Τρεις λέξεις που άλλαξαν την ιστορία: Ο θρυλικός Έλληνας δικηγόρος που έσωσε τη ζωή του Νέλσον Μαντέλα

Ένας από τους ελάχιστους λευκούς που τόλμησαν να πολεμήσουν το ρατσισμό στη Νότια Αφρική

Στις 9 Σεπτεμβρίου 2020 η Νότια Αφρική θρηνεί και το πένθος της είναι τόσο βαρύ που μπορεί να συγκριθεί μόνο με την ημέρα του θανάτου του Νέλσον Μαντέλα, επτά χρόνια νωρίτερα. Αυτή τη φορά από τη ζωή έχει φύγει ο Έλληνας Γιώργος Μπίζος, στο πρόσωπο του οποίου ολόκληρο το έθνος αναγνωρίζει έναν ήρωα που -ανάμεσα σε άλλα- θεωρείται ότι έπαιξε απόλυτα καθοριστικό ρόλο στο να μην καταδικαστεί σε θάνατο ο ηγέτης της χώρας από το ρατσιστικό και απάνθρωπο καθεστώς του Απαρτχάιντ.

Εκείνα τα ζοφερά χρόνια ήταν ελάχιστοι οι λευκοί που τολμούσαν να μην συνταχθούν με το «σύστημα» που χώριζε τους ανθρώπους σε πολίτες α’ και β’ κατηγορίας ανάλογα με το χρώμα τους, αντιμετωπίζοντας τους μαύρους ως υποδεέστερους, σχεδόν στα όρια του ζώου. Ακόμη κι αν δεν συντάσσονταν με αυτές τις απόψεις, ο φόβος για την τύχη των ίδιων ή των μελών των οικογενειών τους ήταν τέτοιος που τους παρέλυε και απέκλειε κάθε ενδεχόμενο αντίστασης.

Η «απόδραση» από την κατεχόμενη Ελλάδα

Ωστόσο κατά την διάρκεια αυτών των δεκαετιών δεν έλειψαν και κάποιες (λίγες είναι αλήθεια) εξαιρέσεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Γιώργος Μπίζος. Ένας Έλληνας που γεννήθηκε το 1927 στο χωριό Βασιλίτσι του νομού Μεσσηνίας και από πολύ μικρή ηλικία μπολιάστηκε με την αγάπη για την ελευθερία. Όταν η Ελλάδα υποφέρει από τον γερμανικό ζυγό στην Κατοχή, ο πατέρας του παίρνει μια ριψοκίνδυνη απόφαση. Θέλει να διαφύγει με την οικογένειά του από την χώρα και μαζί με τον μόλις 13χρονο Γιώργο επιβιβάζονται σε ένα μικρό σκαρί, με την βοήθεια ενός Αρμένιου φούρναρη από την Κορώνη  Εκεί δεν είναι μόνοι, καθώς βοηθούν άλλους 4 Έλληνες και 7 Νεοζηλανδούς στρατιώτες που προσπαθούσαν να φτάσουν στην Κρήτη ενόψει της μεγάλης μάχης όπου γράφτηκε ξεχωριστή σελίδα στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Με μοναδικά εφόδια μια παλιά πυξίδα και ένα χάρτη που έσκισαν από τον σχολικό Άτλαντα του παιδιού, είδαν μόλις την δεύτερη μέρα τους μανιασμένους αέρηδες να σκίζουν το πανί, αναγκάζοντάς τους να κωπηλατούν σε βάρδιες μέχρι να το επιδιορθώσουν. Την επόμενη ημέρα, με το πλοιάριο να έχει βγει εντελώς εκτός πορείας, αντίκρισαν ένα πολεμικό σκάφος. Για καλή τους τύχη ήταν το αντιτορπιλικό «HMS Kimberley» του βρετανικού πολεμικού ναυτικού, που τους περισυνέλεξε και άφησε πατέρα και γιο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Από εκεί ο νεαρός Γιώργος στάλθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις στην Νότια Αφρική όπου το πρώτο πράγμα που συνάντησε ήταν ακραία στοιχεία σε πορεία διαμαρτυρίας για τα «σκουπίδια», όπως αποκαλούσαν τους πρόσφυγες πολέμου, που έρχονταν στην χώρα τους. Τραγική ειρωνεία: οι ίδιοι ήταν απόγονοι επίσης Ευρωπαίων… αποικιοκρατών… Χωρίς να γνωρίζει ούτε την τοπική γλώσσα των Αφρικάανς ή αγγλικά, δεν μπορούσε καν να ενταχθεί για μια διετία στο σύστημα εκπαίδευσης και το μέλλον φάνταζε πολύ δύσκολο για εκείνον. Με την βοήθεια της ελληνικής κοινότητας, όμως, σε λιγότερο από 8 χρόνια από εκείνη την ημέρα, όχι μόνο τελείωνε το σχολείο, αλλά γινόταν δεκτός και στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου του Γιοχάνεσμπουργκ όπου έκανε την γνωριμία που θα καθόριζε την ζωή του. Αυτήν με τον Νέλσον Μαντέλα.

Το ιστορικό «if needs be»

Από την πρώτη μέρα που άσκησε το επάγγελμα, το 1954, ο Μπίζος έδειξε ότι για εκείνον η δικηγορία δεν ήταν απλά ένα μέσο βιοπορισμού, αλλά ένα μέσο διεκδίκησης και απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης, σε μια χώρα που αυτό αποτελούσε άγνωστη έννοια για τους μαύρους. Μάλιστα, μετά την αποφοίτηση του ήταν ο πρώτος λευκός δικηγόρος, που δέχτηκε να μοιραστεί το γραφείο του, με μαύρο συνάδελφό του, τον Ντούμαν Νοκούι, προκαλώντας απίστευτες αντιδράσεις με την πρωτοφανή κίνησή του.

Πρωτοστάτησε με τόλμη σε κάθε απόπειρα μετασχηματισμού υπερασπιζόμενος τους αδύναμους και δεν υπήρξε η παραμικρή έκπληξη όταν εντάχθηκε στην ομάδα νομικών που τάχθηκαν στο πλευρό του Νέλσον Μαντέλα και των συντρόφων του στην περίφημη «Δίκη της Ριβόνια» την περίοδο 1963-1964.

Η απολογία του Νέλσον Μαντέλα αποτελεί σήμερα ένα κειμήλιο για την ανθρωπότητα και θεωρείται ότι υπήρξε καθοριστική για το γεγονός ότι ο ηγέτης του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου δεν καταδικάστηκε σε θάνατο. Αν και αρχικά κάποιοι πίστωσαν στον Μπίζο ολόκληρο το κείμενο, εκείνος έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι η δική του συνεισφορά (πέραν όλων των άλλων) ήταν η προσθήκη τριών –μόλις – λέξεων. Πρόκειται για το ιστορικό «if needs be», που στα ελληνικά σημαίνει «αν χρειαστεί». Ο νεαρός –τότε- δικηγόρος επέμεινε να μπει η συγκεκριμένη αποστροφή και οι νομικοί κύκλοι τονίζουν την σημασία της. Σύμφωνα με εκείνους, με αυτόν τον τρόπο ο Μαντέλα δήλωνε μεν ότι ήταν έτοιμος να πεθάνει για τις ιδέες και τις πράξεις του, χωρίς όμως να προτάσσει την ανάγκη να γίνει «μάρτυρας», οπλίζοντας έτσι τους διώκτες του και νομιμοποιώντας κατά κάποιο τρόπο έτσι μια θανατική καταδίκη. Αυτό το «αν χρειαστεί» μνημονεύεται και συζητείται ακόμη και σήμερα.

 

Στο πλάι των αδύναμων έως το τέλος της ζωής του

Ως νομικός ανέλαβε δεκάδες άλλες περιπτώσεις υπερασπιζόμενος ΠΑΝΤΑ θύματα του Απαρτχάιντ. Δίχως τον παραμικρό φόβο και ενώ καθημερινά ο αγώνας του επεκτεινόταν και εκτός των δικαστικών αιθουσών. Ακούραστος ακτιβιστής, ο «λευκός Έλληνας» συνέχισε να εμπνέει, μπλέκοντας την ελληνική μυθολογία και ιστορία με τον αγώνα των Νοτιοαφρικανών, συχνά παραλληλίζοντας την Οδύσσεια με το ταξίδι της χώρας προς την ελευθερία. Ευτύχησε να ζήσει αρκετά ώστε να δει τον Νέλσον Μαντέλα να βγαίνει από την φυλακή και στάθηκε ξανά στο πλευρό του εκείνες τις ημέρες της τεράστιας αλλαγής, φροντίζοντας η μετάβαση να μην τραυματίσει κι άλλο το γεμάτο πληγές και μίση «σώμα» του κράτους.

Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του στην συγγραφή του νέου Συντάγματος πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η επόμενη μέρα και μέχρι τα βαθιά γεράματα συνέχιζε να μάχεται για τους αδύναμους, με τον περίγυρό του να θυμάται την μορφή του. Με το μπαστούνι του, πλέον, τον ίδιο φθαρμένο χαρτοφύλακα που κουβάλαγε για δεκαετίες και ποτέ με κινητό στο χέρι, ο Γιώργος Μπίζος δεν σταμάτησε ποτέ να υπερασπίζεται το δίκαιο, σχεδόν μέχρι την ημέρα που πέθανε το 2020 σε ηλικία 92 ετών, για να ενωθεί ξανά στην τελευταία κατοικία τους με την αγαπημένη γυναίκα του Ρίτα Δάφνου, με την οποία ήταν ζευγάρι από το 1948.