Μπορεί να μην σπούδασε υποκριτική αλλά το ταλέντο του ήταν τόσο πηγαίο που δεν θα μπορούσε να μην ασχοληθεί με τον χώρο του θεάματος. Ο λόγος για τον Τόνυ Άντονυ ο οποίος έκανε καριέρα με εφόδιο την μόνιμη διάθεσή του να κάνει τους γύρω του να περνούν καλά και να γελάνε.
Γεννημένος ως Αντώνης Κόνιαρης στις 30 Ιανουαρίου 1948, υιοθέτησε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Τόνυ Άντονυ μέσω του οποίου έγινε γνωστός στο πανελλήνιο ακολουθώντας τον δρόμο του θεάματος. Έναν δρόμο που όπως αποδείχθηκε ήταν αδύνατο να μην βρει μπροστά του, λες και επρόκειτο για καπρίτσιο της μοίρας που ήθελε να τον δει να πετυχαίνει.
Κάπως έτσι ήρθε και η πρώτη επαφή με τον χώρο. Από σπόντα! Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 0 –και αφού είχε παίξει μέχρι και… μπαλίτσα σε μια μικρή ομάδα του Αιγάλεω- βρέθηκε να εργάζεται ως υπάλληλος στο αναψυκτήριο «Ερμής» στην ίδια περιοχή. Εκεί έδινε παραστάσεις ο Χάρρυ Κλυνν ο οποίος είδε αυτό το «κάτι» σε αυτόν και δεν δίσταζε να τον βγάζει στην σκηνή όπου έστηναν αυτοσχέδια σκετς σκορπώντας γέλιο στους θεατές. Ο γνωστός κωμικός αποδείχθηκε κομβικός για την πορεία του Τόνυ Άντονυ αφού το 1978 ξανασυναντιούνται. Ο ένας μεσουρανεί στα «Δειλινά» και ο άλλος εργάζεται εκεί ως ηλεκτρολόγος. Όταν, όμως, κάποιο βράδυ ένας από τους ηθοποιούς δεν εμφανίζεται, ο Χάρρυ Κλυνν θυμάται το ταλέντο του Τόνυ και του ζητά να καλύψει την θέση. Το νερό πλέον είχε μπει στο αυλάκι.
Οι δυο τους θα βρεθούν ξανά και στον κινηματογράφο στις παραγωγές της δεκαετίας του ’80 «Eις μνήμην Χάρρυ Κλυνν», «Made in Greece», «Χάρρυ Κλυνν και Πάσης Ελλάδος», την ίδια περίοδο που ο Τόνυ Άντονυ εμφανίζεται ως stand up comedian σε διάφορα μαγαζιά και παράλληλα αρχίζει να συμμετέχει σε δεύτερους αλλά πολύ χαρακτηριστικούς ρόλους και στις βιντεοταινίες που γνωρίζουν άνθιση εκείνη την εποχή. Βέβαια, δεν σταματά να εμφανίζεται διαρκώς και στο θεατρικό σανίδι, με την επιθεώρηση να αποδεικνύεται το φόρτε του.
Έχοντας παρουσία σχεδόν σε κάθε μορφή θεάματος, από το ρεπερτόριό του δεν θα μπορούσε να λείπει η τηλεόραση. Το «βάπτισμα του πυρός» έρχεται το 1988 όταν συμμετέχει στο πρώτο… πρωινάδικο της ελληνικής tv και συγκεκριμένα στην εκπομπή «Πρωϊνά» την οποία παρουσίαζαν ο Άρης Σκιαδόπουλος και η Ειρήνη Νικολοπούλου, λίγο πριν μπουν στην ζωή μας τα ιδιωτικά κανάλια που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του ηθοποιού.
Το 1994 από το Mega προβάλλεται το σίριαλ «Τα 7 κακά της μοίρας μου», με τον Γιώργο Κωνσταντίνου στο ρόλο του Λάμπρου Φουντούκη. Από το υπόλοιπο casting ξεχωρίζει ο τηλεοπτικός αδελφός του, Τζάκσον Φουντούκης τον οποίο υποδύεται ο Τόνυ Άντονυ και γνωρίζει καθολική επιτυχία και αναγνώριση, αλλάζοντας ουσιαστικά κατηγορία στη συνείδηση του κοινού.
Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουν να παίρνει μέρος σε πολλές παραγωγές, ιδιαίτερα στο θέατρο όπου δίχως αμφιβολία ξεχωρίζει η παρουσία του στην διαδραστική παράσταση των Τζόρνταν-Έϊμπραμς «Σεσουάρ για δολοφόνους». Παίρνει μέρος στην παρθενική σεζόν αλλά και σε άλλες πέντε διανομές από τις συνολικά 13 σεζόν τις οποίες διαρκεί, καθιστώντας την συγκεκριμένη κωμωδία ως μία από τις πλέον μακροβιότερες στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
Το 2012 συμφωνεί να παίξει στην παράσταση «Οι σαλταρισμένοι» η οποία θα έκανε πρεμιέρα τον χειμώνα, όμως νωρίτερα και εντελώς αιφνιδιαστικά ανακοινώνει ότι αποσύρεται επικαλούμενος προβλήματα υγείας. Τελικά μαθαίνουμε ότι δεν επρόκειτο για κάτι απλό και περαστικό, αλλά για καρκίνο, με τον οποίο δίνει με θάρρος και παρρησία την πιο δύσκολη μάχη της ζωής του.
Οι επόμενοι μήνες είναι τρομερά δύσκολοι. Ο Τόνυ Άντονυ αρχίζει να ρευστοποιεί περιουσιακά στοιχεία για να χρηματοδοτήσει τις θεραπείες του και φτάνει στο σημείο να πουλήσει και το σπίτι του αλλά κι ένα τροχόσπιτο για το οποίο στεναχωριέται πολύ αφού το είχε συνδυάσει με πάμπολλες αποδράσεις από την καθημερινότητα. «Έχω καρδιά τσιγγάνου» συνήθιζε να λέει για την ανάγκη του να ξεφεύγει…
Στις 13 Δεκεμβρίου 2014, σε ηλικία μόλις 66 ετών «φεύγει» για το τελευταίο ταξίδι, νικημένος από καρκίνο. Στις αποσκευές του για την αιωνιότητα κουβαλά την αγάπη του κόσμου αλλά και όσων τον γνώρισαν από κοντά και αντιλήφθηκαν ότι ήθελε μόνο ένα πράγμα όσο υπήρχε ανάμεσά μας. Να μας βλέπει να γελάμε…