Μάκης Παπαδημητράτος

Ο Μάκης Παπαδημητράτος πιστεύει ότι ο Τσίου του 2022 θα ήταν ένας συντηρητικός νοικοκυραίος

Μια ταινία που έχει γίνει σύνδεσμος για όλες τις φοιτητοπαρέες των σημερινών 25άρηδων-30άρηδων

Αν ρίξω μια ματιά στα φοιτητικά μου χρόνια, τότε θα δω σίγουρα μια παρέα να μαζεύεται σε ένα σπίτι και να βλέπει τον Τσίου. Θα δω μια άλλη φορά εμένα μόνο να βλέπω τον Τσίου. Ο Μάκης Παπαδημητράτος χάρισε σε 2-3 γενιές ένα σημείο αναφοράς κι ένα σημείο σύνδεσης.

Ο Τσίου είναι μια ταινία που κυκλοφόρησε το 2006, έκανε το ταξίδι της και κάπου το 2009 άρχισε να χτυπάει την πόρτα κι άλλων ανθρώπων μέσα από το Youtube. Κι από τότε, που το Youtube ήταν απλώς ένα μέσο μουσικής και μετά video uploading, το Τσίου βρήκε πολλούς τρόπους να μιλήσει στο κοινό.

Ο Μάκης Παπαδημητράτος μέχρι και σήμερα αναγνωρίζεται στον δρόμο ως Νώντας. Άδικο για έναν άνθρωπο που έχει κάνει σε αυτά τα χρόνια πολλά πράγματα, αλλά πια έχει ξεπεράσει το στάδιο που αυτό μπορεί να μην του άρεσε και το έχει κατανοήσει.

Ο Λάμπρος Φισφής είναι φανατικός κάμπερ, έχει δουλέψει σε τσίρκο και… έγινε η μάνα του

Γι΄αυτό και φέτος το καλοκαίρι, μέσα στον 15αύγουστο (15-16 Αυγούστου για την ακρίβεια), ο Μάκης Παπαδημητράτος θα ξαναφέρει τον Τσίου στο προσκήνιο, με τον Αλέξανδρο Παρίση να επιστρέφει στο καθήκον. Αυτή τη φορά ο Τσίου θα πάει στο θέατρο, στο Παλιό Αμαξοστάσιο του ΟΣΥ για την ακρίβεια και θα παρουσιαστεί ξανά σε παλιούς και νέους με τρόπο που ο ίδιος ο Μάκης Παπαδημητράτος δεν φανταζόταν ότι θα επιλέξει.

Όντας ο δημιουργός και ο σκηνοθέτης αυτού του ήρωα, ο Παπαδημητράτος κάνει μια στάση στο Menshouse και μιλάει για το πώς έγινε ο Τσίου, πώς τον συντρόφευσε στα επόμενα χρόνια της ζωής του και στο τέλος συζητάμε για την κοινωνία της αποβλάκωσης που ζούμε σήμερα.

Η κουβέντα είναι πολύ ωραία και ο Μάκης Παπαδημητράτος ένας πολύ ωραίος τύπος για να συζητήσετε, ακόμα κι αν προέρχεστε από διαφορετικά σημεία. Κάπου θα συναντηθείτε, κάπου θα συνεννοηθείτε.

«Η ιδέα για τον Τσίου ξεκίνησε από τον Αλέξανδρο τον Παρίση που υποδυόταν τον χαρακτήρα σε κάποιες πλάκες μεταξύ μας και κάποια στιγμή μου τη γυρίζει εμένα να κάνουμε κάτι πιο οργανωμένο, γιατί ούτως ή άλλως εμείς γυρίζαμε διάφορα πράγματα αυτοσχέδια με την κάμερα.

Γυρίστηκε μια σκηνή, αυτή ανάμεσα στον Τσίου και τον Άγγελο στο μπουρδέλο. Μετά πήγαμε διακοπές γιατί ήταν καλοκαίρι, φεύγει ο Άγγελος για διακοπές και λέμε εγώ με τον Αλέξανδρο κάπως να το κάνουμε να το συνεχίσουμε, έπαιξα κι εγώ μετά, βάλαμε κάτι φίλους και γυρίσαμε στην αρχή μια μικρού μήκους.

Joanne: Μια Ελληνίδα τραγουδίστρια βγαλμένη από video game φέρνει κάτι πολύ φρέσκο στη μουσική

Ο αρχικός τίτλος ήταν “Ρωσικό”. Και αυτό ήταν. Κάποια στιγμή ήθελα να κάνω μια μεγάλου μήκους, βλέπει ο Δημήτρης Μακρής τη δουλειά και μου λέει να κάνω αυτό σε μεγάλο μήκος. Η απόσταση ανάμεσα στη μικρού και τη μεγάλου μήκους ήταν 2-3 χρόνια. Είναι δηλαδή πια ο Τσίου ένας νέος 21-22 ετών».

«Δεν έχω δει πολύ την ταινία από τότε. Τον είχα δει πολλές φορές τότε στο μοντάζ και τις προβολές. Πέρασαν χρόνια που το απέφευγα και τελευταία, λόγω της παράστασης, έχω αρχίσει να το βλέπω ξανά.

Καταλαβαίνεις πως είναι και το feeling για έναν άνθρωπο να έχει κάνει τόσα πράγματα και όλοι να του λένε για τον Τσίου. Σε γυρίζει πίσω καλλιτεχνικά και χρονικά. Έχεις επενδύσει σε άλλα πράγματα χρόνο και κόπο και ακούς credits για κάτι παλιότερο.

Λίγο στη δίνει αυτό. Όπως και το ότι οι περισσότεροι με αναγνωρίζουν ως ηθοποιό και όχι ως δημιουργό. Είμαι ο Νώντας γι΄αυτούς. Νιώθουν μια οικειότητα και σου μιλάνε λες και τους ξέρεις χρόνια. Έχει την πλάκα του αυτό, αλλά ναι, αναρωτιέσαι γιατί δεν σου λένε κάτι για τις άλλες δουλειές».

 

Όταν κάποιος φτιάχνει κάτι, δεν ξέρει πού θα απευθυνθεί, ούτε αν είναι της εποχής του. Ο Τσίου έκανε μπαμ από την αρχή γιατί έτυχε να πέσει και με την αρχή του Ίντερνετ.

«Το Τσίου κυκλοφόρησε το 2006 και τότε στις αίθουσες δεν είχε καμία τρελή απήχηση. Νομίζω οι περισσότεροι δεν πήραν καν χαμπάρι ότι υπήρξαμε και στις αίθουσες. Η ταινία έγινε γνωστή από άλλους δρόμους: από πειρατικά dvd που τότε ήταν της μοδός και μετά από το διαδίκτυο».

«Είχα επενδύσει στον Τσίου, αλλά με τα παιδιά που παίζαμε μαζί, τους είπα ότι θα παίξουμε 2-3 φορές στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κι όποιος μπορεί να έρθει. Δεν περίμενα να αρέσει σε όλους. Περίμενα να υπάρξουν κι αυτοί που θα το θεωρήσουν μια μαλακία και μισή. Τελικά είχε πιο θετικό αντίκτυπο απ΄αυτό που περίμενα. Άρεσε, συζητήθηκε, καταλάβαμε πως αρέσει η δουλειά μας και πήραμε θάρρος».

«Βλέποντας σήμερα την ταινία, σίγουρα κάποια πράγματα θα τα μοντάριζα αλλιώς. Αλλά η ταινία είναι η αποτύπωση μιας στιγμής. Κάποια συλλογική προσπάθεια που γίνεται, μετά διαμορφώνεται και κάθε απόφαση επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα. Σε γενικές γραμμές, όπως τη βλέπω, αν εξαιρέσεις κάποιες αδυναμίες λόγω παραγωγής και μπάτζετ, είναι μια συγκροτημένη ταινία, με ρυθμό, αγγίζει τον κόσμο».

«Νομίζω ότι όλες οι ταινίες, όλες οι ιδέες κάπως υπάρχουν, έχουν υπάρξει και θα επαναλαμβάνονται εσαεί. Το Τσίου είναι μια απ΄αυτές. Όταν την έκανα, ήθελα εμείς να περάσουμε καλά. Νόμιζα κιόλας τότε ότι κάναμε κάτι τολμηρό για την εποχή, Θα βάζαμε και θέματα ναρκωτικών, υπόκοσμο, έκανα λίγο πιο αλέγρα την ταινία, να είναι πιο λεία για να περάσει στον πολύ κόσμο πράγματα που δε γνωρίζει ή αποφεύγει να συζητάει.

Οπότε δε με ενδιέφερε αυτό που λες για τα μεγάλα νοήματα. Ήθελα να απευθυνθεί σε πολλούς. Δεν ήθελα να πειραματιστώ με τη φόρμα, αλλά με το περιεχόμενο. Έχει ένα θέμα που ακόμα και σήμερα δεν συνηθίζεται».

«Μεγάλο μέρος της ιστορίας πάτησε μεν πάνω σε ένα σενάριο, αλλά υπάρχουν και αληθινές αναφορές από ιστορίες που έχω ακούσει ή έχουν ακούσει οι συμμετέχοντες. Θα έχεις ακούσει αφηγήσεις από γνωστούς γνωστών, αλλά σαφώς και κάποια τα φαντάζεσαι. Κατανοείς μέσα σου ότι αν βάλεις το σημείο Α και το σημείο Β, τότε αυτά όταν συναντηθούν θα οδηγήσουν στο Γ. Κι αν έχεις κάποια δεδομένα, η φαντασία σε πάει μετά παρακάτω».

«Όταν κάποιος φτιάχνει κάτι, δεν ξέρει πού θα απευθυνθεί, ούτε αν είναι της εποχής του. Ο Τσίου έκανε μπαμ από την αρχή γιατί έτυχε να πέσει και με την αρχή του Ίντερνετ. Δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς το γιατί η ταινία έκανε ένα χρονικό ταξίδι και έφτασε στην περασμένη δεκαετία να γίνει τόσο δημοφιλής, ώστε να φτάσουμε στο τώρα που θα την πάμε σε χώρο θεάτρου.

Σίγουρα έχει μια αργκό, μιλάει σε πιο περιθωριακό κόσμο, αλλά πιάνει και τον κυριλέ. Έχει μια οριζόντια κατεύθυνση. Είχε στόχο να μιλήσει σε όλους και μάλλον τα κατάφερε. Ήταν μια ευτυχής συγκυρία για τον Τσίου να κυκλοφορήσει στην εποχή που κυκλοφόρησε. Αν συνέβαινε κάποια χρόνια πιο πριν, θα είχε μείνει μια μπομπίνα στο σινεμά».

«Η ιδέα της παράστασης ήρθε στον Στέφανο Παπαγκίκα. Εγώ δεν θα το έκανα ποτέ. Είμαι κατά στο να γίνεται μια ταινία παράσταση. Μου φαίνεται λάθος κι όποιος το κάνει τον κοροϊδεύω. Αλλά τελικά μου ήρθε και μένα.

Σκέφτηκα ότι είναι μια μοναδική ευκαιρία να κάνω την ταινία θεατρικό σε χώρο που δεν είναι τέτοιος, είναι μεγάλος, με τους ίδιους ανθρώπους… Είναι ένα ωραίο challenge. Στην τελική εμπειρίες συλλέγουμε. Και αποδοχή έχουμε δεχτεί και απόρριψη, τα έχουμε ζήσει όλα. Ευτυχώς όλοι ήταν φουλ μέσα, το είδαν σαν επανένωση».

Τα κανάλια είναι πηγές προπαγάνδας και αποβλάκωσης της κοινωνίας. Το να δίνει ένας καλλιτέχνης άλλοθι σε όλους αυτούς και να προσπαθεί να πείσει το κοινό ότι “κοίταξε να δεις, είναι εδώ οι σάπιοι, αλλά είμαι κι εγώ εδώ, οπότε όλα οκ”, είναι κάπως. Ποιος είσαι εσύ ρε φίλε;

«Σε ό,τι έχω γράψει ή ξέρω ποιος θα παίξει ή φαντάζομαι κάτι. Αυτό σε βοηθάει, σου δίνει μια συνέπεια. Ακόμα κι αν δεν ξέρεις, μπορείς να φανταστείς κάποιον, έστω και άσχετο, να μην είναι κάτι ασαφές».

«Πλήρης δε νιώθεις ποτέ, πάντα νιώθεις ότι θες να κάνεις κάτι. Από την άλλη, δε νιώθω πεινασμένος. Δεν είμαι στην πρώτη μου ταινία, με ξέρουν κάποιοι, με σέβονται για το έργο μου, το έχω θρέψει αρκετά το εγώ μου.

Και την ταινία δεν την βλέπω σαν μια ευκαιρία να κάνω κάτι το καινούργιο. Δεν θα το κάνω μιούζικαλ ή όπερα. Θέλω να είναι ίδιο ακριβώς το έργο. Αυτό γούσταρε ο κόσμος, απ΄αυτό είπε ατάκες. Στην αρχή με ξένιζε αυτή η αναγνώριση, μετά το απόλαυσα, μετά με άγχωνε να ξεπεράσω τον εαυτό μου. Αυτό είναι ένα θέμα, το πρέπει.

Αν δεν ξεπερνάς την πρώτη σου δουλειά, νιώθεις ότι δεν εξελίσσεσαι. Μετά ήρθε η τηλεόραση και δεν ένιωθα και τόσο καλά με τον εαυτό μου. Αλλά ήξερα ότι ήμουν περαστικός απ΄αυτό. Είχα μόλις βγει από τη σχολή και ένιωθα ότι έχω να πάρω πράγματα ακόμα κι απ΄το αδιάφορο, το αντιεμπορικό, την κονσέρβα, το υπεραπλουστευμένο. Απ΄όλα για λίγο μπορείς να μάθεις. Άμα συνεχίσεις κι άλλο όμως, θα εγκλωβιστείς σε κάτι που σε πάει πίσω».

«Θυμάμαι ήμουν στη δραματική και έλεγα στους συμφοιτητές μου με σκωπτικό ύφος “άντε να τελειώσουμε να πάμε να δουλέψουμε στον Μανουσάκη”. Εντάξει, ο Μανούσος είναι μια χαρά άνθρωπος και φανταστικός συνεργάτης. Τον ανέφερα επειδή ήταν στα peak του τότε.

Το έλεγα κοροϊδεύοντάς το και με το που τέλειωσα τη σχολή, πρώτος μου ρόλος ήταν στο Αθώος Ή Ένοχος που έκανα ένα γκεστ και μετά με πήρε για βασικό ρόλο στο Για Μια Γυναίκα Κι Ένα Αυτοκίνητο. Γλυκύτατος άνθρωπος, αγαπάει πολύ τους ηθοποιούς, αλλά δεν ήταν η τηλεόραση το όνειρο μου.

Δεν πήγα στη δραματική για να συμμετέχω σε σίριαλ. Έτσι το έβλεπα εγώ και το βλέπω και τώρα. Εννοείται πως δεν κρίνω. Ο καθένας έχει τις αναφορές του, τα θέλω του. Εγώ θεωρώ ότι αν συνέχιζα να είμαι σιριαλάκιας, θα κολλούσα σε μια μανιέρα.

Έπειτα, δεν είναι μόνο το καλλιτεχνικό κομμάτι. Είναι και το πολιτικό. Τα κανάλια είναι πηγές προπαγάνδας και αποβλάκωσης της κοινωνίας. Το να δίνει ένας καλλιτέχνης άλλοθι σε όλους αυτούς και να προσπαθεί να πείσει το κοινό ότι “κοίταξε να δεις, είναι εδώ οι σάπιοι, αλλά είμαι κι εγώ εδώ, οπότε όλα οκ”, είναι κάπως. Ποιος είσαι εσύ ρε φίλε;

Εγώ δεν έχω κατατάξει τον εαυτό μου ανάμεσα σε αυτά τα άτομα. Τώρα αν μου πεις για μια πλατφόρμα τύπου Netflix που δεν προπαγανδίζει, τότε ναι, να το συζητήσουμε. Για μένα είναι καλύτερη μια οποιαδήποτε τίμια δουλειά έξω από την υποκριτική, αν έχεις ζήτημα επιβίωσης. Δεν πιστεύω ότι μπορεί σε ένα βρώμικο περιβάλλον να υπάρξει τίμια δουλειά. Αν είσαι σε μια συμμορία, είτε είσαι ο τσιλιαδόρος είτε αυτός που σκοτώνει, είσαι σε μια συμμορία.

Συχνά αναρωτιέμαι αυτό το πράγμα. Είναι όμως μια συνειδητή απόφαση. Έχω να συμμετέχω πολλά χρόνια σε σίριαλ. Μακάρι να είμαι τυχερός να μην το έχω ποτέ τόσο ανάγκη».

Δεν έχω και με ποιον να ενωθώ κοινωνικά. Να ενωθώ με αυτόν που βρίζει τον μαύρο, τον γκέι κτλ.;

«Μου φαίνεται Α-ΠΙ-ΘΑ-ΝΟ τη σημερινή εποχή να μπορεί κάποιος να είναι χαρούμενος και να μην επηρεάζεται από τα κοινωνικά ζητήματα. Εγώ επαγγελματικά είμαι καλά, οικονομικά επίσης. Αλλά δε μπορώ να νιώσω ευτυχισμένος. Βλέπω γύρω μου τι συμβαίνει και ξενερώνω. Μου λένε να κάνω ταινία. Για ποιους; Για αυτούς τους φασίστες; Να γελάνε τα φασιστόμουτρα; Θα μου πεις “είναι όλοι έτσι; κάνε γι΄αυτούς που αξίζουν”.

Οκ. Έχω μπερδευτεί κι εγώ. Έχω γίνει πιο ιδιώτης από ποτέ. Κι αυτό δεν είναι καλό. Αυτό θέλουν. Έχω χάσει την εμπιστοσύνη μου στον άνθρωπο. Έβλεπα άλλα πράγματα για τον κόσμο, πίστευα στην κοινωνική εξέλιξη, στους κοινωνικούς αγώνες, ότι ο κόσμος θέλει να πιαστεί χέρι-χέρι για να φτιάξει τη ζωή του…Τώρα βλέπω έναν εκφασισμό, μια αποβλάκωση. Πάνε και μαζί αυτά.

Όσο αποβλακώνεσαι, τόσο πας προς τον φασισμό. Ξαναγυρνάμε στους Άγιους, τις προφητείες, τη βασκανία…Ό,τι μπούρδα θες ακούς. Έχουμε αρνητές ρε φίλε. Έχουμε φτάσει πάτο. Τι αισιόδοξος να είμαι..;

Δεν έχω και με ποιον να ενωθώ κοινωνικά. Με αυτόν που βρίζει τον μαύρο, τον γκέι κτλ.; Μόνο για να τον πνίξω θα ενωθώ. Στο θέμα με την Ουκρανία για παράδειγμα βλέπουμε να ξεγυμνώνονται όλοι οι βλάκες. Ειδικά στα social media.

Γίνεται μια ζύμωση, δεν υπάρχει μια βασική θεματολογία πάντα, λέει ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του, ακούει ο Α την άποψη του Β – δεν ξέρω πόσο την ενστερνίζεται και την ακούει, αλλά αυτό αφορά και τις αγκυλώσεις του καθενός – κι αυτό είναι το θετικό του πράγματος.

Από την άλλη, κι εγώ αναρωτιέμαι αν υπάρχει μια εκτόνωση ή αν υπάρχει κάτι παραπάνω. Μόνο και μόνο ας πούμε με τη ΔΕΗ, θα έπρεπε όλοι να είμαστε στους δρόμους. Δεν επιχειρεί κανείς να λύσει το πρόβλημα».

«Θεωρώ ότι είναι καλύτερο να δίνεις τον χώρο στο σάπιο, γιατί ξεβρακώνεται. Λίγο έξυπνος να είσαι, θα το αποδομήσεις αυτό. Κατανοώ ότι υπάρχει αρκετός ηλίθιος κόσμος, αλλά γι΄αυτούς δε μπορούμε να κάνουμε κάτι. Αυτοί θα πάνε προς το σάπιο είτε το φιμώσουμε είτε του δώσουμε χώρο».

Η σημερινή γενιά κάνει σινεμά για ίδιον όφελος, δηλαδή φεστιβάλ και καταξίωση. Έχουν μπει στη νόρμα του απολιτίκ για να ικανοποιήσουν τους από πάνω

«Υπάρχουν πολλά διλήμματα ηθικής φύσεως, που δεν ξέρω κι εγώ την απάντηση. Αλλά αν θεωρήσουμε πως η απάντηση σε όλα είναι ο άνθρωπος, αν το δούμε ανθρωποκεντρικά, πάντοτε θα βλέπουμε προς τα πού να κατευθυνθούμε. Αλλά όταν υπάρχει το ατομικό συμφέρον, δε μπορεί να υπάρξει και ο άνθρωπος.

Αν κάποιος για να κερδίσει, πρέπει να πεινάω εγώ, θα το κάνει, θα το επιβάλλει. Έτσι ήταν πάντα η ανθρώπινη Ιστορία. Υπάρχουν όμως και καλοί άνθρωποι γύρω μας, δεν πρέπει να απελπιστούμε. Δεν είναι όλα μαύρα. Απλά είναι κατά βάση μαύρα».

«Είμαι επηρεασμένος από Έλληνες δημιουργούς με έντονες κοινωνικές ευαισθησίες. Η σημερινή γενιά κάνει σινεμά για ίδιον όφελος, δηλαδή φεστιβάλ και καταξίωση. Έχουν μπει στη νόρμα του απολιτίκ για να ικανοποιήσουν τους από πάνω, τα μαγαζιά-γωνία που έχει θεσμοθετήσει το κράτος και οι μεγαλοαστοί.

Οπότε αν θες να είσαι σε αυτή την κάστα, θα πρέπει να είσαι γλυκούλης για το σύστημα. Όσοι συνδιαλλαγούν με αυτό, θα ευδοκιμήσουν. Έτσι, φτιάχνουν δημιουργούς ντεκορατέρ κι όχι ανθρώπους με εσωτερική φλόγα για να φέρουν έναν καλύτερο κοινωνικό σχηματισμό. Αυτό βλέπω. Προφανώς υπάρχουν εξαιρέσεις».

«Αν υπήρχε σήμερα ο Τσίου, θα ήταν ο μέσος όρος. Θα ήταν Νεοδημοκράτης; Θα ήταν ΣΥΡΙΖΑ; Ίσως το δεύτερο γιατί είναι και υπέρ της αποποινικοποίησης των ναρκωτικών. Θα μπορούσε να ήταν φουλ θρήσκος, κάτι πιο συντηρητικό. Ένας απλός, ένας νοικοκύρης».

«Είμαι πολύ γειωμένος, προσπαθώ να ζω στο τώρα και να λύνω τώρα τα ζητήματα. Αν περιμένω την επόμενη ζωή…»

«Δεν έχω κάνει αυτό που λέμε οικογένεια. Έτυχε να μην κάνω παιδί. Μπορεί να τύχει στα επόμενα χρόνια να κάνω. Ίσως και να είναι καλό που δεν έχω κάνει, γιατί σκέφτομαι ότι το παιδί μου θα ζήσει σε έναν κόσμο χειρότερο απ΄αυτόν που έζησα εγώ ή ίσως και να μη μπορέσει να ζήσει όλη του τη ζωή γιατί θα έχει πεθάνει από την οικολογική καταστροφή.

Έχουν περάσει κι από το μυαλό μου σκέψεις πως αν είχα παιδί, μπορεί να είχα γίνει πιο συντηρητικός, γιατί ένα παιδί σε κάνει να στραφείς προς αυτό, προς την οικογένεια και να αγνοείς την κοινωνία. Γίνεσαι λιγότερο δίκαιος, αν θες. Αν οι κοινωνίες μας είχαν τη λογική τα παιδιά να ανήκουν στο σύνολο κι όχι στους γονείς τους, μπορεί τα πράγματα να ήταν καλύτερα.

Έχω σκεφτεί κι αν θα ήμουν καλός πατέρας. Γιατί και το παιδί δε ζει μόνο του. Ζει με άλλα παιδιά. Εγώ δε θα έβαζα στο παιδί μου να δει τηλεόραση. Αλλά θα έβλεπαν τα άλλα παιδιά. Κι όταν θα συναναστρέφονταν, το παιδί μου θα ήταν στο περιθώριο και μπορεί να έτρωγε bullying γιατί δεν θα ήξερε την τάδε παρουσιάστρια. Κι εκεί θα τρελαινόμουν. Είναι τρομερά πολύπλοκο να είσαι γονιός».

* Φωτογραφίες: Intime/Γιάννης Δημητρόπουλος

** Πληροφορίες για τις δύο παραστάσεις στις 15 και 16 Αυγούστου, θα βρεις εδώ.