Έζησε τα χρυσά χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου και τα έζησε με ένταση η οποία ταίριαζε στο εκρηκτικό ταπεραμέντο του. Ο Βαγγέλης Σειλινός, χορευτής, χορογράφος αλλά και ηθοποιός χάρη στα μιούζικαλ της δεκαετίας του ’60 κέρδισε φήμη, έρωτες, αναγνωρισιμότητα, αλλά κράτησε και μυστικά για την προσωπική του ζωή μέχρι τη μέρα που έφυγε άδοξα από αυτόν τον κόσμο.
Γεννήθηκε στην Αίγινα το 1938 και το πραγματικό όνομά του ήταν Βαγγέλης Βασιλάτος. Μεγάλωσε όμως στην Αθήνα, στην περιοχή του Μεταξουργείου και από πολύ μικρός έδειξε το ταλέντο αλλά πρωτίστως την αγάπη του για τον χορό. Άλλωστε η επαφή του με αυτόν έγινε μάλλον από σύμπτωση. Έφηβος ακόμα, ο Σειλινός δεν διέφερε από άλλους νέους της ηλικίας του που εκφράζονταν μέσα από τον χορό στις βραδινές εξόδους τους.
Ο θρύλος λέει ότι κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας βραδιάς τον παρατήρησε ο «αριστοκράτης του χορού», όπως τον αποκαλούσαν, Μανώλης Καστρινός. Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το παρουσιαστικό, την κίνηση και τον ρυθμό του που του πρότεινε να γραφτεί στην σχολή του, όπως κι έγινε. Αργότερα ο Σειλινός θήτευσε στο πλάι άλλων μεγάλων του χώρου, όπως τους Τατιάνα Βαρούτη, Ραλλού Μάνου Άγγελο Γριμάνη, περπατώντας ή καλύτερα χορεύοντας στα βήματα άλλων ιερών τεράτων της ελληνικής χορογραφίας σαν τους Φλερύ και Σαγιώρ, δηλαδή τους «Έλληνες Τζιν Κέλι και Φρεντ Αστέρ», όπως τους αποκαλούσε ο κόσμος.
Τα κατάφερε τόσο καλά ώστε να αποκτήσει κι εκείνος το δικό του παρατσούκλι. Χαρακτηρίστηκε ο «Έλληνας Νουρέγιεφ» και παρά το γεγονός ότι υπήρξαν κάποιοι που αμφισβητούσαν τις αμιγώς χορευτικές ικανότητές του, σίγουρα όλοι υποκλίθηκαν στην άνεση και την ευκολία με την οποία ο Σειλινός έδεσε τον χορό με την ηθοποιία, καταφέρνοντας να μείνει αξέχαστος ακόμη κι όταν είχε πολύ μικρούς ρόλους.
Η πρώτη επαφή του με το σινεμά ήρθε όταν μόλις είχε ενηλικιωθεί, στα 19 του δηλαδή, στην ταινία «Η θεία από το Σικάγο», με πρωταγωνίστρια την Γεωργία Βασιλειάδου το 1957. Λίγοι το γνωρίζουν, αλλά το ντεμπούτο του στον χώρο του θεάματος είχε έρθει τρία χρόνια νωρίτερα, όταν ήταν μόλις 16 ετών, συμμετέχοντας στην επιθεώρηση «Όσα παίρνει ο άνεμος».
Βέβαια την μεγάλη επιτυχία την γνώρισε στον κινηματογράφο, εκεί όπου πήρε ρόλους την εποχή που άνθισε στην Ελλάδα το είδος του μιούζικαλ. Έπαιξε σε πολλές ταινίες του Γιάννη Δαλιανίδη, με τον οποίο διατήρησε για πολύ καιρό στενή σχέση, ενώ οι πιο γνωστές παρτενέρ του ήταν η Ελένη Προκοπίου και αργότερα η Μαρία Ιωαννίδου, με την οποία μάλιστα όχι μόνο υπήρξαν ζευγάρι αλλά παντρεύτηκαν κιόλας.
Η ίδια σε συνέντευξή της έχει περιγράψει εκείνα τα χρόνια με τρόπο που δείχνει ότι ο γάμος τους είχε παρουσιάσει πολλά προβλήματα και ήταν γεμάτος από εντάσεις, διαφωνίες, ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες καυγάδες. Αν και κατά καιρούς έχει αναφέρει πολλά, κράτησε και εκείνη για τον εαυτό της τους λόγους για τους οποίους ένα βράδυ απλά μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε από το σπίτι. Φήμες υπήρξαν πολλές, εκδοχές των γεγονότων, επίσης…
Μετά την συμμετοχή του στο φιλμ «Η θεία από το Σικάγο» χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια για να εμφανιστεί ξανά στην μεγάλη οθόνη, με την ταινία «Οργή» το 1962, αλλά από εκείνο το σημείο και μετά το όνομα του πολυτάλαντου Βαγγέλη Σειλινού το συναντάμε ολοένα και πιο συχνά και μάλιστα σε παραγωγές που αγαπήθηκαν πολύ από τον κόσμο και έγιναν μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες, όπως «Ο Ξυπόλητος Πρίγκιψ», «Ο Εμίρης και ο Κακομοίρης», «Γοργόνες και Μάγκες», «Μια Ελληνίδα στο Χαρέμι», «Μαριχουάνα Στοπ».
Σε αυτές χόρεψε αλλά και έπαιξε στο πλάι σπουδαίων Ελλήνων ηθοποιών σαν τους Κώστα Βουτσά, Ρένα Βλαχοπούλου, Χρόνη Ξαρχάκο, Φαίδωνα Γεωργίτση, Μάρθα Καραγιάννη και πολλούς άλλους, τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο με το οποίο ασχολήθηκε κυρίως ως χορογράφος και χορευτής όταν άφησε πίσω του οριστικά το σινεμά κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’70.
Μετά τον χωρισμό του με την Μαρία Ιωαννίδου, παντρεύτηκε ξανά και μάλιστα απέκτησε δύο παιδιά, κάτι που δεν είχε συμβεί με τον πρώτο γάμο του. Δυστυχώς με τα χρόνια απέκτησε πρόβλημα με την καρδιά του, ενώ οι κακές γλώσσες υποστηρίζουν ότι αυτή η κατάσταση σχετιζόταν και με την συνήθεια της κατανάλωσης αλκοόλ. Είναι δεν είναι αληθές πάντως κάτι τέτοιο, το σίγουρο είναι ότι ο Σειλινός συνέχισε να επιβαρύνει την καρδιά του με θεατρικές παραστάσεις, παρά το ιστορικό του.
Ακόμη και όταν χρειάστηκε να υποβληθεί σε επέμβαση εκείνος συνέχισε να αναλαμβάνει χορογραφίες σε διαφόρων στυλ παραγωγές, ξεκινώντας από τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη και καταλήγοντας στο «Κλουβί με τις τρελές» του Σωτήρη Μουστάκα! Δυστυχώς το 1968 η καρδιά του τον πρόσδωσε ξανά… Στις 2 Μαΐου του 1998 χρειάστηκε ξανά εγχείρηση, αλλά αυτή την φορά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο, με τον Βαγγέλη Σειλινό, τον «Έλληνα Νουρέγιεφ», να φεύγει από τη ζωή σε ηλικία μόλις 60 ετών κατά την διάρκεια της επέμβασης.