Πριν από 2-3 χρόνια έτυχε να γράψω ένα κείμενο για ραδιοφωνικές φωνές που έχουν περπατήσει χιλιόμετρα στο ελληνικό ραδιόφωνο και έχουν καταθέσει έναν χαρακτήρα και μια ταυτότητα. Ανάμεσα τους ήταν η Γιώτα Τσιμπρικίδου.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι, όταν μιλάμε για μια γυναίκα που εξελίχθηκε και πρωτοστάτησε σε ένα μέσο που σε αρκετές περιπτώσεις καταπίεζε τη γυναικεία φωνή και την ήθελε γλάστρα του άντρα συμπαρουσιαστή;
Αυτό το κείμενο έφερε την πρώτη μας επαφή μέσω social media και τότε την είχα προειδοποιήσει πως θα έρθει η στιγμή που θα κάνουμε κανονικά συνέντευξη. Το πράγμα αφέθηκε για καιρό στη μοίρα του – της έχω άλλωστε τυφλή εμπιστοσύνη της μοίρας. Και δε λάθεψα.
Σε ένα εντελώς άλλο timing, στο οποίο η Γιώτα Τσιμπρικίδου δεν είναι κάπου ραδιοφωνικά – «θα επιστρέψω σύντομα, δεν αντέχω άλλο χωρίς ραδιόφωνο» μου λέει – ακούω κάποια από τα podcast που έχει ξεκινήσει να κάνει, τα Art Podcasts όπως τα λέει, επιτρέπω στη σκέψη να πάρει καλύτερο σχήμα μέσα μου, να ωριμάσει και πριν από περίπου 3 εβδομάδες της στέλνω για να γίνει αυτό που δεν έγινε τότε. Και έγινε.
Συναντηθήκαμε λίγες ημέρες πριν ανοίξει η εστίαση, στην πλατεία Αγίας Παρασκευής, μια μέρα που είχε ήλιο, αλλά είχε και ένα κλιμακωτό κρύο. Η πλατεία έσφυζε από φωνές και νομίζω ότι την έκανα να νιώσει σαν 15χρονη που συναντιέται με την παρέα της σε πλατεία μπροστά από εκκλησία.
Η κουβέντα μας ξεκίνησε από τα πρώτα της βήματα στο φωνητικό κομμάτι, το οποίο απαντάται πολύ πιο πίσω χρονικά απ΄όσο θα φανταζόμασταν, σε ηλικία 5 ετών, όταν ο μπαμπάς της που έκανε την ίδια δουλειά, είδε σε εκείνη κάτι που θα μπορούσε να γίνει σπουδαίο. Από τη Δράμα, όπου ζούσε η οικογένεια της και γεννήθηκε, η Γιώτα έμαθε από νωρίς πώς να μετασχηματίζει τη φωνή της, πώς να προσαρμόζει το ηχόχρωμα σε αυτό που καλείται να πει και την έκανε το επαγγελματικό της εργαλείο. Είχε καταλάβει ότι η φωνή της θα της ανοίξει τα μονοπάτια που ήλπιζε στη ζωή της.
Η απώλεια του μπαμπά της σε ηλικία 15 ετών θα μπορούσε να την απομακρύνει απ΄αυτό, δεδομένου ότι αποτελούσε κάτι δικό τους, κοινό κι ίσως οι αναμνήσεις να ήταν πολύ επώδυνες. Ίσως τότε να αντιλήφθηκε για πρώτη φορά κι η ίδια τι σημαίνει πραγματική δύναμη, γιατί αυτά που πέτυχε στα επόμενα χρόνια της ζωής της ως σήμερα, δεν είναι επ΄ουδενί ανέγγιχτα από το βίωμα αυτής της απώλειας. Και δεν ήταν η μόνη που την πόνεσε σε μικρή ηλικία…
Τις στιγμές που δεν κάνει το podcast της, για το οποίο έχει δουλέψει πολύ και είναι περήφανη, δίνει τη φωνή της σε σποτάκια στο Star και σε διαφημιστικά. Ή πηγαίνει και διαβάζει εθελοντικά βιβλία σε τυφλούς ανθρώπους σε διάφορες δομές.
Ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις εκείνη τη στιγμή, η φωνή της Γιώτας Τσιμπρικίδου έχει εμφανιστεί σίγουρα στο ηχητικό σου φάσμα μια φορά μες στην εβδομάδα και έχει βουτήξει για τα καλά στο ασυνείδητο σου που δε θα ήταν παράξενο να ξεπεταχτεί σε κάποιο όνειρο ή σε κάποια ανάμνησή!
Το ραδιόφωνο δε μπόρεσα ποτέ να το αφήσω και τώρα που το έχω αφήσει, δεν το έχω αντέξει
«Ο πατέρας μου ήταν εκφωνητής της ΥΕΝΕΔ, γεννήθηκα στη Δράμα και μέχρι τα 18 μου έζησα εκεί. Αφού λοιπόν ήταν εκφωνητής, εγώ έζησα από την πρώτη μέρα της ζωής μου σε χώρο με μικρόφωνα, μουσική, πολύ ραδιόφωνο, με όλη αυτή την κατάσταση. Ο πατέρας μου δοκίμασε τη φωνή μου όταν ήμουν 5 χρονών και μου έδωσε να κάνω ένα διαφημιστικό για κακάο. Θυμάμαι λοιπόν να παίρνω μαξιλάρια, να τα τοποθετώ το ένα πάνω στο άλλο και να στέκομαι σε αυτά για να μπορέσω να φτάσω το μικρόφωνο και να είμαι έτοιμη όταν μου κάνει νόημα ο μπαμπάς μου να πω “κι εγώ πίνω κακάο”.
Οπότε μέχρι τα 15 μου, που πέθανε ο μπαμπάς μου, είχα μπει κανονικά στη δουλειά, γιατί είχε διαφημιστικό γραφείο, δούλευα, ήξερα τι σημαίνει να γράφεις κείμενα, είχα μάθει πώς ακούγεται η φωνή μου, την είχα ηχογραφήσει πολλές φορές…Η επαγγελματική επένδυση αυτού που έκανα ήρθε μεν αργότερα, αλλά δε μπορώ να πω ότι έκανα κάτι ερασιτεχνικό, γιατί ήμουν σε ένα τμήμα της δουλειάς του μπαμπά μου».
«Ως παιδί και μετά ως έφηβη, δε θα μπορούσε κάποιος να με καθοδηγήσει με πιστότητα για το πώς να τοποθετώ τη φωνή μου, γιατί αυτή άλλαζε στο πέρασμα των ετών, άλλαζαν οι αντιδράσεις της φωνής σε πολλά ερεθίσματα. Το έμαθα εμπειρικά. Προσπάθησα να καταλάβω την διαφορετική τοποθέτηση που είχε ο πατέρας μου σε κάθε διαφορετική εκφώνηση, αν ήταν δηλαδή μια ενημερωτική τοποθέτηση, μια πιο αισθησιακή ή κάτι άλλο.
Η τοποθέτηση, οι διαφραγματικές ανάσες και όλα όσα σημαίνει το να είσαι voice actor, ήρθαν αργότερα για μένα, όταν το σπούδασα μαζί με τη δημοσιογραφία».
«Εγώ στα 18 μου ήθελα να φύγω από τη Δράμα, ήθελα να σπουδάσω Νομική. Δεν πέρασα, πέρασα Φιλολογία, δεν πήγα ποτέ και κατέβηκα στην Αθήνα με αφορμή ένα κάστινγκ που έκανε ο Νίκος Μαστοράκης για το Αργά. Ήταν τότε κορυφαία εκπομπή και ο Μαστοράκης έκανε δοκιμαστικό για παρουσιαστές τοπικών καναλιών. Εγώ είχα ήδη μπει στο αντικείμενο, αφού στη Δράμα παρουσίαζα δελτία ειδήσεων, συγχρόνως με τις Πανελλήνιες. Με είδε ο Μαστοράκης μέσα από κάποιες κασέτες και έτσι μπήκα στον διαγωνισμό που έγινε.
Κατέβηκα στην Αθήνα, δεν είχα καν μπει στη σχολή τότε, επιλέχθησαν κάποιοι άνθρωποι, οι τελικές επιλογές θα είχαν την ευκαιρία να δουλέψουν στο Radio Gold, που το είχε χτίσει τότε ο Νίκος και το έχει ακόμα, και έτσι ξεκίνησα ως δημοσιογράφος σε σχολή και στο ραδιόφωνο».
«Πολύ γρήγορα εμφανίστηκε και η τηλεόραση. Δε με φανταζόμουν ως τότε παρουσιάστρια. Μπορούσα μόνο να πω ότι δε με φανταζόμουν με τίποτα χωρίς ραδιόφωνο. Οπότε το γεγονός ότι 24 συναπτά έτη είχα το ραδιόφωνο στη ζωή μου, δεν είναι τυχαίο. Δεν υπήρξε ποτέ περίοδος, εκτός του τελευταίου έτους, που να μη βρίσκομαι μπροστά από ένα μικρόφωνο και μια κονσόλα και να καλωσορίζω τους ακροατές. Η τηλεόραση ήρθε εντελώς αναπάντεχα.
Με έστελναν σε κάποιες οντισιόν, πήγαινα, δεν είχα αποφασίσει αν ήταν κάτι που θέλω και έφτασα να παρουσιάζω εκπομπές για 8 ολόκληρα χρόνια. Την τηλεόραση όμως την άφησα σε αρκετές περιπτώσεις, το μπροστά από την κάμερα τουλάχιστον. Το ραδιόφωνο δε μπόρεσα ποτέ να το αφήσω και τώρα που το έχω αφήσει, δεν το έχω αντέξει, γι΄ αυτό και θα επανέλθω».
«Στα επαγγελματικά μου όλα αυτά τα χρόνια υπήρξαν σχέσεις στις οποίες έμεινα σταθερά, όπως με το Star, όπου για 17 χρόνια τώρα δίνω τη φωνή μου στο κανάλι, εκφωνώ σποτάκια, υπάρχουν όμως και πράγματα στα οποία ήθελα να εξελίσσομαι και δεν ήθελα να μένω πεισματικά σε καταστάσεις που έβλεπα ότι δεν έχουν κάτι άλλο να μου δώσουν.
Ραδιοφωνικά, σε όσους σταθμούς δούλεψα έμεινα αρκετά χρόνια, αλλά βρέθηκα σε διαφορετικές ζώνες, είχα κι άλλα πόστα, μετακινήθηκα αρκετά. Ήμουν στον Gold για 4 χρόνια. Μετά μπήκα στον όμιλο του Village και έμεινα για 10 χρόνια, δουλεύοντας 7 ημέρες την εβδομάδα, γιατί δούλευα ταυτόχρονα και στον Village Fm και στον Λάμψη 92.3, που ήταν τότε στην ίδια στέγη. Κάποια στιγμή αυτό είχε ημερομηνία λήξης κι έτσι βρέθηκαν στον Δρόμο 89.8 για 6 χρόνια. Τότε ήρθε στη ζωή μου ο Sfera 102.2, αυτή η σχέση διανθίστηκε με τον νεοφερμένο Μουσικό 98.6, όπου είχα τη διεύθυνση επικοινωνίας, ήρθαν οι εβδομάδες ελληνικής μουσικής και τόσα άλλα…»
«Στον Sfera είχα βάλει στόχο να φτάσω την εκπομπή στο νούμερο 1. Όταν το κατάφερα αυτό και άρχισα να κατανοώ πως μεγαλώνω, πως μου αρέσουν άλλα ακούσματα, πήρα την απόφαση να σταματήσω. Έκλαψα με μαύρο δάκρυ με αυτή την επιλογή, αλλά ταυτόχρονα το ήθελα και πολύ σε εκείνο το σημείο.
Η ενασχόληση με τον Μουσικό, αυτό που χτίσαμε με την υπόλοιπη ομάδα, κατάλαβα ότι η επαφή μου με αυτό το είδος μουσικής που παίζαμε και παίζει ακόμα ο σταθμός – δεν ξέρω τώρα αν λέγεται έντεχνη, το καλό ελληνικό τραγούδι ή κάτι άλλο – με γέμιζε πιο πολύ. Κι όσο περνάει ο καιρός, οι καλλιτέχνες που ήξερες μεγαλώνουν και εμφανίζονται άλλοι. Ένιωσα κάπως μέσα μου κι εγώ ότι ίσως δε με καλύπτει το να παίζω ραπ, τραπ και ό,τι άλλο λογίζεται ως σύγχρονη, μοντέρνα ελληνική μουσική.
Ένιωσα ότι ήθελα να κάνω και κάποια άλλα πράγματα. Σε όλα τα ραδιόφωνα που βρέθηκα, περνούσα κάθε μέρα τουλάχιστον 10 ώρες. Πήγαινα με το φως της ημέρας και έφευγα με σκοτάδια. Είχα παρατήσει πράγματα που ήθελα, όπως τις εκφωνήσεις, επομένως μαζεύτηκαν πολλά μέσα μου που με ώθησαν στο podcast και την αποχή από το ραδιόφωνο».
Αν έπρεπε να σου επιλέξω ένα χαρακτηριστικό για την ιδανική φωνή, θα σου έλεγα την ευγένεια
«Εγώ, αν εξαιρέσεις μια σεζόν, δεν έχω κάνει ποτέ ντουέτο στο ραδιόφωνο. Όλα τα χρόνια είχα πάντα τη ζώνη 10-1 ή 10-2. Αυτές είναι ζώνες που πάντα τοποθετούνται χαρούμενες αισιόδοξες φωνές που μπορούν προωθητικά να δώσουν καλά το εμπορικό κομμάτι. Είμαστε 10 γυναικείες φωνές που το κάνουμε αυτό για χρόνια. Οπότε θα σου πω ότι ισχύει γενικά πως πολλές γυναίκες δέχονται πατρονάρισμα για να χρησιμεύσουν ως σκαλοπάτια, ως πάσες για τους άντρες παρουσιαστές, ενώ μπορεί να είναι τρομερά καλλιεργημένες, με σπουδές, με γνώσεις, με νόηση.
Σε μένα ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν έτυχε, ούτε στη μία χρονιά που δούλεψα με άντρα, τον Μάκη τον Πουνέντη. Ο Μάκης είναι φίλος, γνωριζόμαστε, επομένως δε θα μπορούσε να γίνει αυτό. Είναι πάντως μια κατηγορία ρόλων που στήνονται ραδιοφωνικά και στην τηλεόραση. Εκεί σε μεγαλύτερο βαθμό».
«Η εποχή μας ευτυχώς έχει αλλάξει πολύ κι απομακρύνεται απ΄αυτό. Έχουν γίνει… κοσμογονικά πράγματα και δικαίως έγιναν. Δεν υπήρχε λόγος να υπάρχει η προτεραία κατάσταση και να καλλιεργείται μια άλλη εικόνα για τη γυναίκα εν συνόλω».
«Έχει υπάρξει μεγάλη συζήτηση για την έννοια του σέξι, της σέξι φωνής και κάποιες φορές αρκετοί μπορεί να θεωρούν ότι επειδή η φωνή είναι σέξι, τότε αυτό σημαίνει διάφορα για εμένα, για την ηθική μου, για τη συμπεριφορά μου ως γυναίκα. Αυτό το χαρακτηριστικό στη φωνή, αυτό που λέμε σέξι, είναι κάτι που ο ακροατής μπορεί να το εκλαμβάνει έτσι. Στη φωνή το ωραίο δεν είναι το κατά το κοινώς λεγόμενο σέξι, αλλά το ωραίο κρύσταλλο, που μπορείς να το πλάσεις όπως θες.
Η Πέμυ Ζούνη για παράδειγμα έχει μια πολύ ωραία φωνή και την κάνει ό,τι θέλει. Πολλές φορές βλέπω πως με κατατάσσουν στις αισθησιακές φωνές. Αυτό είναι μόνο μια πλευρά της φωνής μου. Έχω πει ειδήσεις για πολλά χρόνια, εκφωνώ παιδικά… Η ουσία για τον εκφωνητή είναι να χειρίζεται τη φωνή του. Για μένα αισθησιακό και σέξι δεν είναι η φωνή που ακούγεται, αλλά η εναρμόνιση της φωνής με τα λόγια, η προσαρμογή της σε αυτό που καλείσαι να εκφωνήσεις.
Αν ανοίγει το μικρόφωνο και δεν ξέρεις τι να πεις ή δε μιλάς σωστά τη γλώσσα, δεν πα να έχεις την πιο σέξι φωνή, στο μηδέν θα καταλήξει όλο αυτό. Οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί που έχουν διάρκεια, είναι όσοι μιλάνε καλά ελληνικά, έχουν προφανώς μια ευφράδεια, εκμεταλλεύονται την εμπειρία τους, αλλά ταυτόχρονα και δουλεύουν την κάθε εκπομπή, ψάχνουν τα θέματα που θα συζητήσουν, σημειώνουν όλες τις αναφορές που θέλουν να κάνουν. Ειδάλλως δεν πρόκειται να κρατήσει για χρόνια αυτό και δη πια σε εποχές όπως η τωρινή».
«Αν έπρεπε να σου επιλέξω ένα χαρακτηριστικό για την ιδανική φωνή για εμένα, θα σου έλεγα ότι το κύριο χαρακτηριστικό για να μου αρέσει μια φωνή είναι η ευγένεια. Θέλω να ακούω ευγενικές φωνές».
«Δεν αντιμετώπισα ποτέ τον εαυτό μου και την εκπομπή μου με τη λογική των αριθμών, της ακροαματικότητας. Όμως το έκαναν οι άλλοι. Όχι μόνο σε μένα, αλλά και σε άλλους και στους εαυτούς τους τους ίδιους. Εγώ δεν πίστεψα ποτέ ότι έκανα μια κακή εκπομπή. Υπήρχαν οι καλές σεζόν, οι κακές σεζόν, περίοδοι κουραστικές, αλλά ποτέ δε θεώρησα ότι κάτι δεν είναι μια καλή παρέα για τον κόσμο. Αλλά όλοι οι από πάνω μας όφειλαν να μας δουν ως αριθμούς, το κατανοώ. Μέσα απ΄αυτό έμαθα ότι το τοπίο είναι βραδυφλεγές, δεν έχει σημασία αν είσαι πρώτος, αλλά αν έχεις μια διάρκεια σε αυτό που υπόσχεσαι στον κόσμο και τελικά αν το παραδίδεις».
Όλο αυτό που έζησα με τον Village FM δε μπορεί να εμφανιστεί ποτέ ξανά, γιατί είχαμε όλοι μας κι έναν παιδικό ενθουσιασμό ακατανίκητο
«Αυτό που έζησα μαζί με τα άλλα παιδιά στον Village είναι νομίζω μοναδικό στα ελληνικά χρονικά. Όχι μόνο για μας που το ζήσαμε, αλλά γενικά. Ο Village ξεκίνησε στα ελληνικά fm την εποχή που ήρθε και η playlist. Στήθηκε από ανθρώπους που ήξεραν τη δουλειά σε παγκόσμιο επίπεδο. Είχαν έρθει άνθρωποι από την Αυστραλία για να το φτιάξουν όλο αυτό.
Δε θα ξεχάσω, ήμουν παρουσιάστρια τότε στο Tempo και δούλευα στον Gold, που με φώναξαν για να μου πουν ότι με θέλουν για ένα ραδιόφωνο που ακόμα δεν υπήρχε, αλλά θα ετοιμαζόταν, είχα κάνει ραντεβού με τον Πίτερ Γιαμαρέλο πάνω σε κούτες και μου είχε πει “θα έρθουν νέα παιδιά, δεν είναι κανείς γνωστός, θα ξεκινήσουμε όλοι μαζί και σύντομα θα είναι ο σταθμός στην κορυφή”.
Εγώ ήμουν πιτσιρίκα, έφυγα από εκεί και θεωρούσα τρελά όσα μου έλεγαν. Αλλά έγιναν όλα όσα μου είχαν πει. Δουλέψαμε ως ομάδα εξαιρετικά. Ο Κώστας Πετάσης για παράδειγμα, που τώρα έχει φύγει στο εξωτερικό και δεν ασχολείται με το ραδιόφωνο, ήταν μια ολόκληρη σχολή. Εγώ ήμουν στα πρωινά, ήταν η Νάγια Αποστόλου που τώρα είναι στον 95.2, ήταν ο Δημήτρης Μηλιόγλου που τώρα είναι στον Μέντα, είχε έρθει για να κάνει εκπομπή το Σαββατοκύριακο η πολύ πιτσιρίκα τότε Νάντια Μπουλέ και ήταν το μωρό μας, για ένα φεγγάρι είχε περάσει η Σταματίνα Τσιμτσιλή…
Είχε έρθει επίσης η Μαρία Κωνσταντάκη, στα πρώτα της βήματα τότε, είχε αρχίσει να χτίζει την περσόνα της ραδιοφωνικά, ήταν εξαιρετική κι αυτή. Πάνω απ΄όλα βέβαια ήταν το πρωινό με τη Βίκυ Χαντζάκη και τον Κώστα Σιτόπουλο.
Ζήσαμε τόσες μεγάλες επιτυχίες στον Village. Δεν ήταν μόνο οι υψηλές ακροαματικότητες, ήταν η παρέα. Δε θυμάμαι να μαλώσαμε ποτέ. Θυμάμαι πολύ μεγάλα event, ζήσαμε Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν μοναδικές στιγμές.
Είχαμε φέρει τη Σερτάμπ λίγο μετά τη νίκη της στη Eurovision και είχε γίνει πανικός. Τότε νομίζω καταλάβαμε όλοι μας πως είμαστε μέρος σε κάτι πολύ μεγάλο. Άλλο που δε μπορώ να ξεχάσω. Είχαμε αναλάβει τα εγκαίνια του Mall στο Μαρούσι με τον Village. Ήταν ένας τριήμερος εορτασμός. Εγώ έκανα live radio από κει. Δεν είμαι κλειστοφοβική ή αγοραφοβική, αλλά στ΄ορκίζομαι ότι ένιωσα για πρώτη φορά να πνίγομαι, πως θα λιποθυμήσω.
Χιλιάδες κόσμου είχαν περάσει από μπροστά μου για 5-6 ώρες και δε μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα. Το brand του Village ήταν τέτοιο που όλος ο κόσμος είχε έρθει για να ακούσει από κοντά το νούμερο 1 ραδιόφωνο της χώρας. Ήταν σοκαριστικό όλο αυτό για εμένα, σε αυτή την ηλικία που ήμουν τότε.
Την εποχή που έκανα Σαββατοκύριακο στον Villagge, έχω εκπομπή Κυριακή, είμαι με φόρμες, δεν υπάρχει κανείς τέτοια μέρα στο κτήριο, εγώ διαβάζω τις εφημερίδες να βρω τι θα πω στις 4 ώρες και ξαφνικά βλέπω μπροστά μου να περνάει μια κοντή, ξανθιά, μαζί με τον head του ομίλου και ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Διαπιστώνω τότε ότι ήταν η Ντάνι Μινόγκ, αδερφή της Κάιλι, μικροσκοπική, εκείνη την εποχή ήταν στα πολύ πάνω της.
Θέλω να σου πω ότι με τον Village, λόγω και του ότι υπήρχε η σύνδεση με τα ραδιόφωνα του εξωτερικού, ζήσαμε στιγμές με καλλιτέχνες διεθνούς φήμης που δεν υπήρξαν ξανά στο ραδιόφωνο. Όλο αυτό δε μπορεί να εμφανιστεί ποτέ ξανά, γιατί είχαμε όλοι μας κι έναν παιδικό ενθουσιασμό ακατανίκητο».
«Εγώ έφυγα από τον όμιλο του Village, είχε μόλις πωληθεί. Ήταν πια εμφανές μέσα μου ότι τελείωνε σιγά σιγά για μένα. Όλα αυτά τα χρόνια, όλα όσα ζήσαμε, δεν πρόλαβα νομίζω να τα μετρήσω μέσα μου, δεν πήρα ποτέ μια απόσταση για να τα ζήσω και στις μνήμες μου.
Ήταν και είναι τόσο ερεθιστικό για μένα αυτό το τρίωρο της καθημερινής επαφής με τον κόσμο. Τότε κιόλας είχα γοητευτεί από την επιθυμία ενός άλλου σταθμού να με βάλει στην ομάδα του, τον Δρόμο. Η αίσθηση ότι θα συνέχιζα να επικοινωνώ με τον κόσμο, με συντηρούσε.
Θα σου πω ότι για όλους όσοι ήμασταν στον Village, το κοινό δυσκολευόταν να μας συνηθίσει αλλού. Θυμάμαι σε έρευνες για το ραδιόφωνο να μη λέει ο κόσμος το όνομα μου στον Δρόμο. Το έλεγαν στον Village που είχε γίνει VFM τότε και στον Λάμψη. Αυτό συνέβαινε για χρόνια. Έπρεπε να πάω στον Sfera για να χτίσω ξανά το όνομα μου ως brand».
«Όταν είσαι πάνω στον αγώνα και τρέχεις, δεν έχεις καθόλου χρόνο να σκεφτείς, να αναπολήσεις. Για να μπορέσω να ζυγίσω όλα αυτά που έζησα και με τον Village και στον Dromo και στον Sfera, έπρεπε να έρθει 2020, να έχω αφήσει το ραδιόφωνο, να σκάσει μια πανδημία, να πρέπει να κλειστούμε σπίτια μας για να κάνω το flashback της πορείας μου. Είδα πολλές ώρες δουλειάς, είδα εξαιρετικούς συναδέλφους, είδα λάθη…
Είδα ότι είχα φτάσει να είναι το ραδιόφωνο πιο πάνω απ΄όλα στη ζωή μου. Θυμάμαι να πηγαίνω για εκπομπή με 39 πυρετό, να κλαίω γιατί τα νούμερα ήταν χαμηλότερα, πράγματα γενικά που τη στιγμή που γίνονται δεν τα καταλαβαίνεις και περνάνε χρόνια για να τα διαβάσεις με τρόπο που να σου προσφέρει κάτι ως εμπειρία».
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι θα ήταν καλύτερο να έχανα τον γονιό μου μωρό, να μην προλάβω να έχω μνήμες
«Με θυμάμαι να έχω έρθει στην Αθήνα από τη Δράμα, κοριτσάκι 18-19 ετών, είχα ακούσει πολλά και σκεφτόμουν όταν έβγαινα στην αρχή να μη ντυθώ προκλητικά – πού τι σημαίνει προκλητικά, να μη φανεί γυμνό το σώμα και δε χρειάζεται να προκαλέσω εσένα για να δω ότι κάτι δεν έχω κάνει καλά, το καταλαβαίνω και μόνη μου στον καθρέφτη μου.
Μια γυναίκα όμως που είναι κάπως πιο σέξι, πιο αισθησιακή, μπορεί να περάσει δύσκολα και το χειρότερο είναι ότι συνηθίσαμε να ζούμε με αυτές τις καταστάσεις ώστε έπαψαν να μας ενοχλούν. Τώρα, ευτυχώς, επαναφέρουμε στη μνήμη μας πόσο ενοχλητικές ήταν και πώς ήρθε η στιγμή να μην πάψει η ενόχληση, αλλά να πάψουν οι καταστάσεις».
«Υπάρχουν στιγμές που πιστεύω ότι η ζωή θα κυλήσει με κάποιο τρόπο προς κάτι όμορφο, αλλά υπάρχουν και πολλές φορές που είμαι πολύ απαισιόδοξη».
«Νομίζω ότι είμαι μια εξαιρετική planner, σχεδιάζω τα πράγματα με ακρίβεια, όμως είμαι και doer. Αυτό δε σημαίνει πως δεν υπήρχαν ευκαιρίες που δεν τις άρπαξα. Έχω την αίσθηση πως ενώ λέω πως θα τολμήσω κάτι χωρίς να το σκεφτώ, μέσα μου έχω σχεδιάσει τις κινήσεις μου κι αυτό τελικά με οδηγεί σε απώλεια ευκαιριών. Γι΄αυτό και δε θα μπορούσα με τίποτα να κλείσω τα μάτια μου και να αφεθώ στη ζωή ή σε κάποιον που εμπιστεύομαι να με πάει οπουδήποτε. Θα προσπαθούσα διαρκώς να ανοίξω στα κρυφά έστω το ένα μάτι για να δω που πάω και να αλλάξω την πορεία μας».
«Μετά από τόσα πολλά χρόνια, μου λείπει ακόμα το ίδιο ο μπαμπάς μου. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να μπορέσω να πω ότι το διαχειρίζομαι ως σκέψη. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι θα ήταν καλύτερο να έχανα τον γονιό μου μωρό, να μην προλάβω να έχω μνήμες, γραπτά, αφιερώσεις. Ή να τον είχα μέχρι να δημιουργούσα τη δική μου οικογένεια, όπου αν έχεις ένα παιδί για να σε στηρίξει ψυχολογικά, είναι αλλιώς. Εγώ ήμουν στην εφηβεία, είχα αυτή τη σχέση με το μπαμπά μου, μου ήταν δυσβάσταχτο. Ευτυχώς είχαν αυτόν τον βράχο, τη μαμά μου, αλλά και να ανοίξω πολλά μπαούλα της ψυχής μου, εκεί στα 27-28.
Τότε μπουσούλησα στο μονοπάτι της διαχείρισης και μπορούσα να δω τι μου αφήνει στην ψυχή αυτό. Η διαχείριση βέβαια είναι κι ένα κομμάτι που ακόμα κι αν δεν το δουλέψεις μόνος, η ζωή σε παίρνει από το χέρι, γιατί προχωράει και σε βρίσκουν άλλα πράγματα στην πορεία που καταλαμβάνουν χώρο μέσα σου κι είτε είναι καλά είτε άσχημα, μειώνουν το χώρο ανάπτυξης τέτοιων απωλειών. Εύχομαι να προλαβαίνουμε να λέμε στους ανθρώπους μας ότι τους αγαπάμε».
«Η απώλεια του μπαμπά μου δε σημαίνει ότι αντιμετώπισα καλύτερα μετέπειτα σχέσεις που τελείωσαν. Κάθε απώλεια σχέσης, φιλικής ή ερωτικής, μου υπενθύμιζε το τελειωτικό που είναι ο θάνατος. Τελικά, μαθαίνεις να προχωράς και βρίσκεις άλλους ανθρώπους, όμως με δυσκόλεψε για πολλά χρόνια κι ακόμα δε μπορώ να σου πω ότι δε με επηρεάζει τόσο».
«Είμαι μοναχοπαίδι. Οι παιδικές μου αναμνήσεις είναι γεμάτες με ήρεμη μουσική και σπιτική ησυχία. Είχα τις δύο κολλητές μου όλα τα χρόνια. Λέω είχα, γιατί η μία σκοτώθηκε όταν ήμασταν 24. Θυμάμαι πολλά πράγματα με τις τρεις μας μαζί στη Δράμα και κάθε φορά που επιστρέφω κάνω τις ίδιες διαδρομές. Ήμουν το κοριτσάκι που πήγαινε με τρέλα στο μπαλέτο, ήμουν μαθήτρια που διάβαζε, οπότε ή θα χόρευα, ή θα διάβαζα, ή θα έκανα βόλτες.
Τα καλοκαίρια με τους γονείς μου πηγαίναμε στη Θάσο… Καμιά φορά στενοχωριέμαι γιατί δεν έχω πολλά, εκτός από τη μαμά μου, να με συνδέουν πια με τον τόπο μου.
Σκέφτομαι πολλές φορές πού θα βρισκόμουν αυτή τη στιγμή αν δεν είχα χάσει τον πατέρα μου και τη φίλη μου. Ιδίως τον πατέρα μου. Σκέφτομαι επίσης πως θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αν δεν είχα μπει τόσο νωρίς στην τηλεόραση και δεν είχαν οδηγηθεί λόγω απειρίας σε σημεία που δεν ήταν και τόσο εγώ.
Αλλά αυτά τα αν ελάχιστη σημασία έχουν. Η ζωή μας είναι αυτά που έχουμε γράψει κι όχι όσα δε γράψαμε».
* Ακολούθησε τη Γιώτα στο Instagram και το προφίλ του Art Podcast.
** Μπορείς επίσης να μάθεις για το Art Podcast μέσα από την υπέροχη γραφιστικά σελίδα που έχει στήσει η Γιώτα, το artpodcast.gr και μπορείς να ακούσεις τα podcast στο Spotify.
*** Φωτογραφίες: Παναγιώτης Τζάμαρος