Χωράνε 5.000 άτομα σε ένα stand up; Ιδού η απορία. Κι ο Λάμπρος Φισφής, σαν άλλος Άμλετ, θα κληθεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα με την παράσταση που ετοιμάζει στις 6 Ιουνίου στο γήπεδο του Tae Kwon Do στο Παλαιό Φάληρο με τίτλο «Αυτά Είναι».
Είναι μια παράσταση (βρες λεπτομέρειες εδώ) που θα μπορούσε να είχε γίνει το 2020. Όμως αν είχε γίνει τότε, πιθανότατα ο Λάμπρος Φισφής δε θα είχε την ευκαιρία να μου δώσει συνέντευξη και αυτό θα ήταν μέγα σφάλμα.
Όχι μόνο γιατί είμαι το ίδιο γεροπαράξενος με εκείνον, αλλά γιατί έχω πάντοτε την πίστη ότι θα μπορέσω να φωτίσω στον εκάστοτε συνομιλητή μου την αθέατη πλευρά του φεγγαριού. Ο Λάμπρος Φισφής μπορεί να μην είναι η Σελήνη, αλλά έχει κι αυτός τις πλευρές του που ιδανικά θα ήθελε να μην πολυπατάει κανείς πέρα από τα παιδιά και τη γυναίκα του, άντε και 2-3 φίλους του.
5.000 θεατές περιμένει ο Λάμπρος Φισφής, κάπου στις 5.000 λέξεις σταματάει κι αυτή η συνέντευξη και μπορεί κάποιος να έλεγε “ρε Στέργιε, το μπούκωσες, θα βαρεθεί ο κόσμος”. Όχι. Θα τις διαβάσετε μία προς μία. Όχι επειδή το λέω εγώ, μα γιατί θα διαπιστώνετε στην πορεία της ανάγνωσης ότι θα ήταν πολύ κρίμα να αφαιρεθεί κάτι από τα παρακάτω.
Αν μπορώ να σας δώσω μια περίληψη, έχω να πω τα εξής: ο Λάμπρος Φισφής, όσο κι αν δεν του φαίνεται, τρελαίνεται για κάμπινγκ.
Και τρελαίνεται για κάμπινγκ γιατί σιχαίνεται τις διακοπές και το καλοκαίρι. Οξύμωρο. Έχει ξεκινήσει παραστάσεις από την Ολλανδία. Εκεί μέτρησε θανατικά να φαν΄κι οι κότες.
Παλιότερα έχει δουλέψει ως Master of Ceremony, ως κομπέρ δηλαδή, σε τσίρκο. Έχει επίσης παρουσιάσει κοπή πίτας σε εταιρείες. Είναι περιζήτητος σε αυτό, θα έλεγα εγώ. Ξέχασα να τον ρωτήσω αν έκανε ποτέ καμία κοπή πίτας πριν τα τέλη Μαρτίου που συνήθως γίνονται τέτοια happenings.
Κυκλοφορεί στο κέντρο της Αθήνας με ένα ηλεκτρικό πατίνι και κράνος. Πολλές από τις γεροπαραξενιές του αφορούν τη δομή που έχουν οι κοινόχρηστες τουαλέτες σε μαγαζιά ή αντικείμενα που χρησιμοποιεί και έχουν ένα ελάττωμα που κάνει εκνευριστική τη χρήση τους. Όπως το χαρτί υγείας που δεν έχει κάπου την άκρη του και το ξεσκίζεις μέχρι να το ανοίξεις.
Παραπάνω δε θα πω. Εκτός από το ότι μια φορά είχε γίνει διάρρηξη και κλοπή σε ένα μικρό θέατρο που έχει στην Αθήνα και όταν πήγε ο αστυνομικός για την έρευνα, ο Λάμπρος του έλεγε να τσεκάρει ένα κατσαβίδι για δαχτυλικά αποτυπώμα γιατί την είχε δει πολύ CSI. Κι ο αστυνομικός του εξήγησε πως θα έπρεπε για να υπάρχει αποτύπωμα, να έχει ακουμπήσει ξεκάθαρα ο κλέφτης. Και τελικά πήρε το κατσαβίδι.
Επομένως, αυτό εδώ το αναφέρω γιατί ο Λάμπρος Φισφής θέλει να κάνει δημόσια καταγγελία στον συγκεκριμένο αστυνομικό γιατί του καβάτζωσε το κατσαβίδι. Οπότε αν μας διαβάζει, να επικοινωνήσει μαζί μου για την επιστροφή του ομήρου.
Ο Λάμπρος Φισφής έχει μια λέξη για κάθε έναν από εσάς που θα πάτε στη μία και μοναδική παράσταση τέτοιου μεγέθους στις 6 Ιουνίου.
Αν αυτό που θα πω επί σκηνής το πάρει κάποιος, το απομονώσει από το context και από τη σύμβαση αυτή με το κοινό, τότε σίγουρα θα παρερμηνευθεί.
«Η παράσταση αυτή ξεκίνησε να στήνεται πριν 2 χρόνια. Μου έχουν στείλει άνθρωποι σκρινσοτ με εισιτήρια αγοράς από το 2020. Οπότε, ετοιμαζόμαστε για τον Ιούνιο. Αν προχωρήσει η παράσταση – πιστεύω ότι είμαστε σε ένα καλό επιδημιολογικό επίπεδο. Αν είσαι αισιόδοξος, λες ότι όλα θα είναι οκ τον Ιούνιο, είναι και καλοκαίρι, κανείς δε θα θέλει να πειράξει τον τουρισμό. Αν είσαι απαισιόδοξος όπως εγώ, τότε σκέφτεσαι ότι θα εμφανιστεί μια νέα μετάλλαξη 10 μέρες πριν και θα τα κλείσουν όλα.
Πάμε τώρα να δοκιμάσουμε το πώς θα ήταν το stand up στην Ελλάδα σε έναν τεράστιο χώρο, σε μια αρένα. Αυτό που έχω αποκομίσει στα 10 χρόνια που κάνω το stand up, είναι να πιάσω μια ομάδα κοινού με ανομοιογένεια και να την κάνω μια παρέα. Τώρα, το πώς από τα 100-200 άτομα, θα πάει αυτό στους 5.000, είναι το μεγάλο στοίχημα. Να δούμε το συναίσθημα του να γελάνε μαζί 5.000 άνθρωποι, η μαζικότητα του πράγματος.
Η κωμωδία, επειδή είναι υποκειμενική, έχει τη δυνατότητα να διχάζει τον κόσμο. Σε όλους αρέσουν διαφορετικά πράγματα. Άρα πώς είναι να γελάσουν όλοι αυτοί με το ίδιο πράγμα; Είναι ίδια η δυναμική του αστείου στα 150 άτομα και στα 5.000; Είναι ένα πείραμα αυτό που κάνουμε. Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει σε μεγάλο αριθμό παραστάσεων. Μία κι έξω θα είναι.
Έχουμε περάσει από πολλές αναβολές, έχω πάρει προσωπικά ανθρώπους που αγόρασαν εισιτήριο και τους είπα ότι θα τους δώσω τα λεφτά γιατί δεν έχω ιδέα πότε θα γίνει η παράσταση και κανείς δεν ξέρει, οι περισσότεροι τα κράτησαν… Όλη η ιδέα έχει πέσει στο τραπέζι με τους ανθρώπους του Comedy’s Finest και του Hub Events, που είμαστε φίλοι κι έχουμε κάνει αρκετές δουλειές μαζί από την κωμική σκηνή στο Plissken ή τα αγγλικά stand up και πάμε να το γιολάρουμε».
«Με τις μάσκες σκεφτόμουν στην αρχή ότι το γέλιο θα κοπεί. Ότι δεν θα είναι εύκολο για τον άλλον να γελάσει και δε θα παίρνουμε κι εμείς το ίδιο feedback. Σαν ένας σιγαστήρας στη μούρη σου. Πρακτικά, παρότι είναι άβολη και σταματά το γέλιο, δεν είναι και το χειρότερο που έχει γίνει. Το χειρότερο είναι που για ενάμιση χρόνο δεν κάναμε παραστάσεις. Οπότε τώρα θα το δεχτούμε, θα παίξουμε έτσι και δεν θα πούμε κουβέντα. Η εναλλακτική είναι παράσταση μέσω zoom. Καλύτερα με μάσκες».
«Ο κόσμος ξέρει πως από το θέατρο και τα stand up δε μπορείς να βγάλεις λεφτά. Αλλά για την τηλεόραση υπάρχει αυτή η ιδέα. Για κάποιους ανθρώπους προφανώς και ισχύει. Αλλά για την πλειοψηφία της τηλεόρασης, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, πασχίζουν όλες οι επιχειρήσεις και τα χρήματα είναι πολύ λίγα. Δεν έχει πάει άνθρωπος σαν και μένα στην τηλεόραση για να βγάλει λεφτά. Έχει πάει για άλλους λόγους».
«Όπως όλα τα θεμελιώδη ερωτήματα, έτσι και για την κωμωδία υπάρχει ότι ένα τραγικό πράγμα μαζί με τον χρόνο που θα περάσει, θα γίνει κωμωδία. Δε μπορείς να το δεις άμεσα, αλλά όταν περάσει χρόνος, θα βρεις την αστεία πλευρά του πόνου ή της κακής κατάστασης. Εννοείται πως οι κωμικοί θα έχουν και την σκέψη όταν τους συμβεί κάτι κακό ότι “εντάξει, τουλάχιστον θα έχω ένα πεντάλεπτο καινούργιο υλικό”».
«Οι ενοχές είναι μια ιδιαίτερη λέξη όσον αφορά την κωμωδία. Είναι κάτι που συζητιέται τα τελευταία χρόνια με το politically correct και αυτή τη συζήτηση για το πού πάνε τα όρια στην κωμωδία. Όπως και να το πεις, είναι η ίδια κουβέντα. Εγώ προτιμώ να κάνω αυτή τη συζήτηση με συγκεκριμένα πράγματα και παραδείγματα. Η γενικολογία δεν υφίσταται. Το μόνο γενικό είναι ότι ο καθένας όπως συμπεριφέρεται στη ζωή του, συμπεριφέρεται και στη σκηνή.
Δεν υπάρχει κάποια υπερδύναμη της κωμωδίας που λες “α τώρα έχω την υπερδύναμη να λέω ό,τι θέλω χωρίς κυρώσεις”. Δεν αλλάζεις τις αξίες σου ή τους τρόπους σου επειδή πατάς σε μια σκηνή και μόλις κατέβεις γίνεσαι και πάλι ευγενικός. Αυτό είναι μια αρχή πολλών εξ ημών. Ενοχή δεν ξέρω τι σημαίνει. Να πεις ένα αστείο που θα προσβάλλει κάποιον; Οκ, θα συμβεί κάποιες φορές.
Δεν είναι σίγουρα όμορφο ένας άνθρωπος να έχει έρθει να σε δει, να έχει φάει πόση ώρα στη διαδρομή, να βρει να παρκάρει, να έχει πληρώσει εισιτήριο και εσύ να τον κάνεις να στενοχωρεθεί. Είναι το ακριβώς αντίθετο απ΄αυτό που θέλουμε. Οπότε εγώ προσπαθώ να μιλάω για πράγματα που δε θα έχουν τέτοια εξέλιξη.
Έχω ελέγξει τι θα πω ώστε να μη στενοχωρεθεί κάποιος που θα είναι στο κοινό, είτε μιλάμε για κείμενα είτε για το interaction με τον κόσμο. Στόχος είναι, όπως είπα και πριν, να ενωθεί το κοινό και όχι να διχαστεί. Εμένα προσωπικά δε μου έχει γεννηθεί και μια ιδιαίτερη ανάγκη να σατιρίσω πράγματα που μπορεί να προκαλέσουν cancel. Δεν είναι το στυλ μου. Εγώ παρατηρώ και κολλάω με γελοίες λεπτομέρειες της καθημερινότητας, τους δίνω παραπάνω χώρο και πάω με βάση αυτό.
Προτιμώ να περάσω δύο λεπτά αναλύοντας την ιεροτελεστία της παπάρας σε ταβέρνα ή τα στάδια της κίνησης, παρά να πιάσω τους πολιτικούς ή τις διαφορές άνδρα γυναίκα. Αυτό είναι μια κατεύθυνση που πήρα όχι συνειδητά, αλλά έτσι έτυχε. Δεν ήθελα να μιλήσω ποτέ για τη θρησκεία ή να φέρω κάτι “επαναστατικό” στο stand up.
Αλλά θεωρώ ότι και το κοινό, όταν αποφασίζει να έρθει σε μια κωμική παράσταση, σε ένα stand up, έχει βάλει τον εαυτό του σε μια σύμβαση που φέρει μια αόρατη υπογραφή. Ξέρει ότι κάνουμε πλάκα στη σκηνή, ότι δεν έχουμε στόχο την προσβολή και είναι οκ με αυτό. Αν αυτό που θα πω επί σκηνής το πάρει κάποιος, το απομονώσει από το context και από τη σύμβαση αυτή με το κοινό, τότε σίγουρα θα παρερμηνευθεί.
Πάρε μια παράστασή μου και κόψε ένα κομμάτι και εύκολα θα πει κάποιος “cancel Φισφής”. Εγώ είμαι ένας κωμικός just for laughs. Θέλω να γελάσει ο κόσμος 8 φορές το λεπτό. Δεν περιμένω να έρθει κανείς στην παράστασή μου και να φύγει εκεί πεφωτισμένος. Όπως μπήκε στην παράσταση, έτσι να φύγει, αλλά για 2 ώρες να έχει γελάσει και να έχει ξεχαστεί».
Το ότι το κοινό αυξάνεται και στηρίζει το stand up, είναι αποτέλεσμα της δουλειάς που κάνει κάθε κωμικός στη σκηνή
«Έχω κατανοήσει ότι επειδή έχω μια αναγνωρισιμότητα, πρέπει να μετράω τις λέξεις μου. Όλοι μας το κάνουμε, σε όλους μας συμβαίνει. Έχω κι εγώ ένα φίλτρο που με κινεί να προσέξω. Ακόμα κι εδώ που σου μιλάω, εσύ είσαι εδώ και με βλέπεις, ξέρεις τι λέω και πώς το λέω, ο άλλος που θα με διαβάσει, δεν το έχει.
Αυτό εφαρμόζει και στην κωμωδία. Αυτό που έχει ο καθένας στο μυαλό του δεν είναι ίδιο στο μυαλό του άλλου. Αν εγώ σκέφτομαι κάτι και γελάω με αυτό, δε σημαίνει ότι θα γελάσει και ο άλλος. Άλλα πρέπει να βρω τρόπο να το επικοινωνήσω. Όταν δε γελάει το κοινό, είναι γιατί δεν του επικοινώνησα σωστά αυτό που ήθελα. Αυτό ισχύει και στις δημόσιες τοποθετήσεις.
Είναι σαν να πρέπει να περάσεις στην απέναντι πλευρά του ποταμού κάποιους. Και για να το κάνεις, πρέπει να τοποθετήσεις όλες τις πέτρες σε σωστή απόσταση. Αν παραλείψεις μια πέτρα ή δεν έχεις ίδια απόσταση σε όλες, κάπου θα υπάρξει κενό και οι άνθρωποι θα πέσουν στο νερό.
Έχει επίσης να κάνει και με το ποιος είσαι. Εγώ ξέρω πως δεν θέλω να προκαλέσω. Ό,τι γίνει πέρα απ΄αυτό, θα είναι κατά λάθος ή χωρίς να εννοώ αυτό που μου αποδίδεται. Προς το παρόν δεν έχει παρερμηνευθεί κάτι που είπα. Αλλά ναι, έχω πάντοτε τη σκέψη ότι θα κριθώ για όσα λέω.
Την ίδια στιγμή δεν πιστεύω ότι άτομα του δημόσιου λόγου πρέπει να εκφράζουν την άποψή τους για τα πάντα. Με έχουν πάρει αρκετές φορές τηλέφωνο και τους έχω απαντήσει ότι δεν έχω καμία άποψη να εκφράσω. Δεν υπάρχει λόγος ο κόσμος να δίνει παραπάνω έμφαση στο τι θα πω εγώ, σε σχέση με έναν φίλο του, έναν συγγενή του ή τον γείτονα του. Δεν υπάρχει λόγος να ακούγεται η άποψή μου παραπάνω από τον οποιονδήποτε.
Δεν είναι φόβος, αλλά προσοχή. Αυτό δεν ισχύει μόνο στον δημόσιο λόγο. Κι εμείς οι δύο μεταξύ μας, ως φίλοι να μιλούσαμε, πάλι θα πρόσεχα πώς θα μεταφέρω αυτό που σκέφτομαι. Απλώς εδώ θα είχα την ευκαιρία να σε ακούσω να μου λες ότι είπα κάτι λάθος, θα σου έλεγα “σόρι, μου βγήκε λάθος”, θα με καταλάβαινες και θα τελείωνε εκεί».
«Το stand up στην Ελλάδα ξεκινάει από τον Χάρρυ Κλυνν, πάει στον Πανούση, μετά στις Νύχτες Κωμωδίας τη δεκαετία του ’90, κάνει μια κοιλιά και το 2011-12, κάπου εκεί, έρχεται ξανά με άλλη νοοτροπία, κωμικούς, αλλού τον πήχη και αυτό που βλέπεις τώρα, είναι το αποτέλεσμα εκείνου του χτισίματος. Είναι από τα πιο δημοφιλή είδη σε επίπεδο ανάπτυξης.
Από κει που πηγαίναμε σε καφέ σε όλη την Αττική για να διασκεδάσουμε τον κόσμο, πέρασε στη φάση που εσύ πήγαινες σε ένα μέρος και ερχόταν ο κόσμος να σε βρει, μετά στο θέατρο, μετά πήγε στην υπόλοιπη Ελλάδα, σε μεγάλες και μικρές πόλεις, και φτάνουμε τώρα που είναι μια κωμωδία που ο κόσμος την ακολουθεί, έχει δική του κατηγορία στο Αθηνόραμα και το Viva, έχει πλειοψηφία παραστάσεων και πάνω σε αυτό κολλάει και το δικό μου πείραμα με την Πλατεία Νερού.
Το βλέπεις και με το φεστιβάλ Κωμωδίας που ξεκίνησε στο Άβατον με χωρητικότητα 60 άτομα και έκανε 1.000 εισιτήρια σε 3 μέρες, δύο χρόνια μετά έκανε 6.000 και δύο χρόνια μετά πήγε στα 12.000.
Άρα βλέπεις ότι γίνεται κάτι σωστό, ο κόσμος το υποστηρίζει και το γουστάρει. Τώρα αν αυτή είναι η χρυσή περίοδος και μετά μείνει σταθερό, είναι το καλύτερο. Για μένα δε χρειάζεται συνεχώς να ανεβαίνει. Αρκεί να εδραιωθεί. Να είναι παρόν και σε μια δεκαετία. Αυτό μετράει».
«Δεν ένιωσα ποτέ πίεση ότι έχω μια ευθύνη ως ένας από τους πρώτους χρονικά κωμικούς σε αυτή τη νέα εποχή. Δεν ήταν κάποιο βάρος στους ώμους μου. Ήταν απλά μια επιθυμία να υπάρχει αυτό και να πάρει ώθηση ώστε να ζει και τα επόμενα 10 και 20 χρόνια. Αυτό θα έπρεπε να το νιώθουν όλοι οι κωμικοί με τη δουλειά τους.
Το ότι το κοινό αυξάνεται και στηρίζει, είναι αποτέλεσμα της δουλειάς που κάνει κάθε κωμικός στη σκηνή. Άρα, δεν έχω εγώ μεγαλύτερη ή μικρότερη ευθύνη. Πρέπει να δουλεύουμε εντατικά, συστηματικά και να ανανεωνόμαστε, ώστε ο κόσμος να συνεχίσει να ανταποκρίνεται. Αυτή είναι η ευθύνη. Να το πω καλύτερα: είναι θέμα διάθεσης, να ιδρώσεις τη φανέλα και να δείξεις στον κόσμο και στον εαυτό σου ότι μπορείς να το εξελίξεις».
Εμείς οι κωμικοί είμαστε σαν εκείνους τους τύπους στα πάρτι του λυκείου που είχαν σύστημα να την πέσουν σε 12 κοπέλες μπας και κάτσει κάτι. Ε, φαντάσου αυτό αλλά να το κάνεις σε ένα λεπτό. Ο κωμικός την πέφτει κάθε λεπτό σε 8 “άτομα” και θέλει να μη φάει απόρριψη.
«Η ατάκα “ο κόσμος έχει ανάγκη να γελάσει”, είναι από τα πιο χαζά πράγματα. Δεν το πιστεύω καθόλου. Είναι μια ατάκα δίχως βάση. Δεν υπήρξε καμία περίοδος της Ελλάδας όπου ο Έλληνας τα είχε όλα λυμένα και δεν είχε ανάγκη να γελάσει. Το γέλιο το χρειάζεσαι πάντα, όσο καλά ή κακά και να είσαι. Στην Ελλάδα ειδικά που ο κόσμος πάντα υπέφερε και είχε προβλήματα, το γέλιο ήταν πάντα ανάγκη. Δεν ήταν κάποια κρίση που έφερε την άνθιση του stand up.
Το stand up είναι ένα είδος κωμωδίας που κανένα άλλο είδος δεν μπορεί να το κοντράρει στο γέλιο. Η κωμωδία μετριέται ποσοτικά από το πόσες φορές γελάει ένας θεατής στην παράσταση. Σε μια θεατρική παράσταση θα γελάσεις 20 φορές σε όλη τη διάρκεια, στο stand up θα γελάσεις 8 φορές το λεπτό. Αν πάρεις μια οποιαδήποτε παράσταση, την δεις για 5 λεπτά και μετρήσεις τις φορές που γελάς, θα δεις ότι έχει έναν μέσο όρο 7-8 φορές.
Κάτσε δες όποια παράσταση σου έχει αρέσει και μέτρα τη για 5 λεπτά. Αυτά που λέμε τώρα δεν υπήρχαν στην Ελλάδα. Είναι πρακτικές που μας ήρθαν από το εξωτερικό. Εγώ ξεκίνησα στην Ολλανδία, πήγα στην Αγγλία, εκεί τα έμαθα. Μου είπαν πώς να είναι το act μου, πού να στοχεύσω και αναρωτιόμουν τι μου λένε.
Είναι ένα πολύ δυνατό είδος κωμωδίας. Είναι πολλά πράγματα, είναι up to date. Ναι, ο Αριστοφάνης είναι διαχρονικός, αλλά δεν μιλάει για τα λεωφορεία ή για τη μάνα σου που έχει μονάδα μέτρησης το τσικ και το τσακ».
«Το καλύτερο που μπορείς να ακούσεις είναι να σου λένε “πέθανα στο γέλιο”, “πονάει το σαγόνι μου”, “πονάνε τα κόκαλά μου”…Έχω ακούσει άνθρωπο να μου λέει “να σου είμαι ειλικρινής, σε κάποια φάση κατουρήθηκα λίγο πάνω μου”. Αυτά θες να ακούσεις. Τι να θες, ότι τους άλλαξες τη ζωή ή τις απόψεις; Θες για δύο ώρες να τους ταξιδέψεις. Η κωμωδία δεν θα λύσει τα προβλήματα. Με τα ίδια προβλήματα που θα έρθεις, με αυτά θα φύγεις. Απλά για δύο ώρες δεν θα τα σκεφτείς».
«Έχω άπειρα θανατικά (σημ: θανατικό λένε οι κωμικοί ένα αστείο που δεν προκαλεί γέλιο ή και μια ολόκληρη παράσταση). Ξεκίνησα όπως σου είπα στο εξωτερικό, άρα στ΄αγγλικά, οπότε τα πρώτα 2.5-3 χρόνια μου ήταν το ένα θανατικό πίσω από το άλλο. Ήταν βάρβαρο. Σε σημείο που η γυναίκα μου – τότε κοπέλα μου – μου έλεγε ότι αυτό δεν κάνει καλό και να βρω τρόπο να ντιλάρω την απόρριψη.
Όπως τα γέλια πρέπει να είναι 8 το λεπτό, έτσι και τα μη γέλια μπορεί να είναι 8 το λεπτό. Αυτό σημαίνει 8 απορρίψεις. Είναι σκληρό. Εμείς οι κωμικοί είμαστε σαν εκείνους τους τύπους στα πάρτι του λυκείου που είχαν σύστημα να την πέσουν σε 12 κοπέλες μπας και κάτσει κάτι. Ε, φαντάσου αυτό αλλά να το κάνεις σε ένα λεπτό. Ο κωμικός την πέφτει κάθε λεπτό σε 8 “άτομα” και θέλει να μη φάει απόρριψη. Εγώ βίωσα 5λεπτα γεμάτα θανατικά.
Τα βίωσα στο πετσί μου περισσότερο από οποιονδήποτε κωμικό στην Ελλάδα. Δεν έχω γνωρίσει δηλαδή κωμικό να μου πει τα θανατικά του και να πω “εντάξει, αυτός έχει πεθάνει πιο πολύ από μένα”. Όχι, δεν παίζει. Δεν παίζει και γιατί έχω αντιμετωπίσει το κοινό της Ολλανδίας που είναι από τα πιο σκληρά. Ήμουν κι εγώ στο ξεκίνημα, σε μια μη μητρική μου γλώσσα και το έκανα όχι στην πρωτεύουσα, αλλά στη Θήβα της Ολλανδίας, σε ένα καμένο καφέ.
Στην Ελλάδα έχουν υπάρξει αρκετά θανατικά, αλλά δεν θυμάμαι κάτι βαρβάτο. Τα βαρβάτα έρχονται συνήθως στην αρχή της πορείας γιατί είσαι άπειρος και λογικά δεν έχεις μάθει τον τρόπο.
Η κουλτούρα της κωμωδίας είναι μια γλώσσα. Και στη χώρα σου μπορείς να περάσεις πιο εύκολα αυτό που θες. Όχι μόνο για τη γλώσσα, αλλά γιατί έχετε κοινές προσλαμβάνουσες. Άρα, φαντάζομαι, αν είσαι Ολλανδός κωμικός και κάνεις stand up στ΄αγγλικά, στη Θήβα, πιστεύω θα φας θανατικό. Αν και οι Έλληνες είναι αρκετά καλύτερο κοινό σε σχέση με τους Ολλανδούς, πιο εκδηλωτικό. Κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις. Στην Ολλανδία ας πούμε δεν έχουν ταμπού. Οτιδήποτε κι αν σχολιάσεις, δεν πρόκειται να σου πει κανείς τίποτα. Αλλά δε γελάνε με την ψυχή τους».
«Μπορεί να τύχει να έχεις καλό κείμενο, να το εκτελέσεις εξαιρετικά καλά, αλλά να μη συνδεθείς με το κοινό. Να σου φέρω ένα ακραίο παράδειγμα. Μπορεί εσύ να έχεις ένα τέλειο κείμενο που έχει να κάνει με το πώς είναι να μεγαλώνεις δύο παιδιά. Αν το πεις σε κοινό με 15χρονα, δε θα κάνει γκελ. Πιο πολύ απ΄όλα πρέπει να δεις τι είναι ο κόσμος που έχεις από κάτω, να δεις με τι γελάει, τι δημογραφικά έχει και να προσαρμοστείς στο κοινό σου. Αυτό είναι το πιο σύνηθες για να έρθει ένα θανατικό. Το stand up είναι ένα κομμάτι που δεν είναι απλό.
Πολύς κόσμος πιστεύει ότι είναι όλα αυτοσχεδιασμός. Ότι θα βγω δηλαδή εγώ, θα κάτσω 90 λεπτά στη σκηνή και θα κάνω τον άλλο να γελάει 720 φορές με ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι. Το stand up όμως είναι κείμενο, είναι μελέτη, έχεις κόψει περιττές λέξεις, τις έχεις βάλει στη σωστή σειρά, το έχεις δοκιμάσει, έχεις δει τι δουλεύει, τι δε δουλεύει, έχεις κάνει διορθώσεις και φτάνεις στη σκηνή γνωρίζοντας ότι 9.5 στις 10 φορές το κείμενο θα πιάσει. Άρα ναι, έχει πολύ λογιστική και στατιστική.
Όπως επίσης, αρκετοί πιστεύουν ότι σε διάστημα 15-20 παραστάσεων που θα δώσουμε συνεχόμενα, θα έχουμε κάθε βράδυ κι άλλο κείμενο. Έχει τύχει να έρθει ένας στην πρεμιέρα, να έρθει ξανά μετά από 2 εβδομάδες και να μου πει “πάλι τα ίδια λες ρε μαν;”. Όχι απλά λέω τα ίδια, αλλά θα τα λέω για τα επόμενα 2.5 χρόνια. Δεν παίζει να αλλάξει. Μην έρθεις να με δεις για τα επόμενα 2.5 χρόνια. Με τιμάει που πίστευες ότι θα έχω καινούργια 90 λεπτά μέσα σε 15 ημέρες, αλλά δε δουλεύει έτσι».
«Δεν μπορείς να βγάλεις υλικό υπό την πίεση του κοινού που θα θέλει πάντα να δει κάτι καινούργιο από σένα και άμεσα. Κι αν το κάνεις, δεν θα είσαι καλός. Θα ρίξεις τον πήχη, θα το κάνεις για λάθος λόγους. Κι αν δεν είσαι καλός, το κοινό που πριν λίγες ημέρες σε χειροκροτούσε, αν δει ότι δεν είσαι καλός, δεν θα πατήσει ξανά σε παράστασή σου.
Είσαι όσο καλός είναι η τελευταία σου παράσταση. Κρίνεσαι κάθε βράδυ. Η κωμωδία είναι απόλυτα ειλικρινής. Αν δεν είσαι κι εσύ ειλικρινής, το κοινό θα σε αφήσει. Προφανώς και η βάση του stand up έχει και μια πίεση προς τον εαυτό. Δεν είναι ότι ξυπνάς και κάθεσαι και γράφεις. Αλλά είναι η αναγκαία πίεση αυτή».
Ο κόσμος δε θέλει να είσαι ανασφαλής, θέλει να σε εμπιστευτεί ότι μπορείς να τον κάνεις να γελάσει, να χαλαρώσει μαζί σου, αλλά δε θέλει να βγεις και με την άνεση ότι τους έχεις κι ότι τους κάνεις χάρη
«Εγώ έπαθα ένα burnout στη ζωή μου και πήρα το μάθημα για το πώς πρέπει να χειρίζομαι αυτό που μπορώ να προσφέρω χωρίς να καώ. Κι αν καώ, να έχω μάθει να το αποδέχομαι, ώστε να καταλάβω ότι πρέπει να απέχω για λίγο καιρό. Η δική μου περίοδος ήρθε στο Κάψε Το Σενάριο.
Δηλαδή μετά από 2 χρόνια όπου έτρεχα ένα πρότζεκτ υψηλότατων απαιτήσεων, με πολύ υλικό και γράψιμο για κάθε επεισόδιο, μια δουλειά που στο εξωτερικό θα είχε 8 ανθρώπους κι εδώ είχε ενάμιση, δεν είχα τίποτε άλλο να δώσω. Υπήρξε συζήτηση για 3η σεζόν και τους είπα “δεν έχω ούτε μισό σκετς ακόμα, ούτε μισό μονόλογο”. Το κανάλι ήθελε 3η σεζόν, εγώ είπα ότι δεν μπορώ να παραδώσω μια έστω ίση με τη 2η, 3η σεζόν».
«Για μένα πάνω απ΄όλα είναι το stand up. Αυτή είναι η βάση. Και το stand up σε κρατάει γειωμένο, γιατί ξέρεις ότι όσα χρόνια και να κάνεις τη δουλειά, αν δεν είσαι καλός, το κοινό θα σε απορρίψει. Μπορεί εγώ επειδή είμαι γνωστός να πάρω χαριστικά 5 λεπτά και σε άλλον να μην του δώσει ούτε μισό, αλλά ως εκεί. Μετά από τα 5 λεπτά, αν δεν είσαι καλός, θα φύγεις από κει και δε θα μπορείς να πεις ότι φταίει το κοινό που δε γέλασε με τα αστεία σου.
Τα μυαλά δεν παίρνουν εύκολα αέρα. Αν πάρουν αέρα και βγεις στη σκηνή, θα σου έρθει η προσγείωση απότομα. Είναι αντανακλαστική η κωμωδία, δεν είναι απόφαση το γέλιο. Αν τους το βγάλεις, θα γελάσουν. Δε μπορείς να ψωνιστείς ή να νιώσεις κανένας σούπερ σπουδαίος. Το μόνο που μπορείς είναι να αναπτύξεις μέσα σου κάτι που λέει ότι με τον Χ,Ψ τρόπο έχω δείξει πως η κωμωδία που κάνω, έχει αποτέλεσμα σε αυτό το κοινό και είμαι οκ με αυτό.
Και αν κάποιος έρθει να μου πει ότι κάτι δεν είναι αστείο – που έχει συμβεί πολλές φορές – θα του πω “ναι, δεν είναι αστείο…για σένα”. Θα αναζητήσω σαφώς κατά πόσο ισχύει αυτό, το αν είναι ή όχι αστείο για εκείνον και τι φταίει, αλλά σιγά σιγά αναπτύσσεις ένα πράγμα, ξέρεις ποιος είσαι και πως αν δουλέψεις κάτι σωστά, θα υπάρχει μια ομάδα στην οποία θα λειτουργήσει. Θα υπάρχει και μια ομάδα που δεν θα λειτουργήσει. Όπως συμβαίνει με τα πάντα.
Κι αυτό είναι κι ένας μηχανισμός επιβίωσης, γιατί αν ρωτήσεις 5 και οι 2 σου πουν ότι τους αρέσει, αλλά οι 3 ότι δεν τους αρέσει, αν δεν σιγουρευτείς για τον εαυτό σου, θα αμφιταλαντεύεσαι συνέχεια, δεν θα καταλήξεις σε καμία από τις δύο πλευρές και δεν θα προχωρήσεις, είτε στην κωμωδία είτε κάπου αλλού».
«Η εμπειρία και το γνώθι σαυτόν δε σημαίνει ότι έχεις προδιαγεγραμμένο πως η παράσταση θα πάει καλά. Είναι πάντοτε μια εσωτερική αγωνία. Το τουπέ και η υπερβολική αυτοπεποίθηση περνάνε στον κόσμο. Ο κόσμος δε θέλει να είσαι ανασφαλής, θέλει να σε εμπιστευτεί ότι μπορείς να τον κάνεις να γελάσει, να χαλαρώσει μαζί σου, αλλά δε θέλει να βγεις και με την άνεση ότι τους έχεις κι ότι τους κάνεις χάρη ή ότι δεν τους χρειάζεσαι.
Είναι βασικός συντελεστής της παράστασης. Κάθε παράσταση είναι λευκός καμβάς. Δε μετράει τι έκανες πριν και τι θα κάνεις μετά. Ζεις γι΄ αυτό το δίωρο.
Αν με ρωτάς αν απολαμβάνω το χειροκρότημα, θα σου πω ότι δεν είναι κάτι που με τρελαίνει ιδιαίτερα. Είμαι εμμονικός λίγο με αυτό. Προφανώς το απολαμβάνω, αλλά μου χαλάει τον ρυθμό. Θα με δεις να ζητάω να σταματήσει το χειροκρότημα.
Πλέον, σε κάθε παράσταση που είμαι, έχω στο μυαλό μου να μου δώσω 10 δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω ότι αυτό που κάνω πάει καλά και ότι περνάω κι εγώ ωραία. Είναι κι αυτό σημαντικό, να το ζήσεις έστω για λίγο, να το απολαύσεις».
Δεν ισχύει ότι οι κωμικοί είμαστε όλοι κολλητάρια μεταξύ μας. Απλώς η κωμωδία είναι μια κοινή γλώσσα. Μπορείς να φέρεις έναν από τη Νέα Ζηλανδία και να συνεννοηθούμε.
«Ξεκάθαρα επικρατεί το ξύλο στον εαυτό μου. Ο κωμικός εστιάζει πάντα στον 1 που δε γελάει κι όχι στους 499 που γελάνε. Μου έτυχε στις Σέρρες. Έπεσε το βλέμμα μου σε έναν που είχε ανοίξει το κινητό του και αναρωτιέσαι το γιατί, πώς τον έχασες. Που μπορεί αυτός να περιμένει κάτι σημαντικό. Για σένα όμως δεν περνάει καλά, τον έχεις χάσει. Η φύση του κωμικού είναι η ανασφάλεια. Κανείς κωμικός δε ζει στην ασφάλεια. Όλη η κωμωδία είναι οι ανασφάλειες του κωμικού, τα βιώματα, οι δυσκολίες του. Οι περισσότεροι είμαστε βαθιά ανασφαλείς».
«Εννοείται ότι οι άνθρωποι σε παρέες περιμένουν από μένα να είμαι κωμικός στη συναναστροφή μας. Έχει τύχει να φύγω από τραπέζι γνωστών και μου είπαν ότι περίμεναν κάτι καλύτερο από μένα. Εγώ δεν ήξερα ότι πήγα εκεί ως διασκεδαστής. Πήγα ως ένας κανονικός άνθρωπος. Πήγα για να φάω, όχι για να δουλέψω. Αυτό μπορεί να τύχει αρκετές φορές. Δεν είναι έτσι, προφανώς. Καμία σχέση.
Οι κωμικοί τις πιο πολλές φορές δεν είναι έτσι. Τις περισσότερες φορές καθόμαστε σε μια γωνία και παρατηρούμε τους άλλους, για να το επεξεργαστούμε και να βγάλουμε τα κείμενα μας. Είναι βέβαια λίγες αυτές οι φορές πια, γιατί στην ηλικία μου είτε θα είμαι με φίλους που με ξέρουν είτε με άλλους κωμικούς».
«Δεν ισχύει ότι οι κωμικοί είμαστε όλοι κολλητάρια μεταξύ μας. Απλώς η κωμωδία είναι μια κοινή γλώσσα. Μπορείς να φέρεις έναν από τη Νέα Ζηλανδία και να συνεννοηθούμε. Σίγουρα κάνεις φίλους καλούς στην κωμωδία, αλλά δεν είναι ο κλάδος μας ουράνια τόξα και χρυσόσκονη. Όταν όμως είσαι σε μια παράσταση stand up με έναν παρουσιαστή και 4-5 που ανεβαίνουν στη σκηνή, εκεί έχεις ευθύνη να λειτουργήσεις ατομικά και ομαδικά.
Ακόμα και να μην συμπαθείς κάποιον, αν τον παρουσιάσεις, πρέπει να τον προστατεύσεις και να τον φέρεις στο κοινό με τα βασικά που χρειάζεται. Αυτό όμως είναι ζήτημα δουλειάς, όχι κάτι το προσωπικό. Ναι, είμαστε μικρός κλάδος και αλληλοϋποστηριζόμαστε, αλλά μην το πάμε στα άκρα».
«Μικρός ήμουν ανασφαλής, αντικοινωνικός, είχα κάποιους φίλους, αλλά ήμουν ήσυχος και συνεσταλμένος. Αργότερα, όταν παρουσιάστηκαν ευκαιρίες να εμφανιστώ σε σκηνή ή να γράψω κάτι που θα παιχτεί, ένα σκετς στο σχολείο, μια παράσταση στην κατασκήνωση, αυτά έγιναν για μένα μια διέξοδος. Και με το πού πατούσα στη σκηνή, άλλαζα αρκετά. Κατά τ΄άλλα είμαι όπως και τώρα. Προτιμώ την παρέα 2-3 ανθρώπων, δε μπορώ πολύ κόσμο».
«Αν κάποιος έχει δει κείμενα μου, θα ξέρει ότι οι ανασφάλειες και τα θέματα μου είναι το επώνυμο μου, τα φρύδια μου, τα γυαλιά μου ή οτιδήποτε στην εμφάνιση ή τον χαρακτήρα μου με έβαζε σε περίεργες καταστάσεις. Εννοείται πως αντλώ από εκεί. Και η παράσταση στο Φάληρο τώρα, έχει μεγάλο κομμάτι από το bullying που είχα υποστεί ως παιδί και τι ήταν όταν μεγαλώναμε.
Τώρα δε νομίζω ότι το εκτιμάς, δε λέει κανένας κωμικός “ευτυχώς που ήμουν έτσι, γιατί μου έδωσε πράγματα να μιλήσω”. Δε θα πήγαινα στο παρελθόν να το αλλάξω, αλλά όχι επειδή είμαι κωμικός. Απλά επειδή κανείς δεν πρέπει να αλλάξει αυτό που ήταν στο παρελθόν. Όχι, μην αλλάξεις, έτσι είσαι. Εκτός κι αν είσαι μαλ…, οπότε κάνε μια προσπάθεια να μην είσαι. Ξέρεις, είναι μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο “αυτός είμαι και καλά είμαι” και στο “να είσαι πάντα ο εαυτός σου”.
Δε νομίζω ότι κάποιος θα πει “μακάρι να μην είχα μεγάλη μύτη για να μη με κοροϊδεύουν τα παιδιά”. Αυτό που θα έπρεπε να πει είναι “μακάρι να μη με κορόιδευαν τα παιδιά, επειδή έχω μεγάλη μύτη”. Δε θα άλλαζα δηλαδή κάτι απ΄αυτά που ήμουν, γιατί τώρα είμαι μια συλλογή όλων αυτών των πραγμάτων. Κι άντε και άλλαζα ένα, πού θα με πήγαινε; Σε κάτι καλύτερο ή σε κάθε χειρότερο;»
Θεωρώ ότι γεννήθηκα γεροπαράξενος, οπότε όσο μεγαλώνω, απλώς η ψυχή μου αρχίζει να συμβαδίζει με την ηλικία μου και θα μπορώ να είμαι γεροπαράξενος χωρίς να με κρίνει κανείς
«Πιστεύω ότι έχω γίνει η μάνα μου. Κι αυτό το λέω στην παράσταση, είναι μεγάλο κομμάτι. Δεν έγινα ο πατέρας μου, έγινα η μάνα μου. Λέω στο παιδί μου “θα το φας και θα πεις κι ένα τραγούδι” και μετά πάω και χτυπιέμαι στον τοίχο και λέω μέσα μου “έλεγες δεν θα το κάνεις ποτέ”. Όσο κι αν προσπαθείς, η μάνα σου θα βγει από μέσα σου και θα πεις αυτά που ορκιζόσουν να μην πεις ποτέ.
Και στα δικά μας παιδιά με τη γυναίκα μου, έχουμε την Πορτογαλίδα μάνα και την Ελληνίδα μάνα. Δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές, είναι κλασικές μανάδες του νότου. Αλλά τις τύψεις που μπορεί να σου πετάξει η Ελληνίδα μάνα, νομίζω μόνο στο Ισραήλ το συναντάς. Η γυναίκα μου σε αυτό το κομμάτι αντιστέκεται σθεναρά. Δεν είναι η μάνα της.
Έχει φέρει καινούργια πράγματα και στην εκπαίδευση των παιδιών, έχει πάρει πράγματα της μάνας της και τα έχει αλλάξει. Σε αυτό έχει πετύχει πολύ καλύτερα από μένα. Και χαίρομαι γιατί αυτό θα είναι ένας καλύτερος δρόμος για τα παιδιά μας. Σίγουρα προτιμώ τη δική της διαπαιδαγώγηση από τη δική μου».
«Μας αρέσει πολλές φορές να βγάζουμε ωραία τσιτάτα για τη ζωή, αλλά η ζωή ζει στις εξαιρέσεις. Δεν έχει κανόνες. Δεν έχω μότο. Δε γίνεται να ζεις τη ζωή με ένα μότο. Όλα αυτά που ακούς όταν γίνεσαι γονιός, δεν ισχύουν. Δεν ξεχνάς τα πάντα με ένα χαμόγελο του παιδιού σου. Δεν ξεχνάς με ένα χαμόγελο 2 χρόνια αϋπνίας, ξεσκάτωμα, ότι ξέρασε πάνω σου ή ότι βαράει κρίση κάθε δεύτερη μέρα.
Ναι, προφανώς όταν γίνεις γονιός έχεις άλλη αυτοπεποίθηση και η ζωή σου έχει ένα άλλο κομμάτι και φεύγεις από τα θέλω σου γιατί πρέπει να ασχοληθείς με έναν άλλο άνθρωπο που εξαρτάται από σένα, αλλά δεν είναι υγιές να καταργήσεις τον εαυτό σου. Δε σταματάς να φοβάσαι για σένα, επειδή φοβάσαι για το παιδί σου. Είναι ωραία τα μότο ως έμπνευση, αλλά ως εκεί.
Αν θέλουν οι γονείς να είναι ειλικρινείς, και το παιδί θα το λατρέψουν, και θα θελήσουν να φύγουν από το σπίτι, και έχουν σκεφτεί να φύγουν από το σπίτι. Αυτό είναι μια ισορροπημένη κατάσταση».
«Δεν έχω ιδιαίτερη ζωή. Ας ξεκινήσουμε από κει. Δεν είχα ποτέ, αλλά τώρα με δύο παιδιά δεν έχω ακόμα περισσότερο. Αυτό που με ευχαριστεί πολύ είναι η μαγειρική, είναι ο διαλογισμός μου. Μου αρέσει να βλέπω σειρές και ταινίες, χαλαρώνω με αυτά και μου αρέσει το αυτοκινούμενό μου.
Γουστάρω τη φάση κάμπινγκ και roadtrip. Είμαι φανατικός κάμπερ και hardcore από μικρός. Και σε οργανωμένα και σε ελεύθερα. Είναι κι ένα είδος διακοπών που σε κρατάει πιο ενεργό. Εγώ δεν τρελαίνομαι για διακοπές που τις κανονίζεις από καιρό. Το κάμπινγκ σου δίνει και μια δουλειά, δεν αράζεις σε ένα κρεβάτι απλά και κοιμάσαι.
Γι΄αυτό πάντα όταν με ρωτάνε αν θα πήγαινα στο Survivor, τους απαντάω ότι θα πήγαινα για την επιβίωση, αλλά δε θα πήγαινα για όλα τα υπόλοιπα. Είμαι οκ και με τη φάση της απλυσιάς, αν και πάλι μιλάμε για ένα κλισέ. Αν είσαι σε κάμπινγκ, μπορείς να κάνεις μπάνιο, έχει ντουζιέρες. Αν είσαι σε ελεύθερο κάμπινγκ, είσαι στη θάλασσα. Δεν είσαι πεντακάθαρος. Αλλά δεν είσαι και βρώμικος.
Το οξύμωρο είναι πως εγώ είμαι χειμερινός τύπος. Το καλό κομμάτι της δημιουργίας, είναι το σκότωμα της δουλειάς. Πιστεύω ότι ένας λόγος που τα πράγματα λειτουργούν χειρότερα στη Ν. Ευρώπη σε σχέση με τη Βόρεια, είναι ο καιρός. Στην Ολλανδία άνοιγα παράθυρο, έβλεπα βροχή, άρα είχα ιδανικές συνθήκες να δουλέψω. Εδώ ανοίγεις παράθυρο και βλέπεις ήλιο. Άρα σε επίπεδο δημιουργίας, ο χειμώνας και η βροχή είναι το καλύτερο. Επίσης, υποφέρω με τη ζέστη. Είναι σαν να μαστουρώνω».
«Ο θάνατος είναι κάτι που περνάει ως σκέψη στο μυαλό σου όσο μεγαλώνεις. Αν σε έναν νέο περνάει από το μυαλό το σεξ κάθε 7 δευτερόλεπτα, όταν είσαι πάνω από τα 40, ο θάνατος περνάει κάθε 7 δευτερόλεπτα. Άρα οι μέρες που δεν σκέφτεσαι το θάνατο, είναι καλές μέρες. Οπότε αρχίζει να περνάει με τρομερή ανάλυση και με διαφορετικές παραμέτρους. Σκέφτεσαι αν θα πεθάνεις πριν πιάσουν τα παιδιά σου μια ηλικία. Δε θες να πεθάνεις πριν τα ζήσεις, δε θες να τους προκαλέσεις τραύμα.
Μετά ανησυχείς για τον θάνατο των γονιών σου, της συντρόφου σου… Ο θάνατος ως έννοια καλό είναι να συζητιέται. Είσαι στα 70 και ξέρεις ότι έρχεται και σου λένε όλοι “εσύ θα θάψεις τους πάντες, θα μας θάψεις και μας”. Αντί να συζητήσουμε σοβαρά έστω για 5 λεπτά με τον άνθρωπο γι΄αυτό το θέμα που τον βασανίζει, το κόβουμε. Δε χρειάζεται καν να συνομιλήσεις μαζί του. Άστον να μιλήσει και να σου πει ό,τι θέλει.
Αν το καλοσκεφτείς, όταν είμαστε μωρά, παιδιά, μιλάμε περισσότερο για τον θάνατο. Όλα τα παραμύθια ξεκινάνε από γονείς που έχουν πεθάνει. Κι έχεις παιδιά στα 3 και στα 4 που αναρωτιούνται, μαθαίνουν, γνωρίζουν.
Το να γερνάω δε με τρομάζει τόσο. Επίσης, θεωρώ ότι γεννήθηκα γεροπαράξενος, οπότε όσο μεγαλώνω, απλώς η ψυχή μου αρχίζει να συμβαδίζει με την ηλικία μου και θα μπορώ να είμαι γεροπαράξενος χωρίς να με κρίνει κανείς. Αλλά ο θάνατος σίγουρα εμφανίζεται όλο και περισσότερο στη σκέψη και τις συζητήσεις σου.
Μιλήσαμε και για τα θανατικά στην κωμωδία. Και όλες οι ορολογίες είναι γύρω από τον θάνατο. Άμα πας καλά λες ότι το σκότωσες, αν πας χάλια ότι ψόφησες».
«Από γεροπαραξενιές έχω τα πάντα. Και η σειρά Black List στο Youtube ήταν αυτό ακριβώς. Έχω φτάσει σε ακραίο επίπεδο. Εμένα δε με ενοχλούν άνθρωποι, αλλά πράγματα. Με εκνευρίζουν τα γαλατάκια τα μικρά σε βαθμό που θα πάρω τηλέφωνο στην εταιρεία. Με ενοχλεί όταν δεν έχει γίνει μια δουλειά σωστά. Το βλέπεις κι αναρωτιέσαι “δεν το είδε κανείς; μόνο εγώ το βλέπω;”.
Άλλο που με ενοχλεί είναι όταν έχεις βάλει το μαχαίρι που χρησιμοποίησες για να αλείψεις, μισό στον πάγκο και μισό στο νεροχύτη. Κι έρχεται κάποιος και στο ρίχνει μέσα. Ε, αυτός ο άνθρωπος δεν πρέπει να τιμωρηθεί γι΄αυτό; (γέλια) Γιατί όλοι ξέρουμε ότι αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να πάρω άλλο μαχαίρι να αλείψω μια δεύτερη φέτα, άρα επιπλέον πλύσιμο.
Με ενοχλούν αυτοί που σε καλούν σπίτι τους και σου λένε να βγάλεις τα παπούτσια σου πριν μπεις. Όχι, θα έπρεπε να μου το πεις πριν έρθω, για να μην έρθω.
Με τρελαίνουν αυτοί που παρκάρουν τα μηχανάκια παράλληλα με το πεζοδρόμιο, σαν να είναι αυτοκίνητο. Με φαντάζομαι να παίρνω τα μηχανάκια και να τα πετάω στα σκουπίδια.
Με ενοχλούν οι πόρτες στις τουαλέτες σε μαγαζιά που ανοίγουν και ακουμπάνε τη λεκάνη. Οπότε όταν πας να την κλείσεις, ρουφιέσαι ολόκληρος και γίνεσαι Spider-Man για να το καταφέρεις και όταν πας να την ανοίξεις, αναγκάζεσαι να ακουμπήσεις τη λεκάνη που είναι γεμάτη από πιτσιλιές».
* Ο Λάμπρος Φισφής σε περιμένει στο γήπεδο του Tae Kwon Do στο Π. Φάληρο στις 6 Ιουνίου με την παράσταση «Αυτά Είναι». Δες infos εδώ.
** Η συνέντευξη και φωτογράφιση έγινε στο Tekila Athens στην Κολοκοτρώνη 3 στο κέντρο. Τσέκαρε και το Insta τους.
*** Φωτογραφίες: Intime