Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος εξηγεί γιατί το ελληνικό σινεμά θα θριαμβεύσει στα επόμενα χρόνια

Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας Monday που σκηνοθετεί και συνυπογράφει το σενάριο, ο Έλληνας σκηνοθέτης μας σκιαγραφεί το σύγχρονο τοπίο του σινεμά στη χώρα μας

Ένας Αμερικάνος και μια Αμερικανίδα γνωρίζονται σε ένα πάρτυ σε αυλή στο κέντρο της Αθήνας. Ερωτεύονται παράφορα. Εκείνη αφήνει πίσω της μια τοξική και χειριστική σχέση. Αυτός παλεύει με τον αυτοκαταστροφικό εαυτό του. Αυτό είναι το Monday.

Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος (σκηνοθετεί και συγγράφει το σενάριο μαζί με τον Ρομπ Χέιζ) τοποθετεί τους δύο ήρωες του στην Αθήνα του καλοκαιριού και στήνει μια ταινία για τον έρωτα που για να επιβιώσει, για να ανθίσει, πρέπει να καταπατηθεί, πρέπει να βασανιστεί.

Με το Monday, ταινία παραγωγής της Faliro House και συμπαραγωγής COSMOTE TV, να κάνει πρεμιέρα αύριο στις αίθουσες, ο Έλληνας σκηνοθέτης που αποθεώθηκε για την προηγούμενη ταινία του, το Suntan, και στο εξωτερικό, μας μιλάει για το πώς βλέπει ο ίδιος το τοπίο του ελληνικού σινεμά και για την εμπειρία να σκηνοθετεί τον Σεμπάστιαν Σταν, τον Μπάκι Μπαρνς των Avengers.

– Η πρώτη ερώτηση που θέλω να σου κάνω, είναι σίγουρα προφανής. Πώς είναι να σκηνοθετείς έναν ηθοποιό που τη χρονιά των γυρισμάτων, το 2019, συμμετείχε στην πιο εμπορική ταινία όλων των εποχών και είναι στο σύμπαν της Marvel; 

Εγώ δεν το είδα έτσι όπως μου το περιγράφεις εσύ. Εννοώ ότι προφανώς και κατανοούσα τι μέγεθος ηθοποιού θα σκηνοθετούσα, αλλά για μένα ως σκηνοθέτη δεν ήταν κάτι που θα επηρέαζε την προσέγγισή μου.

Σαφώς έχει να κάνει και με τον ίδιο τον Σεμπάστιαν Σταν. Ο Σεμπάστιαν είναι άνετος, ευχάριστος, ακομπλεξάριστος, ταπεινός άνθρωπος. Έχει γεννηθεί στη Ρουμανία, έχει μεγαλώσει σε διάφορες χώρες για να καταλήξει στην Αμερική. Μου το έκανε πολύ εύκολο, σα να σκηνοθετώ έναν φίλο μου. Αυτή η αύρα του σουπερστάρ δε με δυσκόλεψε, δε μου έβαλε εμπόδια. Αντιθέτως, η στάση του με βοήθησε να το αφήσω στην άκρη και να νιώσω ότι σκηνοθετώ έναν φίλο μου.

– Πέρασε από το μυαλό σου η σκέψη ότι η εμπειρία που είχε μαζί σου ο Σεμπάστιαν Σταν, θα μεταφερόταν σε άλλους συναδέλφους του στο Χόλιγουντ και πώς θα σου άνοιγε πόρτες για να απευθυνθείς ξανά σε αυτή τη βιομηχανία για ηθοποιούς;

Η εμπειρία που έχουν οι ηθοποιοί στα γυρίσματα των ταινιών μου είναι συνήθως καλή. Φτιάχνουμε τις ταινίες με τρόπο που έχει αγάπη, πλάκα, είναι ένα μεγάλο πάρτυ θα έλεγα, οπότε πιστεύω ότι ο Σταν και η Ντενίζ Γκοφ αγάπησαν την εμπειρία.

Αυτό όμως που πρέπει να πω για να γνωρίζει και το κοινό, είναι ότι δεν πήγα εγώ και ζήτησα αυτούς τους δύο και είπαν «ερχόμαστε αμέσως». Είδαν παλιότερες δουλειές μου, τους εξήγησα πως οραματίζομαι τους ρόλους τους και αποφάσισαν, για να δεχτούν, ότι αυτό που θέλω να κάνω τους καλύπτει και τους αρέσει. Θα δούλευαν δηλαδή με έναν σκηνοθέτη που εν τέλει εκτιμούν τη δουλειά του.

– Ποια είναι η συνδιαλλαγή που κάνεις με τους ηθοποιούς για να βρείτε την επιθυμητή τοποθέτηση του ρόλου;

Δεν υπάρχει συγκεκριμένη μέθοδος. Σε κάθε άνθρωπο θα μιλήσω διαφορετικά, θα απευθυνθώ σε αυτόν με τη γλώσσα που θα αντιληφθώ ότι κατανοεί. Το μικρό μυστικό για μένα είναι η παρέα. Να κάνεις δηλαδή παρέα με τους ηθοποιούς, να τους μιλήσεις άνετα, να γνωρίζεις το background τους και να μην τους αντιμετωπίζεις ψυχρά επαγγελματικά. Κι αυτό έχει εφαρμογή σε κάθε ηθοποιό, από τον μεγαλύτερο αστέρα μέχρι έναν ερασιτέχνη πιτσιρικά που βρήκες στο δρόμο.

– Ποιο ήταν το ξεκίνημα σας στη σκηνοθεσία;

Μετά τα 20 μου.

– Άρα μιλάμε χοντρικά για 25 χρόνια;

Θεωρώ τον εαυτό μου επαγγελματία σκηνοθέτη από το 2003, όταν έκανα την πρώτη ταινία μου μικρού μήκους.

– Από εκείνο το σημείο λοιπόν, μέχρι σήμερα, ποιες εξελικτικές διαφοροποιήσεις εντοπίζεται στον εαυτό σας στο κομμάτι της δουλειάς;

Είμαι πια πιο άνετος. Από την αρχή το είχα αυτό ως ένα βαθμό γιατί το αγαπούσα, μου άρεσε και δε θεωρούσα ότι είναι ένα βουνό που πρέπει να ανέβω. Το είδα σαν χόμπι. Πλέον, η εμπειρία 4 ταινιών και 500 διαφημιστικών μου έχει δώσει μια άνεση στο σετ, ώστε να μη με φοβίζει τίποτα, να ξέρω καλά τα εργαλεία μου, να ξέρω τι θέλω, να μην κάνω δουλειά που θα πάει χαμένη, να μη ζητάω πράγματα που δε θα φανούν, να κάνω γενικώς επιλογές που ξέρω από πριν ότι θα χρησιμεύσουν στην ταινία, άρα να κάνω οικονομία και να έχω τα πραγματικά απαραίτητα. Ακόμα κι αν κάποιες φορές αυτά τα απαραίτητα είναι πολυτέλεια.

Ο σκηνοθέτης οφείλει στην ιδέα του να κάνει την ταινία που ονειρεύεται, όχι αυτή που του υπαγορεύουν οι συνθήκες όπως το μπάτζετ

– Είναι ένα τεράστιο εφόδιο το modus operandi του ελληνικού σινεμά, το να είσαι δηλαδή ένας Έλληνας σκηνοθέτης και να μαθαίνεις από το ξεκίνημα πως να κάνεις θαύματα με πενιχρά μέσα;

Κάθε άνθρωπος που γίνεται σκηνοθέτης στην Ελλάδα γνωρίζει εκ των προτέρων πως θα κληθεί να κάνει αρκετές δουλειές με το απόλυτο τίποτα σε υλικά μέσα. Αυτό ενεργοποιεί τη δημιουργικότητα με τέτοιο τρόπο ώστε οι Έλληνες σκηνοθέτες να κάνουν πραγματικά θαύματα συγκριτικά με το τι μπάτζετ έχουν στα χέρια τους, πόσο χρόνο και τι τους έχει επιτραπεί να κάνουν στο παρελθόν.

Θυμάμαι όταν είχα κάνει το Suntan, ήρθαν σε επαφή μαζί μου κάποιοι Αμερικάνοι παραγωγοί. Κάποιοι απ΄αυτούς είναι άνθρωποι που μπλέχτηκαν στην καινούργια μου ταινία, το Monday. Αυτοί, όταν τους έλεγα το μπάτζετ του Suntan, σχεδόν τρόμαζαν. «Αποκλείται να το έχεις κάνει με τόσα λίγα λεφτά» μου έλεγαν.

Αυτή η ικανότητα που αποκτά ο Έλληνας σκηνοθέτης δεν είναι μάθημα μόνο για εκείνον. Είναι ένα μάθημα που περνά και στο εξωτερικό. Το βλέπουμε τώρα με όλες αυτές τις ξένες παραγωγές που έρχονται στην Ελλάδα. Το δικό μας κινηματογραφικό περιβάλλον διδάσκει αυτές τις παραγωγές να βασίζονται στο λιγότερο δυνατό κι όχι στα μεγάλα μπάτζετ του εξωτερικού.

Ταυτόχρονα, αυτό είναι και λίγο άδικο. Θα έπρεπε, σε όποια χώρα κι αν ζεις ή δουλεύεις, να κάνεις την ταινία με ακριβώς αυτά που έχεις φανταστεί, με όσα εφόδια χρειάζεσαι.

– Η επιτυχία του Suntan που είχε διεθνές αντίκτυπο, σου άνοιξε τις πόρτες που θα έπρεπε να σου ανοίξει;

Ναι, θεωρώ ότι κάθε ταινία είναι ένα βήμα και ξεκλειδώνει την επόμενη πόρτα. Το Suntan είναι μια ταινία για την οποία φτύσαμε αίμα όσοι την κάναμε. Ήταν πολύ απαιτητική παραγωγή, περάσαμε πολύ ωραία, αλλά είχε πολλές δυσκολίες. Είχαμε πολύ λίγα λεφτά, το Κέντρο Κινηματογράφου, που παραδοσιακά συμμετέχει σε αυτές τις προσπάθειες, δε συμμετείχε, γιατί είχαμε πέσει σε μια περίεργη συγκυρία που πολεμήθηκε η ταινία, παρόλα αυτά εμείς την κάναμε και αυτή η ταινία μας έδωσε πίσω σε μεγάλο βαθμό όλο τον πόνο που περάσαμε.

– Πιστεύεις ότι υπήρξαν συγκεκριμένες συνθήκες που ευνόησαν αυτή την άνθιση του ελληνικού σινεμά από το 2012 μέχρι και το 2019, με ταινίες όπως το Chevalier, το Suntan, το Lobster, το Pity κ.α. να γνωρίζουν αποθέωση σε φεστιβάλ του εξωτερικού;

Το γεγονός ότι λειτουργήσαμε αυτή η γενιά σκηνοθετών ως παρέα και βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον, μας έδωσε ένα στέρεο έδαφος για να βγάλουμε πολύ καλές ταινίες, ταινίες που φαίνονται πιο πλούσιες απ΄αυτό που υπαγορεύει το μπάτζετ τους. Επίσης, το ότι ο Λάνθιμος βγήκε στο εξωτερικό και έσκισε, μας γέμισε αισιοδοξία και πιστέψαμε ότι μπορούμε να κάνουμε ακόμα μεγαλύτερα πράγματα απ΄αυτά που μέχρι τότε θεωρούνταν ταβάνι για το ελληνικό σινεμά.

– Οι συνθήκες με τις οποίες κάνεις την κάθε ταινία, καθορίζουν και το όραμα σου γι΄αυτήν; Αν για παράδειγμα είναι χαμηλό το μπάτζετ, χαμηλώνεις και κάποιες προσδοκίες σου;

Όχι, πρέπει να είναι άσχετες οι συνθήκες με τις προσδοκίες και το όραμα. Ο σκηνοθέτης οφείλει στην ιδέα του να κάνει την ταινία που ονειρεύεται, όχι αυτή που του υπαγορεύουν οι συνθήκες όπως το μπάτζετ. Οι ταινίες δε γίνονται στο excel, γίνονται στο σετ. Εκεί αυτό που θα κάνει ο σκηνοθέτης δεν είναι κάποιο μετρίασμα των προσδοκιών, αλλά θα πρέπει να γίνει ευέλικτος για να κάνει την ταινία όπως θέλει, με όσα του παρέχονται.

Στο Monday εν προκειμένω, είχα την τύχη να υπάρχει ένας παραγωγός πίσω μου που δε με σταματούσε πουθενά. Είχε αποφασίσει ότι αυτή η ταινία θα γίνει με τον τρόπο που εγώ ήθελα. Αυτό δε σημαίνει ότι πετάγαμε τα λεφτά από το παράθυρο και ήμασταν μες στην πολυτέλεια. Ούτε ότι κάναμε τους μάγκες με μπάτζετ που δε χρειαζόμασταν. Τα βάλαμε όμως κάτω, μεθοδικά, έξυπνα και καταλήξαμε ότι για να είναι καλή η ταινία, πρέπει να πληρούνται κάποια πράγματα. Κι αυτά τα είχαμε.

– Έχεις στο παρελθόν σου ιδέες για ταινίες που μπήκαν στο συρτάρι γιατί κάποιος δεν κατανόησε το όραμα σου;

Υπάρχουν πολλές ιδέες που μπήκαν στο συρτάρι, όπως συμβαίνει σε όλους μας. Αλλά δεν θα το έριχνα ποτέ σε κάποιον άλλον, ότι δηλαδή έφταιξε αυτός που δε με κατανόησε. Το πιο πιθανό είναι να φταίω εγώ που δεν έκανα όσα έπρεπε για να συμβεί η ταινία. Κι ίσως τελικά, όταν το σκέφτομαι, έχει να κάνει με το ότι μπορεί να μην ήθελα τόσο πολύ να κάνω αυτή την ταινία. Αυτό δεν το λέω αλαζονικά ή υποθετικά. Το Wasted Youth, το Suntan και το Monday είναι ταινίες που ξέρω ότι θα έσκαγα αν δεν τις έκανα. Οι ταινίες που δεν έγιναν, τις έχω ήδη ξεχάσει.

Κάποιες φορές έρχονται έτσι τα πράγματα που μπορεί να καταβάλεις λιγότερη προσπάθεια για κάτι και να πετύχει. Αυτές τις τρεις ταινίες που ανέφερα, μπορεί και να μην τις κυνήγησα καν. Ήταν τέτοια η δυναμική και η ενέργεια που έβγαζα, ώστε δεν επέτρεπα στην ταινία να μη συμβεί.

– Άρα λες ότι ήταν θέμα timing; 

Έπαιξε ρόλο κι αυτό, αλλά ήταν κυρίως ζήτημα πάθους εκ μέρους μου για να τις κάνω.

– Πώς διαμορφώνονται οι επιθυμίες σου μετά από μια ταινία όπως το Monday που είναι διεθνούς συμπαραγωγής;

Θέλω να συνεχίσω να κάνω ταινίες, θέλω να κάνω τηλεόραση, θέλω να συνεχίσω τα διαφημιστικά μου, θέλω να κάνω οτιδήποτε με κρατάει ζωντανό σε αυτόν τον χώρο και μου δίνει την ευκαιρία να κάνω ιστορίες που με ενδιαφέρουν πολύ.

– Τα διαφημιστικά που αναφέρεις, είναι ένα βιοποριστικό όχημα ή ένα δημιουργικό όχημα;

Για μένα είναι πολλά πράγματα. Πέρα από το ότι πληρώνω τους λογαριασμούς μου, είναι μεγάλο σχολείο. Δηλαδή το ότι κάθε βδομάδα λες μια διαφορετική ιστορία και πειραματίζεσαι με τον τρόπο που θα την πεις, βλέπεις τι λειτουργεί και τι όχι, πειραματίζεσαι με τα εργαλεία σου – διαφορετικές κάμερες, διαφορετικοί φακοί, συνεργάτες, χώροι, ηθοποιοί κτλ – είναι για μένα ταυτόχρονα δουλειά, μάθημα και παιδική χαρά. Δε θα είχα όλη αυτή την εμπειρία, άνεση κι αυτοπεποίθηση στο σετ αν δεν είχα κάνει όλα αυτά τα διαφημιστικά. Είναι ώρες πτήσης.

Θεωρώ μίζερο και άδικο να λέει κάποιος «α, αυτή είναι πολύ καλή για ελληνική ταινία»

– Πώς αντικρύζεις το τοπίο του ελληνικού σινεμά μετά από ενάμιση χρόνο πανδημίας και εν όψει των τόσων πολλών ξένων παραγωγών που έχουν ήδη ξεκινήσει να φτάνουν στη χώρα;

Ο ελληνικός κινηματογράφος δε φοβήθηκε και δε θα φοβηθεί. Το ελληνικό σινεμά γαμάει και δέρνει. Έχει όρεξη, κέφια και ανθρώπους που θέλουν να κάνουν καλό σινεμά, ανεξάρτητα από το μέγεθος του μπάτζετ. Ο ερχομός αυτών των παραγωγών εδώ είναι καταπληκτικό γιατί έχουν περισσότερη δουλειά και πληρώνονται αυτά που αξίζουν οι αφανείς ήρωες των ταινιών, τα συνεργεία. Αυτό το βρίσκω σπουδαίο.

– Πιστεύεις ότι δημιουργείται τώρα ένα πλάνο εκμετάλλευσης αυτών των παραγωγών από το εγχώριο σινεμά, ώστε να πάρει μαθήματα που θα το βοηθήσουν να μεγαλώσει στα επόμενα χρόνια; 

Ναι. Απόλυτα. Κάποιοι βιάστηκαν να πουν πως το ελληνικό σινεμά έπιασε το ταβάνι του με ένα βραβείο στις Κάννες ή μια υποψηφιότητα στα Όσκαρ. Εγώ νομίζω πως ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα και έρχεται μια γενιά με φοβερή φόρα, απίστευτο ταλέντο, καταπληκτικές ιδέες και πολύ πάθος. Οι ταινίες γίνονται όλο και καλύτερες. Κι αυτό το βασίζω στο ότι όλοι κάνουν ταινίες για να πάνε καλά παντού κι όχι για να εντυπωσιάσουν στο εγχώριο κινηματογραφικό φεστιβάλ.

Σε αυτό το σημείο να πω ότι το Όσκαρ ή το οποιοδήποτε μεγάλο βραβείο δεν είναι αυτοσκοπός καμίας ταινίας. Ο Λάνθιμος δεν έκανε τον Κυνόδοντα για να πάει στα Όσκαρ. Τον έκανε γιατί ήθελε να πει μια φανταστική ιστορία, να κάνει μια υπέροχη ταινία. Όταν οι ταινίες είναι ειλικρινείς, φτιαγμένες με τα σωστά υλικά και πετυχαίνουν – γιατί δεν πετυχαίνουν και όλες, δεν είμαστε θεοί, όλοι κάνουμε λάθη και ωραία πράγματα – θα βρουν τον δρόμο τους για τα πάντα.

– Το ελληνικό σινεμά είναι ένα είδος από μόνο του;

Δε μου αρέσει καθόλου αυτή η δήλωση. Θεωρώ ότι το ελληνικό σινεμά είναι σινεμά, είναι μέρος της παγκόσμιας αφήγησης, της κινούμενης εικόνας και ως τέτοιο το αντιμετωπίζω. Θεωρώ μίζερο και άδικο να λέει κάποιος «α, αυτή είναι πολύ καλή για ελληνική ταινία».

– Ένα καλό σενάριο είναι αρκετό για να γίνει μια ταινία καλή ή μπορεί μια καλή σκηνοθεσία να καλύψει ένα μέτριο σενάριο;

Δύσκολα θα γίνει μια καταπληκτική ταινία χωρίς μια καταπληκτική ιδέα. Δε λέω αναγκαστικά σενάριο, γιατί υπάρχουν ταινίες που γυρίζονται χωρίς σενάριο. Αλλά μια καλή ιδέα είναι το βασικό συστατικό για μια καλή ταινία. Μετά μπορεί να γίνουν εγκλήματα στην εκτέλεση και μια καλή ιδέα να πεθάνει. Δε μπορεί όμως να γίνει μια καλή ταινία από μια κακή ιδέα.

– Βρίσκεται στο πλάνο σου το να σκηνοθετήσεις μια σειρά;

Εμένα το μάτι μου είναι παντού και το storytelling βρίσκει κάθε φορά τον σωστό δρόμο. Δε θα κάτσω δηλαδή να παράξω μια ιδέα αποκλειστικά για ταινία ή μόνο για σειρά. Θα κάτσω να σκεφτώ μια ιδέα κι αυτό θα πάρει την πορεία του, θα μου αποκαλύψει αν ο σωστός δρόμος είναι μια δίωρη ταινία, οχτώ 40λεπτα επεισόδια ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο…

– Πώς πιστεύεις ότι επηρεάζονται οι προτιμήσεις και οι απαιτήσεις του κοινού σήμερα που υπάρχει η πρόσβαση σε τεράστιο περιεχόμενο μυθοπλασίας;

Θεωρώ εκπληκτικό που έχουμε πρόσβαση στα πάντα, χωρίς να κολλάς σε ένα πράγμα και να πιστεύεις ότι μόνο αυτό λειτουργεί. Από την άλλη, γινόντουσαν εκπληκτικές ταινίες κι όταν δεν υπήρχαν Netflix, HBO και δεν ξέρω τι άλλο, σε εποχές που οι άνθρωποι πήγαιναν δύο φορές την εβδομάδα σινεμά για να δουν πράγματα που δε θα μπορούσαν να ξαναδούν.

* Το «Monday» είναι μια παραγωγή της Faliro House Productions, σε συμπαραγωγή της COSMOTE TV, της Automatik, της DJ Films, της Oxymoron Films και της Blonde, ενώ τη διανομή έχει αναλάβει η Tulip Entertainment.

Παραγωγή: Faliro House Productions, Automatik, DJ Films, Blonde, Cosmote TV, Oxymoron Films

Παραγωγοί: Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος, Brian Kavanaugh-Jones, Damian Jones, Deanna Barillari, Αργύρης Παπαδημητρόπουλος

Executive Producers: Fred Berger, Φένια Κοσοβίτσα

Διευθυντής Φωτογραφίας: Χρήστος Καραμάνης, GSC

Σκηνογράφος: Αλίκη Κούβακα

Ενδυματολόγος: Μάρλι Αλειφέρη

Μοντάζ: Ναπολέων Στρατογιαννάκης

Μουσική: Αλέξης Γράψας

Ήχος: Λέανδρος Ντούνης

Πρωταγωνιστούν: Denise Gough, Sebastian Stan

Συμμετέχουν ακόμη: Γιώργος Πυρπασόπουλος, Dominique Tipper, Έλλη Τρίγγου, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Σοφία Κόκκαλη, Σύλλας Τζουμέρκας κ.α.

**Φωτογραφίες: Γιάννης  Δημητρόπουλος/ Intime

*** Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το Blue Bear στην πλατεία Εξαρχείων