Η νικηφόρα έκβαση της εκστρατείας στη Βόρεια Αφρική για τους Συμμάχους (1940-1943) αποδείχτηκε κομβικής σημασίας για την τελική επικράτηση έναντι του Άξονα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η περιοχή ήταν μεγάλης στρατηγικής σημασίας, καθώς ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος των συγκοινωνιών τριών ηπείρων. Οι Γερμανοί στόχευαν να εκδιώξουν τους Βρετανούς από την Αίγυπτο, να ελέγξουν τη Διώρυγα του Σουέζ και να αποκτήσουν πρόσβαση στις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής. Αν συνέβαινε αυτό, οι Σύμμαχοι θα έχαναν μια τεράστιας σημασίας «πύλη» ανεφοδιασμού και πιθανόν θα δέχονταν ένα ανυπολόγιστο ψυχολογικό πλήγμα, καθώς έως τότε είχαν να καυχιούνται μόνο για την ελληνική προέλαση στην Πίνδο και την επιτυχή υπεράσπιση της Αγγλίας στην επιχείρηση «Θαλάσσιος Λέων».
Ο «σκοτεινός» ουρανός της Μάλτας
Το άνοιγμα του μετώπου στη Βόρεια Αφρική, το μακροβιότερο στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέδειξε την ανάγκη για τον έλεγχο της Μάλτας. Ο Έρβιν Ρόμελ, στρατάρχης των χερσαίων δυνάμεων του Άξονα στην περιοχή, αναγνώρισε γρήγορα τη Γεωστρατηγική σημασία του νησιού, το οποίο κατείχε η Βρετανική Αυτοκρατορία. Οι Σύμμαχοι ήλεγχαν μια σημαντική βάση ανεφοδιασμού στη Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική, με αποτέλεσμα ο Άξονας να εξαπολύσει μια λυσσαλέα αεροπορική επίθεση, με στόχο είτε την κατάληψη, είτε τον… αφανισμό του νησιού. Η πολιορκία από αέρος Γερμανών και Ιταλών, που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1940, αποσκοπούσε στη διάλυση όλων των υποδομών και ει δυνατόν τη θανάτωση των υπερασπιστών και κατοίκων του από λοιμό. Υπολογίζεται ότι σε διάστημα περίπου δύο χρόνων η πολεμική αεροπορία της Ιταλίας και της Γερμανίας πραγματοποίησαν πάνω από 3.000 επιδρομές, ρίχνοντας περίπου 7.000 τόνους βομβών. Η Μάλτα είχε τη μοίρα της πιο βομβαρδισμένης περιοχής στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι όμως η προσπάθεια απώθησης της αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου, παρά τον άνισο συσχετισμό δυνάμεων, απέτυχε.
Στην πολιορκία της Μάλτας πήραν μέρος ορισμένοι από τους καλύτερους πιλότους των Γερμανών, των Ιταλών και των Άγγλων. Με την παράταξη των Βρετανών και ένας Έλληνας, πιθανόν ο κορυφαίος όλων. Ο Ιωάννης Αγοραστός Πλαγής, ένας ξεχασμένος στην Ελλάδα ήρωας, ακόμα και μεταπολεμικά.
Ο Πλαγής γεννήθηκε στις 10 Μαρτίου του 1919 στη βρετανική αποικία της Νότιας Ροδεσίας (σημερινή Ζιμπάμπουε) από Έλληνες γονείς που είχαν μεταναστεύσει από τη Λήμνο. Διατήρησε την ελληνική υπηκοότητα του και βαφτίστηκε χριστιανός ορθόδοξος.
Στα 20 χρόνια του ο Έλληνας ομογενής θέλησε να ενταχθεί στην Πολεμική Αεροπορία της Ροδεσίας, αλλά το αίτημα του απορρίφθηκε, καθώς δεν ήταν Βρετανός υπήκοος. Όταν όμως η Ελλάδα εισήλθε στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων, ο Πλαγής έγινε δεκτός στη RAF και το 1940 ξεκίνησε εκπαίδευση ως πιλότος στη Ροδεσία.
Το 1942 την ολοκλήρωσε και μετατέθηκε στη Βρετανία με το βαθμό του Επισμηνία. Σύντομα, μέσα στο έτος, προθυμοποιείται να μεταβεί στη Μάλτα και να ενταχθεί στη Μοίρα 249, συνδράμοντας στην άμυνα του νησιού. Είναι μόνο δύο χρόνια πιλότος και διαθέτει μηδαμινή εμπειρία, αλλά οι ανώτεροί του βλέπουν στις ικανότητές του κάτι εντελώς ξεχωριστό. Το αίτημα γίνεται δεκτό και τον στέλνουν στη Μεσόγειο με το βαθμό του Ανθυποσμηναγού, ως μέλος μιας 16μελους αποστολής πιλότων με καταδιωκτικά «Spitfire Mk Vb».
Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος για τη βρετανική αεροπορία, που είχε χάσει ήδη πάνω από 300 αεροσκάφη και έμοιαζε έτοιμη να καταρρεύσει, υπό την πίεση ενός κατά πολύ υπέρτερου αριθμητικά εχθρού.
«Ο εκδικητής των αιθέρων»
Ο Πλαγής το διαπίστωσε αυτό σχεδόν με την άφιξη του στη Μάλτα. Δώδεκα μέρες μετά τη μετάβαση στο νησί μέσω, καταρρίπτεται και σκοτώνεται ο «ομόσταυλος» και κολλητός του φίλος, Νταγκ Λέγκο. Συντετριμμένος ο Πλαγής, ορκίζεται στο ημερολόγιο του ότι «θα καταρρίψω 10 μόνο για τον Νταγκ, ακόμα και αν μου πάρει μια ζωή».
Στις 25 Μαρτίου του ’42 ο Έλληνας πιλότος ρίχνει το πρώτο εχθρικό αεροσκάφος και την 1η Απριλίου εμπλέκεται σε μια αερομαχία που μοιάζει με «αποστολή αυτοκτονίας».
Τέσσερα «Spitfire Mk Vb» καλούνται να αναχαιτίσουν πολυάριθμα Ιταλο-Γερμανικά μαχητικά και βομβαρδιστικά. Με άγνοια κινδύνου και ασύλληπτη για τα χρόνια πτήσης του μαεστρία στο πηδάλιο, ηγείται της επιχείρησης, καταρρίπτοντας σε ένα απόγευμα τουλάχιστον τέσσερα εχθρικά αεροσκάφη.
Γίνεται ειδική μνεία για το ανδραγάθημα του από τη βρετανική διοίκηση και τον Τύπο της Μάλτας, ενώ του απονέμεται ο «Διακεκριμένος Σταυρός Πτήσεων». «Με πλήρη αδιαφορία για τις εναντίον του πιθανότητες επιτέθηκε στον εχθρό με επιδεξιότητα και θάρρος. Κατέρριψε τέσσερα, ίσως και έως εφτά εχθρικά αεροσκάφη. Έθεσε ένα απίστευτο παράδειγμα», αναφέρεται στην τελετή απονομής, η οποία συνοδεύεται με την προαγωγή του σε Υποσμηναγό.
Τους τέσσερις μήνες που έμεινε συνολικά στη Μάλτα, ο Πλαγής κατέρριψε 13 αεροπλάνα και αναχαίτισε περισσότερα από 100. Για κάθε μία κατάρριψη σχεδίαζε μία σβάστικα στο εμπρόσθιο μέρος του αεροσκάφους του, κάτω από το όνομα ΚΑΥ. ΚΑΥ ήταν η αγγλική συντόμευση του ονόματος Καίτη και είχε τιτλοφορήσει έτσι το σκάφος του για χάρη της αγαπημένης του αδερφής.
Η εμπλοκή στη Νορμανδία, ο επαναπατρισμός και το άδοξο τέλος
Στις αρχές Ιουλίου του ’42 ο Πλαγής διαγνώστηκε με υπερκόπωση. Οι αερομαχίες, η αϋπνία και ο υποσιτισμός τον είχαν καταβάλλει σωματικά και ψυχικά και κρίθηκε σκόπιμο να επιστρέψει στην Αγγλία. Πριν φύγει οι Έλληνες κάτοικοι της Μάλτας του δώρισαν μια τιμητική πλακέτα για τη συνεισφορά του στην αμυντική υπεράσπιση του νησιού. Η Μάλτα σώθηκε λόγω των πιο σημαντικών ενισχύσεων που έστειλαν εκεί οι Βρετανοί τον Αύγουστο και ο Πλαγής, που είχε πια τη φήμη ενός εκ των κορυφαίων «άσων» της RAF, πήρε το χρόνο του για να αναρρώσει. Κατόπιν θήτευσε για περίπου ένα χρόνο ως εκπαιδευτής στην Αγγλία και το Σεπτέμβριο του ’43 επέστρεψε στο πολεμικό μέτωπο, ως διοικητής πια της Μοίρας 64.
Για αρκετούς μήνες συμμετείχε σε πολεμικές αποστολές πάνω από τη Δυτική Ευρώπη, μεταξύ των οποίων και η σημαντικότερη, η συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία. Πήρε μέρος σε πολλές επιθέσεις γερμανικών θέσεων κατά τη συμμαχική προέλαση, ενώ κατά τη διάρκεια της μάχης του Άρνεμ στην Ολλανδία το σκάφος του καταρρίφθηκε. Αποδείχθηκε όμως «άσος» και στην «απόδραση», καθώς την κατάλληλη στιγμή εγκατέλειψε το αεροπλάνο και διασώθηκε με λίγες επιφανειακές εκδορές και τραύματα.
Το Νοέμβριο του ’44 ο Πλαγής λαμβάνει την «Εντολή Διακεκριμένης Υπηρεσίας» για τη «συμμετοχή του σε πάρα πολλές εξόδους κατά τις οποίες έχει προκληθεί μεγάλη ζημιά σε εχθρικό οπλισμό και υποδομές». Η αναφορά τόνιζε ιδιαίτερα μια εμπλοκή στην οποία μια μικρή ομάδα συμμαχικών μαχητικών με επικεφαλής τον ίδιο είχε αναχαιτίσει μια πολύ ανώτερη δύναμη εχθρικών αεροσκαφών, καταρρίπτοντας πέντε από αυτά, τα δύο εκ των οποίων ο Πλαγής. Χαρακτηρίστηκε ως «ένας γενναίος και πολυμήχανος ηγέτης του οποίου το παράδειγμα έχει αποδειχθεί μια σπάνια πηγή έμπνευσης». Το φοβερό με την περίπτωση του ήταν η ηλικία στην οποία είχε κατορθώσει όλα αυτά. Το ‘44 ήταν μόλις 25 ετών.
Ο κορυφαίος πιλότος συνέχισε τις πολεμικές αποστολές έως και λίγες εβδομάδες πριν την παράδοση της Γερμανίας, το Μάιο του ’45. Η τελευταία αποστολή του ήταν στα μέσα Μαρτίου, όταν συνόδευσε βομβαρδιστικά αεροσκάφη με στόχο την καταστροφή του αρχηγείου της Γκεστάπο στην Κοπεγχάγη.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ιωάννης Αγοραστός διοίκησε μια μοίρα τζετ, μοντέλου «Gloster Meteor». Το 1948 αποστρατεύθηκε, καθώς επιθυμούσε να ζήσει στη χώρα όπου μεγάλωσε. Επέστρεψε στη Ροδεσία, παντρεύτηκε το 1954 και έκανε εξαμελή οικογένεια, αποκτώντας τρεις γιους και μια κόρη. Άνοιξε μια οικογενειακή επιχείρηση στο Χάρτλεϊ, υπηρέτησε ως διευθυντής σε διοικητικά συμβούλια εταιρειών και ενεπλάκη με την πολιτική.
O θάνατος του, το 1974, καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Σύμφωνα με τοπικές πηγές ο Πλαγής αυτοκτόνησε, χωρίς να καταφέρει ποτέ να προσαρμοστεί πραγματικά στην κοσμική ζωή. Οι πραγματικοί λόγοι δεν έγιναν ποτέ γνωστοί. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το τέλος ήταν εντελώς άδοξο για έναν άνθρωπο που είδε τόσες φορές το θάνατο κατάματα και ισάριθμες τον αψήφησε.
Σήμερα, στην πρωτεύουσα της Ζιμπάμπουε, Χαράρε, υπάρχει η «John Plagis Avenue». Στην Ελλάδα ο Ιωάννης Πλαγής δεν έχει καν θέση στα ιστορικά βιβλία. Έχουν όμως τα αγάλματά της θέση για τον Χάρι Τρούμαν και οι πλατείες της για τον Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι…