Συνομιλούσε με τη φωτό του: Η γυναίκα που λάτρεψε τον Κωνσταντάρα πιο πολύ και απ’ τη ζωή της τον ακολούθησε και στο θάνατο

Όταν πέθανε έχασε τον κόσμο κάτω απ' τα πόδια της!

– «Κύριε Πετροχείλο, κάποτε ήμουνα πουλί και μ’ αγαπούσανε πολλοί».

– «Τι πουλί να ήσουν τρομάρα σου; Το πολύ πολύ να ήσουν καρακάξα».

Η συγκεκριμένη στιχομυθία από την ταινία ο «Στρίγγλος που έγινε αρνάκι» είναι από τις πιο χαρακτηριστικές του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και είναι από τις ελάχιστες στην οποία πρωταγωνιστούν δύο συγγενείς.

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας είναι ως γνωστόν ένας πλοίαρχος – χήρος με τρεις γιους και λόγω της χαώδους κατάστασης που επικρατεί στο σπίτι αποφασίζει να προσλάβει οικιακή βοηθό, τη Δέσποινα Ανυφαντούλη, που υποδύεται η αδελφή του και τόσο οικεία φυσιογνωμία, Μήτση Κωνσταντάρα. Σήμερα, πολλοί που τους βλέπουν μαζί σε πολλές ταινίες δεν γνωρίζουν για αυτή τη σχέση αίματος ανάμεσα στο μεγάλο πρωταγωνιστή και την ειδικευόμενη σε δεύτερους ρόλους μικρότερη αδελφή του. Ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν το δέσιμο που είχαν, την αμοιβαία αφοσίωση και το πόσο αυτή στοίχισε στη Μήτση Κωνσταντάρα όταν ο Λάμπρος έφυγε από τη ζωή.

Μπορεί να μην φαινόταν από το παρουσιαστικό τους στις κοινές ταινίες τους, όμως ο Λάμπρος ήταν εννέα χρόνια μεγαλύτερος από τη μικρότερη αδελφή του (είχε και μία μεγαλύτερη, τη Σάσα). Ο πατέρας της οικογένειας, Δημήτρης Κωνσταντάρας, πέθανε αιφνίδια λίγο μετά τη γέννηση της Μήτση και για αυτό το λόγο της έδωσαν το όνομα του. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια της και ιδιαίτερα ο Λάμπρος, την αντιμετώπιζαν πάντα σαν μικρό παιδί και ήταν τρόπο τινά το χαϊδεμένο τους. Ακόμα και σε μεγάλη ηλικία οι πολύ κοντινοί της άνθρωποι την αποκαλούσαν χαϊδευτικά Μήτσα.

Η Μήτση ακολούθησε τα χνάρια του αδελφού της και σπούδασε στην δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα. Το 1945 πρωτοεμφανίστηκε στην Πρώτη Κρατική Σκηνή με το έργο Αρλεζιάννα, ωστόσο στην πραγματικότητα ξεκίνησε την καριέρα της σε περιπλανόμενους θιάσους, τα ονομαστά μπουλούκια, όπως και πολλοί άλλοι ηθοποιοί της εποχής. Υπηρέτησε με μεγάλη επιτυχία αυτό το είδους θεάτρου, αλλά η απόφαση της να περιοδεύει διαρκώς δυσαρέστησε τους συγγενείς της, που ήξεραν ότι με τη βοήθεια του Λάμπρου θα μπορούσε να βρει δουλειές στην Αθήνα.

Ωστόσο η Μήτση ήθελε να περάσει το «σχολείο» της επαρχίας και αγνοούσε επί σειρά ετών τις εκκλήσεις για επιστροφή. Θα μπορούσε να είχε κάνει καριέρα στον κινηματογράφο ως πρωταγωνίστρια, καθώς πέραν του δεδομένου ταλέντου ήταν και ιδιαίτερα εμφανίσιμη, με κύρια χαρακτηριστικά τα μακριά μαύρα μαλλιά και τα πράσινα μάτια.

Υπέκυψε τελικά λόγω της μεγάλης αδυναμίας στον αδελφό της, όταν εκείνος της ζήτησε να αποσυρθεί για λίγο από το θέατρο και να φροντίσει το σπίτι τους.

Όταν επανήλθε, σε ώριμη πια ηλικία, άρχισε την κινηματογραφική της καριέρα, η οποία αριθμεί περίπου 40 ταινίες. Σε περίπου 30 εξ’ αυτών έπαιξε στο πλευρό του Λάμπρου, ενσαρκώνοντας κατά κανόνα – και παρά τη διαφορά ηλικίας – τη μεγαλύτερη του, πότε ως οικιακή βοηθός και πότε ως συγγενής, ανάλογα με τις ανάγκες του ρόλου. «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», ο «Τζαναπέτης», «Ένας τρελός γλεντζές», «Τι 30, τι 40, τι 50», «Υπάρχει και Φιλότιμο», είναι κάποιες από τις πιο γνωστές. Παράλληλα με τη στροφή στη φιλμογραφία, στα μέσα της δεκαετίας του 60’, μετακόμισε σε δικό της σπίτι αφού παντρεύτηκε, αλλά δεν απέκτησε παιδιά.

Διοχέτευσε τη φροντίδα και την αγάπη της στα ανίψια της, το γιο του Λάμπρου Δημήτρη και την κόρη της Σάσας Κωνσταντάρα, Σίσσυ.

Σαφώς αδικημένη από τον τρόπο που τη γνώρισε το νεότερο κοινό, ως αφανή παρτενέρ του φοβερού και τρομερού Λάμπρου Κωνσταντάρα δηλαδή, η Μήτση έκανε πολλά ζηλευτά πράγματα τόσο πριν, όσο και αφότου ήρθε στη ζωή της το εμπορικό σινεμά και καθηλωθεί στους περιοριστικούς αυτούς ρόλους.

Ήταν όμως μια δυναμική γυναίκα που παρά τις αυστηρές οικογενειακές συνθήκες και τις απαγορεύσεις, έκανε αυτό που αγαπούσε, έγινε θεατρίνα δηλαδή, χωρίς να δειλιάσει ούτε στιγμή.

Με τον αδελφό της έπαιξε και στο σανίδι, ενώ τη δεκαετία του ’70 συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο σε πολλά έργα. Την ίδια εποχή έκανε αυτόνομη καριέρα και στην τηλεόραση, σε σειρές όπως: «Λούνα Παρκ», «Εκείνες Και Εγώ», «Μεθοριακός Σταθμός», «Παλιατζής» κ.α.

Ήταν μόλις 63 ετών όταν ήρθε το μεγάλο πλήγμα στη ζωή της. Τον Ιούνιο του 1985 ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έφυγε από τη ζωή μετά από σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων και η ίδια έπεσε σε κατάθλιψη. Άντεξε μόνο έξι μήνες χωρίς τον αγαπημένο της αδελφό στη ζωή. Λέγεται ότι συνομιλούσε εκείνο το διάστημα με τη φωτογραφία του και τελικά στις 22 Δεκεμβρίου του ’85 θα τον ακολουθούσε στον άλλο κόσμο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, χτυπημένη από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Πολλοί από το στενό περιβάλλον της είπαν τότε ότι λυτρώθηκε κινώντας να πάει να τον βρει…