτι που εκείνη την εποχή νόμιζα ότι χρειαζόμουν.
«Εγώ βλέπω και νιώθω τους δικούς μου ανθρώπους κι ας είναι μακριά μου. Τη γιαγιά μου και τον μπαμπά μου που τους έχω χάσει, τους βλέπω πολύ στον ύπνο μου. Ιδίως όταν έχω τρομερές δυσκολίες, όταν κάτι μου φαίνεται βουνό, βλέπω τον μπαμπά μου. Τις προάλλες μάλιστα, επειδή ήταν κάτι επαγγελματικό αυτό που με πίεζε μέσα μου, είδα μέχρι και τον Θέμο Αναστασιάδη που ήταν ο τηλεοπτικός μου πατέρας. Τον βλέπω συχνά να μιλάει με τον πατέρα μου και να συζητούν για μένα. Κι όταν ξυπνάω, πιστεύω ότι θα βρω τελικά τη λύση σε αυτό που με βασανίζει.
Πιστεύω πάρα πολύ στο κομμάτι της ενέργειας. Όχι μόνο με την επιστημονική της έννοια, αλλά και με την πιο θεολογική. Πηγαίνω δηλαδή στην εκκλησία να ανάψω ένα κεράκι όταν δε νιώθω καλά, κάνω και την εξομολόγησή μου. Αυτό ειδικά βοηθάει πολύ, αν έχεις βρει κιόλας έναν καλό εξομολογητή. Λειτουργεί πολύ ψυχοθεραπευτικά να νιώθεις ότι έχεις τη θεϊκή ευλογία».
«Από πριν χάσω τον πατέρα μου, είχα μια τάση προς τη μοναξιά, αλλά προσπαθούσα να την καλύψω με λάθος τρόπο. Γαντζωνόμουν στις ερωτικές μου σχέσεις, οι οποίες ήταν ή κατέληγαν χειριστικές προς εμένα. Είχα λάθος και χειριστικούς ανθρώπους δίπλα μου, αλλά ήταν κάτι που εκείνη την εποχή νόμιζα ότι χρειαζόμουν. Ουσιαστικά δεν ήμουν σε θέση να σταθώ μόνη μου στα πόδια μου, γιατί δεν ήρθε ένας ομαλός τρόπος να το μάθω. Ο απογαλακτισμός μου συνέβη απότομα, δεν ήταν κάτι σχεδιασμένο από καιρό. Γεια σας, έφυγα και πάω στον πιο δύσκολο επαγγελματικό χώρο που υπάρχει.
Με την απώλεια του μπαμπά μου πέρασα από πολλά στάδια, έπιασα πάτο σε όλα τα επίπεδα, δε μπορούσα να διαχειριστώ τη ζωή. Πήγα τότε σε ψυχολόγο και θυμάμαι ότι η πρώτη ερώτηση που μου έκανε ήταν γιατί πήγα σε αυτήν. Της είπα λοιπόν ότι έχω χάσει τον μπαμπά μου και δεν ξέρω πια ποια είμαι. Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μου στην ψυχοθεραπεία. Με αφορμή αυτή την τεράστια για μένα απώλεια αντιλήφθηκα πράγματα που έκανα και καταστάσεις που είχα ζήσει, μετά από αρκετό καιρό και παρατήρηση.
Έμαθα έτσι να είμαι αυτάρκης, να στέκομαι στα πόδια μου και να μη θεωρώ πως έχω ανάγκη μια σχέση προκειμένου να υπάρχω, να είμαι ευτυχισμένη κτλ. Ούτε να θεωρώ ότι η αξία μου καθορίζεται από την τηλεόραση. Έμαθα να καθορίζω τη ζωή μου με τον τρόπο που με κάνει να αισθάνομαι καλά».
Έχω πεινάσει, έχω περάσει περιόδους που δεν είχα να βάλω τίποτα στο ψυγείο μου και είχα μέρες που περνούσα με ένα ευρώ για να φάω
«Είμαι πολύ των μελλοντικών σχεδίων. Έχω όνειρα τα οποία, δε σου κρύβω, σε σχέση με αρκετά χρόνια πριν έχουν αλλάξει. Έχουν αλλάξει όμως σύμφωνα με αυτά που ξέρω σήμερα, με την αντίληψη του εαυτού μου στο σήμερα. Ξέρω δηλαδή τώρα καλύτερα τι θέλω και πάνω σε αυτό τοποθετώ τους στόχους μου. Χωρίς στόχους δεν μπορώ να λειτουργήσω.
Σίγουρα είναι καλό να βλέπεις τα πράγματα μέρα τη μέρα, είναι λιγότερο πιεστικό και είναι κάτι που προσπαθώ να δουλέψω πάνω μου, να μην είμαι control freak. Είναι κουραστικό, σχεδόν εξαντλητικό όπως το ζω. Εκεί έρχεται η σκέψη του να αφήσω τη ζωή να προχωρήσει, να γίνει κάτι που έρχεται χωρίς να το εμποδίζω και να πάψω να είμαι drama queen που λέγαμε πριν».
«Έχω την αίσθηση ότι ο τόσο απότομος αποχωρισμός μου με το σπίτι των γονιών μου όπου έζησα όλη μου τη ζωή, μου έκανε πιο δύσκολο να συνδεθώ σε σχέσεις με ανθρώπους, αντικείμενα, σπίτια. Προσπαθούσα να γεμίσω διαφορετικά το κενό αυτό στην αρχή, θεωρούσα οικογένεια μου κάθε χώρο στον οποίο δούλευα. Κι όταν μετά ήρθε η πρώτη μου απόλυση εκεί, ήταν πολύ βαρύ για μένα. Θυμάμαι να κλαίω για 2 βδομάδες σερί και να είμαι χάλια.
Έβλεπα εκεί ότι η σύνδεση με κάτι κοβόταν και αυτό έγινε συνεχές βίωμα για μένα, ώστε δε μπορούσα να συνδεθώ σωστά με τίποτα. Πήγα δηλαδή στο άλλο άκρο, σε κάτι εξίσου extreme. Κι αυτό είναι κάτι που προσπαθώ να αλλάξω στη ζωή μου, να μην πάω από το μαύρο στο άσπρο και ανάποδα, αλλά να δω και πως είναι τα πράγματα στο γκρίζο, σε μια μέση λύση.
Κοιτούσα τους ανθρώπους καχύποπτα, σκεφτόμουν ότι θέλουν να μου κάνουν κακό κι ότι θα πάθω ζημιά από τον καθένα. Τότε που το ζούσα αυτό, ακόμα και στις φιλίες συνδεόμουν με λάθος άτομα μόνο και μόνο για να μπορώ να πω ότι έχω φίλους. Κάτι που αν ήμουν στη Γερμανία, στο safe περιβάλλον μου, δεν θα το έκανα, γιατί είχα μια γνώση του ποιον έχω ανάγκη στη ζωή μου και ποιον όχι. Πολύ περισσότερο τι μπορεί να μου προσφέρει ο κάθε φίλος και τι μπορώ να του προσφέρω κι εγώ. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι στη ζωή μας για τους ίδιους λόγους. Υπάρχει διαφορετικό επίπεδο επικοινωνίας και διαφορετικός κοινός τόπος.
Οπότε οι πολλές σφαλιάρες από φιλίες, με έσπρωξαν προς μια αδυναμία σύνδεσης. Γι΄αυτό ενδεχομένως να μη μπήκα ποτέ σε μια τηλεοπτική κλίκα που θα μπορούσε να μου προσφέρει τη δυνατότητα να δουλεύω κάθε χρόνο στην τηλεόραση και θα συντηρείται το όνομα μου. Όλο αυτό το έχω αναγνωρίσει σήμερα και προσπαθώ πια να είμαι ανοιχτή και να μη φοβάμαι τους ανθρώπους».
«Επειδή έχω πεινάσει, επειδή έχω περάσει περιόδους που δεν είχα να βάλω τίποτα στο ψυγείο μου και είχα μέρες που περνούσα με ένα ευρώ για να φάω, τα όποια λεφτά έβγαλα από το Survivor τα έβαλα στην άκρη και δεν τα σπατάλησα σε εξωφρενικές αγορές, γιατί περίμενα ότι θα έρθει κάποια στιγμή που θα χρειαστούν. Και τώρα ήρθε η πανδημία και ξέρω ότι έχω περάσει πολύ χειρότερα απ΄αυτό, οπότε δεν με ενοχλεί να μπω σε έναν περιορισμό τόσων πολλών πραγμάτων».
«Το ιδανικό μου μέλλον είναι απλό για μένα. Θέλω να καταφέρνω να τα έχω καλά με τον εαυτό μου, να με ανακαλύπτω περισσότερο, να βλέπω κάθε φορά μια καλύτερη μου εκδοχή. Να αντεπεξέρχομαι σε αυτόν τον κόσμο με λίγα λόγια. Θα ήθελα να έχω τη δουλειά που με ευχαριστεί και με κάνει χαρούμενη, ώστε το βράδυ στον διαλόγισμο μου να είμαι καλά με εμένα. Όποια δουλειά κι αν είναι αυτή, είτε στην τηλεόραση είτε σε μια πολυεθνική.
Θέλω επίσης να κάνω πέντε παιδιά. Τρία μίνιμουμ. Θέλω τις Κυριακές να γίνεται πανζουρλισμός στο σπίτι. Επειδή είμαι από οικογένεια με μια αδερφή και έφυγα μικρή από αυτή και τις οικογενειακές μαζώξεις, έχω μέσα μου ένα κενό που θέλω να το εξισορροπήσω με την δική μου πολυπληθή οικογένεια».
*Φωτογραφίες: Παναγιώτης Τζάμαρος