Ο αγαπημένος των βιντεοκλαμπάδων: Η αλλαγή του θρυλικού «Κουδούνα» που άφησε το σοβαρό σινεμά για να παίξει σε 150 βιντεοκασέτες

Ακούραστος εργάτης μέχρι τέλους

Πιθανότατα ούτε ο ίδιος ο Αλέκος Ζαρταλούδης δεν θα ήταν σε θέση να θυμηθεί και να αναφέρει ονομαστικά κάθε ταινία, βιντεοκασέτα, θεατρικό έργο ή τηλεοπτική σειρά στην οποία έλαβε μέρος. Έχοντας ένα από τα πλέον μακροσκελή βιογραφικά που μπορεί να συναντήσει κανείς, ο «Κουδούνας», όπως τον θυμούνται οι περισσότεροι, έγραψε τις δικές του (μπόλικες) σελίδες στον χώρο του θεάματος.

Γεννήθηκε στον Βολισσό της Χίου στις 23 Ιανουαρίου 1929 και κάνει το ντεμπούτο του όντας ήδη 36 ετών το 1965. Την ίδια χρονιά έχει μόλις αποφοιτήσει από την δραματική σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη και εγγράφεται στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών.  Συμμετέχει στην ταινία «Το πρόσωπο της ημέρας» και την επόμενη χρονιά συνεργάζεται για πρώτη φορά με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, στο φιλμ «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» υποδυόμενος τον ταβερνιάρη. Μία από τις πολλές διαφορετικές περσόνες που ενσάρκωσε με αξιομνημόνευτη ευκολία και άνεση.

Αυτό ήταν άλλωστε και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του που τον κατέστησε περιζήτητο. Βοηθούσε και το… φιζίκ του κιόλας, με αποτέλεσμα όταν ένας σκηνοθέτης έψαχνε κάποιον να κάνει τον χασάπη, τον ταξιτζή, τον μεροκαματιάσρη από την μία ή τον μεγαλοβιομήχανο, τον νοματάρχη, τον βουλευτή, να γνωρίζει εκ των προτέρων ότι ο Αλέκος Ζαρταλούδης θα του έκανε την δουλειά χωρίς προβλήματα.

Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν έμεινε ποτέ χωρίς δουλειά ενώ έτσι είχε την τύχη να συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού σινεμά κατά την διάρκεια των «χρυσών» χρόνων της δεκαετίας του ’60 κατά κύριο λόγο, αλλά και αυτής του ’70. Ενδεικτικά μόνο μπορεί να γίνει αναφορά σε ορισμένες από τις δουλειές του, ξεχωρίζοντας «Το πιο λαμπρό αστέρι», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα» , «Καπετάν φάντης μπαστούνι», «Ο γίγας της Κυψέλης» , «Φοβάται ο Γιάννης το θεριό», «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα», «Η ταξιτζού» , «Κρίμα το μπόι σου», «Εγώ ρεζίλεψα τον Χίτλερ» , «Ο Θανάσης, η Ιουλιέτα και τα λουκάνικα», «Η εφοπλιστίνα» , «Αγάπησα μια πολυθρόνα», «Ο αγαθιάρης και η ατσίδα», «Η Αλίκη δικτάτωρ», «Η Ρένα είναι οφσάιντ», «Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα», «Ο τσαρλατάνος», «Οι φανταρίνες», «Ο παλαβός κόσμος του Θανάση», «Βέγγος, ο τρελός καμικάζι», «Γκαρσονιέρα για δέκα», «Τα σαΐνια», «Ο Θανάσης και το καταραμένο φίδι» και πολλές-πολλές ακόμα!

Αντίστοιχα εντυπωσιακό ήταν και το πολύχρονο πέρασμά του από το θεατρικό σανίδι όπου συμμετείχε σε πραγματικά σπουδαίες παραγωγές του διεθνούς ρεπερτορίου. Έκανε ξεκίνημα στο «Ο κόσμος της Σούζυ Βογκ» στο Θέατρο Κοτοπούλη και συνέχισε με ην παράσταση «Του φτωχού το αρνί» του Τσβάιχ, έπαιξε στην «Γλυκιά μου Μπριζίτ», ενώ επέστρεψε στην σκηνή στα μέσα της δεκαετίας του ’70 αφού για μερικά χρόνια είχε δοκιμάσει την τύχη του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Τελευταία του δουλειά στο θέατρο ήταν το 1990 όταν συνεργάστηκε με τον θίασο της Αλίκης Γεωργούλη.

Ήδη από την προηγούμενη δεκαετία επέδειξε για άλλη μια φορά αξιομνημόνευτα αντανακλαστικά καθώς το σινεμά αργοπέθαινε και την θέση του στον τομέα της λαϊκής ψυχαγωγίας έπαιρνε η βιντεοκασέτα. Εκεί ο φίλος μας ο «Κουδούνας» έπαιξε δίχως αντίπαλο. Μπορεί να μην θυμόσουν το όνομά του, σίγουρα όμως σου έμενε αξέχαστο το παρουσιαστικό και η παρουσία του. Υπήρξε μια περίοδος που θέλοντας και μη έπεφτες πάνω του κάθε φορά που έκανες επίσκεψη στο βίντεο κλαμπ της γειτονιάς σου κι επέστρεφες σπίτι με καμιά δεκαριά ταινίες, ανάμεσα στις οποίες απαραιτήτως και κάποια ελληνική κωμωδία.

Η αναφορά και μόνο σε αυτές τις παρουσίες του θα γέμιζε ολόκληρες σελίδες, αλλά απλά και μόνο για να πάρει κάποιος μια ιδέα, θα αναφέρουμε ότι μόνο σε παραγωγές του 1987 τον είδαμε στα «Ο νονός»,  «Η φλόγα», «Ρόκας Νο2», «Λάκης ο 1ος», «Λάκης ο σουξές», «Ο τρελογιατρός», «Θεότρελοι μπάτσοι», «Επάγγελμα : άντρες», «Γυναίκα της νύχτας», «Θηλυκός Τσατσένκο», «Ο κουρδιστός εραστής», «Άμεση δράση παπάδων», «Το κορίτσι του μπάτσου», «Μάθε παιδί μου μπάσκετ», «Ο μπαλαντέρ του έρωτα», «Σεξυ μπάτσος και σκληρός», «Χαμός στο Αιγάλεω σίτι», «Μασάζ για όλα τα γούστα», «Ο θείος μου ο Νίντζα 2», «Έρωτας κεραυνοβόλος», «Και κλάμα ο ξενοδόχος», «Ο πιο διάσημος βλάκας», «Όταν ξέσπασε η θύελλα», «Εταιρεία ξυλοδαρμών ΕΠΕ», «Μας κούφανες όλους, γιατί;», «Ο εισβολέας από τα Μέγαρα», «Ο κατάσκοπος ήταν Πόντιος», «Ο πεταχτούλης του κελιού 13», «Τρίποντα στο παρθεναγωγείο», «Η μπάτσα αρχιφύλαξ Νατάσσα», «Η τραπεζίτισσα της Black Bank», «Μπόνυ και Κλάιντ αλά ελληνικά», «Ταμπάκος ο ηλεκτρονικός γύφτος», «Ένα αστέρι γεννιέται με καισαρική», «Πράσινα, μπλε και κόκκινα καρύδια», «Ο τρελός, ο ερωτιάρης και η βόμβα», «Το ‘πε το ‘πε ο παπαγάλος είσαι κόκορας μεγάλος»!

Φυσικά ένας τέτοιος ηθοποιός δεν θα μπορούσε να μην περάσει και από την τηλεόραση, όπου αναμφισβήτητα ξεχωρίζει η «Γαλήνη», στον λατρεμένο ρόλο του υπενωμοτάρχη, ενώ πήρε μέρος επίσης στο Εκείνες κι εγώ», στο «Όλα του γάμου δύσκολα», στο «Όταν ήμουν δάσκαλος» στην δημόσια τηλεόραση και αργότερα στην ιδιωτική με τα «Ένα αστέρι γεννιέται», «Δεν είμαστε καλά», «Εκείνες και εγώ» και «Εν Ιορδάνη», με το σίριαλ «Νταντά» του 2003 στο MEGA, να αποτελεί την τελευταία δουλειά. Τέσσερα χρόνια αργότερα έφευγε από την ζωή σε ηλικία 78 ετών, βάζοντας τέλος σε μια καριέρα που άνετα θα μπορούσε να του χαρίσει τον τίτλο του χαμαιλέοντα της ελληνικής σόου μπιζ.