Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 ο Τάκης Μόσχος εμφανίζεται μάλλον κατά τύχη στο ελληνικό σινεμά και ήδη από τους πρώτους ρόλους του καθορίζει την σχέση του με κοινό και κριτικούς. Για τους περισσότερους από εμάς μένει για πάντα ο «Αργύρης», το μέλος της «Γλυκιάς Συμμορίας» του Νίκου Νικολαΐδη, που έκτοτε ισορροπούσε ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες. Αυτή της αποδοχής και της αποθέωσης για το ταλέντο του και εκείνης των ουσιών και του περιθωρίου για την εκτός κινηματογράφου περσόνα του.
Ήταν από τους λίγους που είχαν την τόλμη να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη και να δουν πίσω από την εικόνα του δημοφιλούς ηθοποιού και του λειτουργικού πολίτη. Ήξερε, καλύτερα από κάθε άλλον, σε τι μονοπάτια βάδιζε και αντιλήφθηκε ότι, όπως συμβαίνει και στην μεγάλη οθόνη, έτσι και στην αληθινή ζωή, είναι οι επιλογές σου που καθορίζουν το ποιος είσαι. Και όπως είχε πει κάποτε σε συνέντευξή του, λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του από πολλαπλά εγκεφαλικά επεισόδια το 2019, έζησε για δεκαετίες μια αλήτικη ζωή χωρίς να ήταν απαραίτητα αλήτης…
Βρήκε την δική του Ιθάκη στην Σκόπελο. Βρέθηκε εκεί ένα καλοκαίρι και την επισκέφθηκε και το επόμενο. Μια χρονιά μετά, τον… έφτασε το φθινόπωρο στο νησί και αφού πέρασε εκεί έναν ολόκληρο χειμώνα, πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα και να αφήσει πίσω του εκείνο το κομμάτι του εαυτού του το οποίο είχε βρεθεί στο απόλυτο αδιέξοδο. Για τον Τάκη Μόσχο, που στο μεταξύ έμπαινε στα 50, το θέμα πια δεν ήταν να παίξει ακόμα κάποιον αντισυμβατικό ρόλο, αλλά να βρει το κουράγιο να αναδείξει μια άλλη εκδοχή της αντισυμβατικής φύσης του.
Αν υπάρχει μοίρα, σίγουρα είχε τα δικά της σχέδια για το μέλλον του. Προερχόταν από μια μάλλον συντηρητική οικογένεια, με πατέρα αστυνομικό και πέρασε με πολύ καλή σειρά (από τους πρώτους) στη Νομική. Δεν ολοκλήρωσε, όμως, ποτέ τις σπουδές του και αντί για τις αίθουσες των δικαστηρίων, βρέθηκε στην Γερμανία όπου σπούδασε Κοινωνιολογία και Καλές Τέχνες, ενώ στη συνέχεια δούλεψε ως μοντέλο. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα ήταν σχεδόν 35 ετών και επιχείρησε να παραμείνει στο επάγγελμα διεκδικώντας συμμετοχές σε φωτογραφίσεις, άντε και σε κάποιο τηλεοπτικό σποτ.
Μετά από επικοινωνία με κάποιο πρακτορείο μόδας δέχτηκε ένα τηλεφώνημα μέσω του οποίου του πρότειναν ρόλο στην ταινία «Άγγελος» με πρωταγωνιστή τον Μιχάλη Μανιάτη. Ένα φιλμ πολύ προχωρημένο για την εποχή του, βασισμένο σε πραγματική ιστορία, το οποίο έφερνε την Ελλάδα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με το τότε απόλυτο ταμπού θέμα της ομοφυλοφιλίας. Τότε ήταν που γεννήθηκε ο ηθοποιός Τάκης Μόσχος και σχεδόν ταυτόχρονα γεννήθηκε και ο Τάκης ως χρήστης ουσιών…
Όπως είχε πει και ο ίδιος, μπορεί να ζούσε μια διπλή ζωή, στην κόψη του ξυραφιού, αλλά αυτό δεν συνέβη επειδή ήταν τολμηρός. Απλά έγινε.. Ξεκίνησε κατά την διάρκεια του γυρίσματος μια σκηνής που υποδυόταν το πρεζάκι που μαζί με έναν φίλο του «φτιάχνονταν» στην τουαλέτα ενώ ετοιμάζονταν για μια συναυλία. Τότε τον πλησίασε ένα άτομο και τον ρώτησε εάν ήθελε να δοκιμάσει στα αλήθεια αυτό που έκανε στον ρόλο. Εκείνος έγνεψε καταφατικά και το ταξίδι στου ναρκωτικά μόλις είχε ξεκινήσει.
Λίγο αργότερα ήρθε η εμβληματική ερμηνεία του στην «Γλυκιά Συμμορία» και αμέσως μετά το «Μετέωρο και Σκιά», όπου ως ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης κέρδιζε το Βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο 26ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Ήταν το 1985 και ο Τάκης Μόσχος είχε μετατραπεί σε αστέρι πρώτου μεγέθους για το λεγόμενο «ποιοτικό» σινεμά, με μόλις τρεις παρουσίες σε ταινίες επαγγελματικά. Εδώ που τα λέμε, δεν θέλεις και πολύ για να την… ακούσεις.
Κοιτώντας πίσω και κρίνοντας την πορεία του, ο ίδιος μιλούσε με απόλυτη ειλικρίνεια, σχολιάζοντας σκληρά τον εαυτό του, γνωρίζοντας τις λεπτομέρειες που οι άλλοι δεν ήξεραν. Παραδέχτηκε ότι από ένα σημείο και μετά τα πάντα στο μυαλό του μπλέχτηκαν και αδυνατούσε να ξεχωρίσει τον άνθρωπο από τον ρόλο. Συνέπεια αυτής της «ομίχλης» ήταν να βαθαίνει το χάσμα που τον απομάκρυνε από την πραγματική ζωή. Κι επειδή παρέμενε αρεστός, επιθυμητός, ποθητός και μπον βιβέρ στα μάτια του κόσμου, δεν βρέθηκε κανένας να τον ψέξει για τις επιλογές και τον τρόπο ζωής του. Χρειάστηκε να πραγματοποιήσει ο ίδιος την απόλυτη υπέρβαση, να βγει από το σώμα του και να παρατηρήσει την υπόστασή του από μακριά για να καταλάβει ότι κάτι χρειαζόταν να αλλάξει.
Αυτός ήταν και ο λόγος που όταν τελικά εγκατέλειψε την Αθήνα δεν κράτησε πολλές επαφές. Άλλωστε όλα ήταν λίγο-πολύ αλληλένδετα. Ναρκωτικά, παρέες, ρόλοι, σινεμά και συνειδητοποίησε ότι δεν γινόταν να αποτραβηχτεί από το ένα σκέλος και να διατηρήσει το άλλο. Όταν ανακάλυψε εκ νέου, κοντά στα 50 πια, τη νέα εκδοχή του, βρήκε ξανά την διάθεση να ασχοληθεί με την ηθοποιία από άλλο πρίσμα. Χωρίς να αγχώνεται για το τηλέφωνο που σταμάτησε να φέρνει προτάσεις για φιλμ και με την διάθεση να συμμετάσχει σε κάτι πολύ πιο ουσιαστικό. Έτσι κι αλλιώς σε παλιότερη συνέντευξή του είχε αποκαλύψει πως από την ως τότε πορεία του κρατούσε το πολύ 5 ταινίες, άντε και την συμμετοχή του στο λατρεμένο σίριαλ «Το Κάμπινγκ» και πετούσε όλα τα υπόλοιπα.
Στην Σκόπελο, λοιπόν, έμεινε 18 χρόνια (τα τελευταία της ζωής του) και εκεί ίδρυσε μια μικρή θεατρική ομάδα αποτελούμενη από ερασιτέχνες. Η ΕΘΟΣ (Ερασιτεχνική Θεατρική Ομάδα Σκοπέλου) ανέβαζε δύο παραστάσεις τον χρόνο, γυρίζοντας ως ένα σύγχρονο «μπουλούκι» τα γύρω νησιά, ενώ βρέθηκε για λίγο και στην Κοζάνη όπου με το εκεί ΔΗΠΕΘΕ ερμήνευσε τον τελευταίο ρόλο της ζωής του ως πατέρας Λαυρέντιος στο έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα».
Το τέλος τον βρήκε σε μονάδα εντατικής θεραπείας στην Αθήνα, όπου είχε μεταφερθεί σε κωματώδη κατάσταση μετά από πολλαπλά εγκεφαλικά επεισόδια. Στις 29 Απριλίου 2019 η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά και λίγο αργότερα, απολύτως ταιριαστά, το σώμα του επέστρεψε για να ταφεί στην Σκόπελο. Έφυγε νέος, μα γεμάτος και κυρίως έχοντας νικήσει τον μεγαλύτερο εχθρό του. Τον ίδιο του τον εαυτό.