Κάποια στιγμή, πρέπει να ήμουν 2ο έτος στη σχολή, θυμάμαι να βγαίνουμε με παρέα και να πορωνόμαστε όταν έπαιζε ο dj το ντουέτο του Πετρέλη με τη Χριστίνα Μηλιού. Δεν περίμενα τότε ότι στην πορεία της ζωής μου θα έφτανε η στιγμή να της πάρω συνέντευξη.
Έχοντας μάθει αργά πως τόνιζα λάθος το επώνυμό της – είναι Μηλιού, όχι Μήλιου – εμφανίστηκε μια ωραία ευκαιρία χάρη στην κυκλοφορία του τραγουδιού της Ρόδα από την Panik Records, για να δω πώς εξελίχθηκε καλλιτεχνικά, αφού σε αυτό το διάστημα από το 2011 μέχρι σήμερα, μπορεί να διατήρησε το όνομά της στον χώρο, αλλά στο ευρύ κοινό δεν το έκανε. Και το παραδέχεται και η ίδια.
Είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση τραγουδίστριας που δεν έκανε κάτι για να ικανοποιήσει απαιτήσεις άλλων, αλλά πορεύτηκε ευχαριστώντας τα θέλω της. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έκανε λάθη.
Η Χριστίνα Μηλιού, αν και τόσα χρόνια στον χώρο, με καλλιτεχνικό οικογενειακό background, είναι πολύ μικρή. Με εμπειρία «μεσήλικα», αλλά πολύ μικρή. Και το καταλαβαίνεις στο πρόσωπό της, όταν μιλάς μαζί της.
Γελάει πολύ, αλλά κλαίει και πολύ. Κλαίει εύκολα. Αλλά δεν το ξέρουν πολλοί, μόνο οι πολύ κοντινοί της. Τώρα βέβαια, εγώ το μαρτύρησα. Στο σπίτι της αρέσει να καθαρίζει συνέχεια, με ψυχαναγκασμό, έχει τα πάντα τακτοποιημένα και σε συγκεκριμένη θέση και αν έχει καλεσμένους, δεν πρόκειται να κοιμηθεί, αν δεν τα επαναφέρει όλα εκεί που ήταν.
Κάτι που έχει ενδιαφέρον, είναι πως η Χριστίνα Μηλιού ήταν ένα κορίτσι στην εφηβεία που γυρνούσε την Γλυφάδα, την περιοχή που γεννήθηκε και μεγάλωσε και ζει, «αλήτευε», πού την έχανες πού την έβρισκες, σε ένα μπιλιαρδάδικο θα την πετύχαινες να βάζει στοιχήματα με μεγαλύτερους και πως έμαθε να βγάζει τα προς το ζην από τα 14-15 της.
Ωραίες οι συστάσεις, τώρα η Χριστίνα Μηλιού θα σολάρει και θα πει όλα όσα δεν έχει ξαναπεί και θα μιλήσει για το νέο της ξεκίνημα, με το οποίο θέλει να γίνει η Χριστίνα της δισκογραφίας, πέρα από τη Χριστίνα των νυχτερινών κέντρων.
Η απώλεια του μπαμπά μου με έκανε ενήλικη σχεδόν από τα 14 μου γιατί τότε ξεκίνησα κιόλας να δουλεύω και, άσχετα του αν έβγαινα ή αν ήμουν παιδί με τους φίλους μου, είχα αποκτήσει υποχρεώσεις
«Από μικρό παιδί ήμουν πολύ κοινωνική, είχα πολλούς φίλους. Εκεί στα 14 μου άρχισα να αλητεύω, έκανα τις βόλτες μου και κάπου στα 16 μας ήταν η εποχή που αρχίσαμε να βγαίνουμε στα κλαμπ. Εγώ είχα ζήσει λόγω της δουλειάς του μπαμπά και τον κόσμο της νύχτας, τον έχασα όμως νωρίς και από εκείνο το σημείο και μετά ήταν σαν να έγινα ενήλικη και να έπαιρνα αποφάσεις νωρίτερα από το αναμενόμενο.
Ήμουν κοινωνική, αλλά δε μπορώ να σου πω ότι ήμουν το επίκεντρο. Ήμουν παρούσα σε πολλές φάσεις στο σχολείο, είχα πάντα άτομα γύρω μου, είχαν υπάρξει φορές που ήμουν το επίκεντρο, αλλά κυρίως ήμουν βασικό στοιχείο της μάζωξης.
Δεν ήμουν κακή επιρροή, δεν παρέσυρα σε καταλήψεις ή κοπάνες. Ήμουν αλητάκι με την έννοια ότι το να βγαίνεις στα 14 σου, τουλάχιστον εκείνη την εποχή, δεν ήταν στο πλαίσιο ενός 14χρονου. Στο σχολείο ήμουν πολύ ήρεμο παιδί. Ζήτημα να είχα κάνει δύο κοπάνες. Ήμουν τυπική».
«Η περιοχή που μεγαλώνουμε, που ζούμε τα παιδικά μας χρόνια, διαμορφώνει τα γούστα μας, τις απόψεις μας, την αισθητική μας. Αυτό συμβαίνει σε όλους, συνέβη και σε μένα. Από αυτή τη θέση που είμαι σήμερα, σου λέω ότι μου άρεσαν όσα έζησα ως Γλυφαδιώτισσα μικρή».
«Η απώλεια του μπαμπά μου με έκανε ενήλικη σχεδόν από τα 14 μου γιατί τότε ξεκίνησα κιόλας να δουλεύω. Άσχετα του αν έβγαινα ή αν ήμουν παιδί με τους φίλους μου. Είχα αποκτήσει υποχρεώσεις. Όλο αυτό δεν το σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, δεν είπα μέσα μου ότι πρέπει να κάνω κάτι για να βοηθήσω τη μαμά μου. Απλώς έδρασα. Έγινε αυτόματα. Στην πορεία κατάλαβα τι έγινε. Δεν ανέλαβα τα βάρη του σπιτιού, απλώς συνέβαλα.
Η μητέρα μου δούλευε για να μας μεγαλώσει κι εγώ αυτό που έκανα, ήταν να βγάλω από τη μαμά μου το δικό μου βάρος οικονομικών υποχρεώσεων. Δεν είναι ότι προσέφερα στο σπίτι. Είχα μια πρακτική αντίληψη εκείνη τη στιγμή. Ίσως και η αθωότητα της ηλικίας να με βοήθησε να μην τρομάξω για την οικονομική επιβίωση. Τότε δεν ήταν πως αν δε δούλευα θα έμενα στον δρόμο. Είχα τη μαμά μου και τη μικρή μου αδελφή. Ίσως να είχα μια παραπάνω ωριμότητα. Δεν το έχω ξεκαθαρίσει ακόμα μέσα μου».
Κουβαλάω ένα επώνυμο βαρύ. Όχι στο ευρύ κοινό, αλλά στον χώρο μας. Τον ήξεραν όλοι τον μπαμπά μου και το είχα αντιληφθεί. Ένιωθα από ανθρώπους να έχουν προσδοκίες από μένα
«Μου αρέσει που έκανα όσα έκανα μικρή, γιατί νιώθω χορτασμένη, δεν έχω απωθημένα και μπορώ να αφοσιωθώ στην καριέρα μου ή σε μια ενδεχόμενη επιθυμία μου να κάνω οικογένεια. Και πριν 5 χρόνια το ίδιο θα σου έλεγα. Έχω ζήσει τη ζωή μου με τους φίλους μου, έχω διασκεδάσει, είμαι γεμάτη. Τώρα, το μόνο που αισθάνομαι, είναι ότι θέλω να ζήσω κάποια πράγματα με διαφορετικό τρόπο.
Δε μπορώ να σου πω ότι αυτή η αίσθηση πληρότητας με κάνει να νιώθω κενό, όπως λες. Κενό θα νιώσω μόνο αν διοχετεύσω όλη μου την προσπάθεια σε κάτι και δεν πετύχω αυτό που ήθελα. Δεν θα με γονατίσει αυτό, θα με δυσκολέψει πολύ μέσα μου, αλλά θα περάσει. Στην αρχή το βιώνω ως αποτυχία και πρέπει να περάσει ένα διάστημα για να το δω ψύχραιμα και να καταλάβω πως σπάνια τα πράγματα πετυχαίνουν με την πρώτη».
«Η μουσική υπήρχε μέσα μου σχεδόν από την πρώτη ανάμνηση που έχω με μένα. Με τον μπαμπά μου να είχε καριέρα ως μαέστρος και μουσικοσυνθέτης, με τη μητέρα μου τραγουδίστρια, να με παίρνουν και οι δύο στα μαγαζιά που δούλευαν και να μαθαίνω όλο το κόνσεπτ της δουλειάς, το να ασχοληθώ με τη μουσική έμοιαζε ως μονόδρομος, δεδομένο. Περίμενα απλώς την στιγμή που θα γίνει.
Και στο σχολείο, που τραγουδούσα στις γιορτές, με πείραζαν όλοι για το ότι θα γίνω τραγουδίστρια. Η μαμά μου για να με προστατεύσει ήθελε πρώτα να ενηλικιωθώ και μετά με βοήθησε να κάνω το πρώτο βήμα.
Τότε δούλευα σε ένα εστιατόριο και με τη μαμά μου κάναμε μια κουβέντα που κατέληξε με εμένα να ξεκινάω στη Γέφυρα, το σημερινό Teatro, όπου εμφανιζόταν ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος, οικογενειακός φίλος και χρόνια συνεργάτης με τον μπαμπά μου».
«Τότε είχα καταλάβει πως κουβαλάω ένα επώνυμο βαρύ. Όχι στο ευρύ κοινό, αλλά στον χώρο μας. Τον ήξεραν όλοι τον μπαμπά μου και το είχα αντιληφθεί. Ένιωθα από ανθρώπους να έχουν προσδοκίες από μένα. Ευτυχώς, βελτιωνόμουν στην πορεία των ετών και έτυχε να με πλησιάσουν άνθρωποι που μου είπαν όμορφα λόγια για την εξέλιξή μου και πως ο μπαμπάς μου θα ήταν περήφανος για μένα».
«Λόγω της ηλικίας μου, όταν ξεκίνησα ήμουν προς την pop μουσική. Δε μπορούσα να διανοηθώ τότε ότι θα ακολουθήσω το ρεπερτόριο, το ύφος της μουσικής που ακολούθησα και συνεχίζω να ακολουθώ, δηλαδή να είμαι λαϊκή τραγουδίστρια. Ένιωσα ότι η φωνή μου δε με πάει εκεί. Μου άρεσε τότε να τραγουδάω ξένα και pop, αλλά είχα λαϊκά ακούσματα λόγω γονιών. Και στην ελληνική αγορά κυριαρχεί το λαϊκό.
Οπότε αυτό με παρέσυρε και ταυτόχρονα μου άρεσε, χωρίς να το κάνω για να εξυπηρετήσω μια κατάσταση ή να επιβιώσω στον χώρο. Ένιωσα ότι η φωνή μου δεν ήταν τελικά για pop, αλλά για το ελαφρολαϊκό, όχι λαϊκό που είπα πριν, γιατί όταν λέμε λαϊκό, το μυαλό μου πάει στην Πίτσα Παπαδοπούλου, τη Λίτσα Διαμάντη κτλ. Και θα ήταν ιεροσυλία να πω ότι είμαι κάτι κοντά σε αυτό».
Ένα πράγμα που έχω ως παράπονο προς εμένα, είναι ότι έδωσα βάση στο κομμάτι του λάιβ και άφησα πίσω τη δισκογραφία
«Δεν είχα ποτέ κάποιο τόσο μεγάλο μπαμ με τραγούδι, ώστε να σου πω ότι μια συγκεκριμένη στιγμή μου άνοιξαν όλες οι πόρτες μαζί. Το πήγα πόρτα την πόρτα, δεν άνοιγαν πάντοτε διάπλατα, αλλά όσο άνοιγαν, έμπαινα. Στάθηκα και τυχερή με τις συνεργασίες που έκανα και δούλευα κάθε φορά ώστε να χτίσω πάνω σε αυτές. Δεν είχα ποτέ κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Έβλεπα ότι η κάθε γνωριμία μου έφερνε και κάτι άλλο».
«Εμένα η βάση μου είναι τα νυχτερινά κέντρα και τα μαγαζιά που κάνουν τα λαϊβάκια. Εγώ με τη μπάντα μου, το ρεπερτόριό μου, να τραγουδάω 2-3 ώρες. Γι΄αυτό και δε μπορώ να σου πω ότι ένιωσα πως δε χωρούσα κάπου, πως δεν ταιριάζω με τη μουσική.
Έχουν υπάρξει στιγμές όμως που έχω κουραστεί ψυχικά κι έχω σκεφτεί και να τα παρατήσω, ως αποτέλεσμα του ότι δεν έκατσα ποτέ να πάρω ανάσα. Έχω νιώσει και αδικημένη. Όχι αδικία απαραίτητα ως προς εμένα, αλλά ότι υπήρξαν φορές που έβλεπα ανθρώπους με λιγότερη προσπάθεια και λιγότερα χρόνια από μένα, να κερδίζουν περισσότερα. Δεν έχω αδικηθεί όμως κατάμουτρα. Σαν να ένιωσα πως εγώ δεν είχα τόση τύχη».
«Δεν έχω όμως πράγματα που να τα μετανιώνω. Οι επιλογές μου με έχουν βγάλει σε έναν δρόμο που με ευχαριστεί. Ένα πράγμα που έχω ως παράπονο προς εμένα, είναι ότι έδωσα βάση στο κομμάτι του λάιβ, είχα ζήτηση, δε σταμάτησα ποτέ να δουλεύω, είχα όλο το focus εκεί, να έχω ρεπερτόριο, να ξέρω τα τραγούδια και άφησα πίσω τη δισκογραφία.
Μετά από 15 χρόνια δεν έχω την τόσο μεγάλη δισκογραφία που θα ήθελα. Κι ίσως η μεγαλύτερη δισκογραφία να μου είχε φέρει τη δημοφιλία. Και τώρα είμαι σε μια φάση που θα ήθελα να είμαι μόνη σε έναν χώρο και ο κόσμος να έρχεται για μένα. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μέσα από τη δισκογραφία».
«Μια τέτοια στιγμή που θα μπορούσε να κάνει το μπαμ για μένα, ήταν το ντουέτο με τον Πετρέλη, αλλά τότε δεν είχα την εμπειρία να την εκμεταλλευτώ. Ήταν μια στιγμή που δεν την περίμενα, είχα μόλις βγει από το The Voice και έγινε κατευθείαν το ντουέτο. Δεν είχα τότε ένα τραγούδι δικό μου έτοιμο ώστε μαζί με την επιτυχία του ντουέτου να προωθήσω και κάτι δικό μου. Καθυστέρησα πολύ να βγάλω δικό μου τραγούδι. Αυτό ήταν λάθος μου.
Μπορεί αν συνέβαινε τότε να μην ήμουν και σε θέση να το διαχειριστώ. Τώρα νιώθω πολύ ώριμη και ικανή να αντιμετωπίσω τα πάντα. Είτε έρθει η επιτυχία η απόλυτη είτε όχι. Είμαι έτοιμη, ειδικά τώρα που είμαι στην Panik και έχω μια ομάδα δίπλα μου να με συμβουλέψει σε πράγματα που δεν τα έχω μάθει τόσο καλά. Εγώ μια ζωή ήμουν για το λάιβ. Τα πράγματα αλλάζουν, εξελίσσονται, δημιουργούνται νέες απαιτήσεις. Τώρα τα μαθαίνω κι εγώ. Πάντως, δεν θα ήθελα να μου συμβεί ένα τεράστιο μπαμ. Θέλω την βήμα βήμα επιτυχία».
«Για μένα η επιτυχία μου θα είναι να τραγουδάει κάποια στιγμή ο κόσμος τα τραγούδια μου. Δεν έχει να κάνει με τα views ή την τηλεόραση. Είναι σεβαστά και απαραίτητα εργαλεία αυτά, ναι, δεν τα υποτιμώ, τα χρειαζόμαστε οι καλλιτέχνες, αλλά πολλές φορές ένα τραγούδι μπορεί να έχει εκατομμύρια προβολές και να ξέρεις έναν στίχο όλο κι όλο. Οπότε για μένα είναι επιτυχία να βγω και ο κόσμος να τραγουδάει το τραγούδι μου. Κι ας έχει όσα views θέλει το τραγούδι…»
«Μετά από τόσα χρόνια, κι ας είμαι 33-34, νιώθω γιαγιά, νιώθω παλιά καραβάνα επαγγελματικά. Παρόλο που έχω baby face και φαίνομαι μικρότερη, είμαι και μικροκαμωμένη, έχω πια μια εμπειρία χρόνων που να, μου λες κι εσύ ότι περίμενες ότι θα είμαι πιο κοντά στα 40 παρά στα 30. Τη νιώθω την εμπειρία, βγαίνει και στην πράξη.
Για παράδειγμα συνεργάζομαι τώρα με τον Δήμο Αναστασιάδη, που με είχε για νεαρό κοριτσάκι και μέσα στην πορεία της συνεργασίας, το πρώτο που μου είπε, είναι ότι έχει πάθει σοκ με τον επαγγελματισμό και τον τρόπο που δουλεύω».
Πιστεύω στην αγάπη και τον έρωτα, πιστεύω πως δεν πεθαίνουν. Βλέπω όμως γύρω μου πως ο ρομαντισμός σχεδόν έχει πεθάνει, ο έρωτας έχει μεταφραστεί σε πιο σαρκική επαφή
«Έχω περάσει από φάση που είχα γίνει τοξική εγώ η ίδια για τον εαυτό μου και ενδεχομένως και για κάποιον άλλον. Προσπαθώ πάντοτε να είμαι δίκαιη στη στάση μου προς τους ανθρώπους γι΄αυτό μπορώ να σου πω πως εσκεμμένα δεν έχω πληγώσει βαθιά κανέναν.
Υπάρχει μια μόνο περίπτωση ανθρώπου που δεν έχουμε πια επαφές κι ίσως να μη θέλει να με ξαναδεί. Την τοξική μου φάση την πέρασα λόγω σχέσης και αυτό το έβγαλα στον εαυτό μου. Αυτό όμως ήταν μια φάση που όλοι την περνάνε και δε σημαίνει κάτι, γιατί τα έντονα συναισθήματα φέρνουν και έντονες αντιδράσεις.
Μια συμπεριφορά μπορεί να φανεί υπερβολική, αλλά μπορεί να δικαιολογηθεί, αν συμβαίνει μια φορά. Εμένα με κατέβαλε αυτή η περίοδος, αλλά ευτυχώς το έβαλα κάτω και το ξεπέρασα. Χρειάστηκε όμως να μείνω δύο χρόνια μόνη μου, να κάνω αποτοξίνωση. Και δε με φλέρταρε και κανείς, γιατί δεν το εξέπεμπα.
Βρήκα τον εαυτό μου και όταν έκανα την επόμενη προσπάθεια για να μπω σε μια σχέση, δε θεωρώ πως με επηρέασαν τα κατάλοιπα αυτής της σχέσης σε γενικές γραμμές, αλλά σίγουρα ήμουν πιο προσεκτική, να το πω έτσι. Προσεκτική πώς θα φερθώ, πώς θα αντιμετωπίσω κάποιες καταστάσεις».
«Δύο είναι τα πράγματα που έμαθα μεγαλώνοντας και με σόκαραν. Στο μυαλό μου είχα την αγάπη και τον έρωτα γεμάτα με ρομαντισμό. Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στο Παρίσι, υπάρχει μια ωραία ιστορία, είμαι παιδί έρωτα. Και πολλές φορές νιώθω αταίριαστη με αυτή την μη ρομαντική εποχή.
Θα μπορούσα άνετα να είμαι από τα 18 μου με έναν άντρα. Δεν έχω ανασφάλεια μήπως δεν αντέξω. Πιστεύω στην αγάπη και τον έρωτα, πιστεύω πως δεν πεθαίνουν. Βλέπω όμως γύρω μου πως ο ρομαντισμός σχεδόν έχει πεθάνει, ο έρωτας έχει μεταφραστεί σε πιο σαρκική επαφή και όχι στις πεταλουδίτσες που έχουμε στο στομάχι μας και αυτό είναι για μένα απογοητευτικό.
Το δεύτερο που δε μπορώ να χωνέψω και ακούγεται παιδικό, είναι το ψέμα, ότι λέμε ψέμματα. Δε μπορώ να συνειδητοποιήσω πώς μπορεί ένας άνθρωπος να λέει συνεχόμενα ψέμματα ή να κοροϊδέψει. Ο εγκέφαλός μου αρνείται να το αποδεχτεί».
* Φωτογραφίες: Δημήτρης Περιστέρης/Intime
** Ευχαριστούμε τον υπέροχο χώρο του Wynwood – Eat Sip & Gather the Miami Style για τη φιλοξενία και τη βοήθεια στη φωτογράφιση και τη συνέντευξη