Έως τα τέλη της δεκαετίας του ’60 οι διεθνείς αγώνες body building δεν απείχαν πολύ στη συνείδηση της κοινής γνώμης από ένα διαγωνισμό… freak show.
Ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ παρέλαβε ένα «άθλημα» – καλώς ή κακώς – απολύτως παρεξηγημένο και το «εξημέρευσε», φέρνοντας το στο φως με μια πιο «εξευγενισμένη» οπτική. Όχι ασφαλώς μονάχα με το κορμί του. Άλλωστε, πριν από εκείνον και μετά από αυτόν, υπήρξαν καλύτερα κορμιά στη διεθνή σκηνή του αθλήματος.
Η προσωπικότητά του και η οξυδέρκεια να κυνηγήσει και να εκπληρώσει το δικό του «American dream» μέσω αυτού, έκαναν τη δουλειά. Η προβολή που έλαβε ο Αυστριακός πρωταθλητής και οι πόρτες που άνοιξαν, συνέθεσαν ουσιαστικά τη διαχωριστική γραμμή που χώρισε την εποχή του Body Building στο πριν και το μετά.
Ό,τι έκανε ο Σβαρτσενέγκερ στη διεθνή σκηνή, το έκανε ο Σπύρος Μπουρνάζος στην Ελλάδα. Για αυτό και (δικαιωματικά) αποκλήθηκε ο «Έλληνας Άρνολντ» Έως την εμφάνιση του, το Βody Βuilding στην Ελλάδα ζούσε μισοκρυμμένο στις σκοτεινές γωνιές υπόγειων «σιδεράδικων», σε ένα ιδιόμορφο περιθώριο. Απολύτως έξω από την κοινωνική καθημερινότητα. Οι αθλητές του δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης από τους εκτός του ευρύτερου χώρου ανθρώπους – απεναντίας αντιμετώπιζαν τη στερεοτυπική αντίληψη του «κενού περιεχομένου σε ωραίο περιτύλιγμα». Περίπου όπως συμπεριφέρονται τα κλισέ στις ξανθιές.
Ο Μπουρνάζος τα άλλαξε όλα με τη σαρωτική επιτυχία του, αλλά κυρίως με το χαρακτήρα και το lifestyle του. Όταν κατέβηκε για πρώτη φορά σε αγώνες ήταν πολύ νέος. Μόλις 18 ετών. Ένα ψηλό παιδί, με λαμπερό χαμόγελο, όμορφα και ήπια χαρακτηριστικά προσώπου και έντονη κοινωνικότητα. Καμία σχέση με το… ημιάγριο πρότυπο του «ξύλινου», τραχύ και απαίδευτου νάρκισσου που είχαν οι περισσότεροι στο μυαλό τους για αθλητές αυτού του είδους.
Η διαδρομή του και οι προσωπικές επιλογές του επέβαλαν ουσιαστικά το body building στην ελληνική κοινωνία ως κάτι απολύτως αποδεκτό. Έγινε σταρ, κέρδισε μέσα από την προβολή της σωματικής διάπλασής του, αλλά δεν καταδέχτηκε ποτέ να πουλήσει την ψυχή του. Βρήκε τους μηχανισμούς άμυνας – καθόλου εύκολο για ένα νέο παιδί που εν μια νυκτί έγινε talk of the town – απέναντι στις αμέτρητες προτάσεις γυναικών και gay να χρηματίσει επί πληρωμή συνοδός – και τις αντίστοιχες επιχειρηματιών να εργαστεί ως μπράβος για να λένε ότι «έχω τον Μπουρνάζο για προστασία».
Ναι, δέχτηκε να παίξει το ρόλο του μοντέλου, λαμβάνοντας μέρος σε καμπάνιες για την προβολή προϊόντων, συμμετέχοντας ακόμα και σε ταινίες (όπως ο «Δράκουλας των Εξαρχείων»). Προβλήθηκε σε όλων των ειδών τα έντυπα. Από οικογενειακά περιοδικά, όπου παρουσίαζε διάφορα συστήματα ελατηρίων για προσωπική εξάσκηση, έως το PlayBoy. Ακόμα, ακόμα και σε περιοδικά για έφηβες, όπως η Μανίνα και η Κατερίνα…
Ο τελικός στόχος όμως ήταν να ασχοληθεί με το στοιχείο του και να αναδείξει το body building, διαγράφοντας την παρεξηγημένη πλευρά του. Άνοιξε αλυσίδα γυμναστηρίων και έχοντας απαρνηθεί τις σειρήνες της μεγάλης ζωής και των κάθε λογής ασωτιών, παρέμεινε αγνός, απλός, ευθύς και έντιμος, όπως συνηγορούν όσοι έτυχε να τον γνωρίσουν, να γίνουν πελάτες του ή να προπονηθούν μαζί του.
Ήταν μια μέρα του ‘76 στην παραλία του Αγίου Κοσμά όταν άλλαξε η ζωή του. Ο Μπουρνάζος έκανε στίβο, δέκαθλο συγκεκριμένα και είχε προσθέσει στις προπονήσεις του αρκετές ώρες με βάρη για να βελτιώνει τις επιδόσεις του. Στις αθλητικές εγκαταστάσεις της παραλίας υπήρχε και ένα μέρος με βάρη, όπου μαζεύονταν τις Κυριακής οι παλιοί πρωταθλητές. Εκεί τον συνάντησε ο «επώνυμος» body builder Γιάννης Κωστογλάκης, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τη σωματοδομή του. Του πρότεινε μάλιστα να συμμετάσχει στο διαγωνισμό «Μίστερ Ελλάς», που ήταν προγραμματισμένος για λίγες μέρες μετά στο «Hilton».
«Είσαι πανέτοιμος, αλλά καλύτερα να ξυρίσεις το σώμα σου για να φαίνεται καλύτερα», του είπε, αλλά ο Μπουρνάζος τήρησε μόνο το πρώτο σκέλος της συμβουλής. Πήγε… αξύριστος, εντελώς απροετοίμαστος, για να σταθεί στα 18 χρόνια του πλάι σε φτασμένους body builder, πολύ μεγαλύτερους (δεν υπήρχε ακόμα κατηγορία εφήβων) και πολύ πιο γυμνασμένους. Κι όμως, ήταν τέτοια η διάπλασή του, που πήρε τη δεύτερη θέση, μένοντας πίσω μόνο από τον γιγάντιο Φώτη Τόμπρα, τον «Ηράκλειο», όπως τον περιέγραφαν τα περιοδικά της εποχής.
Η επιτυχία αυτή ήταν το έναυσμα για να αφήσει το στίβο και να ασχοληθεί αποκλειστικά με το «σιδερένιο άθλημα». Το 1978 βγήκε ξανά δεύτερος και το 1979 θριάμβευσε στο πρώτο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα που διοργανώθηκε υπό την αιγίδα της διεθνούς ομοσπονδίας. Ήταν όλα τα «βαριά» ονόματα εκεί. Ο 21χρονος Σπύρος νίκησε όλους τους πρωταθλητής από το 1967 μέχρι το 1978. Ήταν κάτι σαν παράδοση – παραλαβή στη νέα γενιά.
Στο διαγωνισμό «Μίστερ Υφήλιος», που ακολούθησε, στο Οχάιο, ο Μπουρνάζος πήρε την 12η θέση. Κυρίως όμως, γνώρισε διά ζώσης τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, μέσω μιας Αμερικανίδας με την οποία έκανε σχέση και τον φιλοξένησε για λίγο καιρό στο σπίτι της. Η σύντροφός του εκείνη την περίοδο ήθελε να τον κρατήσει στις ΗΠΑ, αλλά ο Μπουρνάζος αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα, να εκπληρώσει τη στρατιωτική θητεία του και να συνεχίσει στο δρόμο που είχε μόλις ανατείλει.
Το 1982 ανοίγει το ιστορικό γυμναστήριο Athens Gym, που διατηρεί ακόμα και σήμερα, στην Κυψέλη – Πατησίων και Τροίας – (έχει μετονομαστεί σε Bournazos Gym), κάνοντας εκεί τις προσωπικές προετοιμασίες του, αλλά και φιλοξενώντας πολλούς αθλητές της εποχής.
Το 1984 συμμετέχει στο «Mr Kosmos» της WABBA στη Ρώμη και βγαίνει 5ος, ενώ ένα χρόνο αργότερα φτάνει στο απόγειο της δόξας του. Όντας σε καταπληκτική κατάσταση, παίρνει τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης στη Γερμανία. Η φήμη του εξαπλώνεται πια και στο διεθνή χώρο. Το 1986, συμμετέχει στο Mr Universe της NABBA στο Λονδίνο καθώς και στο Mr Kosmos στην Αμερική, καταλαμβάνοντας την 7η και την 6η θέση αντίστοιχα.
Χορτασμένος από αγώνες και τίτλους, αφιερώνεται στις επιχειρήσεις του, (έχοντας ανοίξει πλέον 3 γυμναστήρια) και στις επαγγελματικές προτάσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται πλέον και η τηλεόραση. Μια πρόκληση τον αναγκάζει να επιστρέψει στη δράση τέσσερα χρόνια αργότερα. Τον θεωρούν – κατά δήλωσή του – ξοφλημένο όταν κάνει το come back στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα του 1989 και φυσικά… παίρνει την 1η θέση στους Αγώνες του ΣΕΦ. Ακολούθως κερδίζει το Βαλκανικό Πρωτάθλημα και παίρνει την 2η θέση στο Μεσογειακό στη Μάλτα, όπου βιώνει την αδικία χάνοντας την πρωτιά από έναν κατώτερό του (Ιταλό) και αποφασίζει να βάλει τέλος στο αγωνιστικό body building, στα 31 χρόνια του.
Μετά την απόσυρση του από τα φώτα της δημοσιότητας, ο Μπουρνάζος αναζήτησε και εξακολουθεί να αναζητά την πνευματική ολοκλήρωση μέσα από τη μελέτη βιβλίων, τη φιλοσοφία, την εσωτερική διεργασία και παρατήρηση. «Είχα δώσει μεγάλη έμφαση στο εξωτερικό κομμάτι και είχα ξεχάσει το μέσα. Αντικατέστησα την ένταση, με ηρεμία, γαλήνη, ενδοσκόπηση εσωτερική, ώστε να γνωρίσω τον πραγματικό μου εαυτό. Δεν διαγράφω το παρελθόν, αλλά δεν με συνδέει τίποτα με τον παλιό Σπύρο», έχει πει σχετικά σε συνέντευξή του ο άνθρωπος που είχε αλλάξει ριζικά την εικόνα του body builder στην Ελλάδα.
Μετά από αυτόν, ο αθλητής σωματικής διάπλασης δεν ήταν ένα εξωπραγματικό, ογκώδες και περίεργα «χαρακωμένο», γυαλισμένο πλάσμα που περιέφερε τα μούσκουλα του, αναζητώντας επιβεβαίωση μόνο μέσω αυτών. Ο Μπουρνάζος έσπασε το καλούπι μέσω της αποδοχής και της αναγνώρισής του ακόμα και από ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση ή ακόμα και απεχθάνονταν αυτόν το χώρο. Δίνοντας πάντα τα φώτα του στους νεότερους και μεταδίδοντας απλόχερα τις γνώσεις του, χωρίς τουπέ και συμπλέγματα ανωτερότητας. Ξαφνικά, άκουγες νεαρά παιδιά από την επαρχία, αγόρια και κορίτσια, που για οποιοδήποτε λόγο βρέθηκαν για ένα διάστημα στην Αθήνα, να δηλώνουν περήφανα πως γυμνάστηκαν στο γυμναστήριο «του Σπύρου». Άκουγες ανθρώπους στη Δυτική Ελλάδα και ειδικά στην Αιτωλοακαρνανία, από όπου είναι η καταγωγή του, να συζητάνε προσπαθώντας να πείσουν τους συνομιλητές τους πως έχουν κάποια μακρινή συγγένεια με το Μπουρνάζο.
Και όλα αυτά βέβαια δεν θα συνέβαιναν – ή θα συνέβαιναν σε πολύ μικρότερο βαθμό και οπωσδήποτε για πολύ πιο περιορισμένο διάστημα – αν ο «Έλληνας Άρνολντ», ο θρύλος του ελληνικού body building δεν είχε κάνει τις επιλογές εκείνες που θα αφαιρούσαν από πάνω του τον τίτλου του αθλητή, οικειοποιούμενος άλλους χαρακτηρισμούς, από εκείνους που δεν τιμούν όποιον τους κουβαλάει.